Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής
Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής
Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής
Ebook740 pages8 hours

Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Οι περίφημες ερωτήσεις «τι;», «πώς» και κυρίως «γιατί;» βρίσκουν στον τρίτο τόμο της σειράς Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου έξυπνες απαντήσεις, που μαγεύουν μέσα από τους ξεχωριστούς ήρωες αυτού του βιβλίου.


Βλέπουμε την τρυφερή σχέση μεταξύ παππού και εγγονού, που έχει σκοπό να ανοίξει τις καρδιές μας προς τις συμφωνίες του Αστρικού βαλς της ζωής.


Από τα αστραφτερά τσαμπιά των ιστοριών που πηγάζουν το ένα μέσα από το άλλο, σαν μια σύγχρονη εκδοχή της συλλογής Χίλιες και μία νύχτες, αναδεικνύονται δύο μυθολογικά επεισόδια, που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας μέσα από τη λαϊκή χριστιανική παράδοση, τυγχάνοντας όμως εξαιρετικής επεξεργασίας. Η εγγενής τους πρωτοτυπία τα κάνει να λάμπουν σαν μεγάλες ρώγες βασιλικού σταφυλιού, παρά το γεγονός ότι είναι κατακερματισμένα και διάσπαρτα μέσα σε ολόκληρο το βιβλίο.

LanguageΕλληνικά
PublisherAdenium
Release dateMar 2, 2016
ISBN9786067420531
Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής

Related to Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής

Titles in the series (31)

View More

Related ebooks

Reviews for Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η καρδιά ενός μικρού Βατράχου. Τόμος Γ΄, Το αστρικό βαλς της ζωής - George Vîrtosu

    ιδεολογίας!

    Πρόλογος

    Ας κάνουμε το τρίτο βήμα…

    Να που φτάσαμε στον τρίτο τόμο αυτής της θαυμάσιας σειράς παραμυθιών, που πηγάζουν το ένα απ’ το άλλο, σαν μια σύγχρονη εκδοχή της συλλογής «Χίλιες και μία νύχτες». Ας προχωρήσουμε λοιπόν στην ανάγνωση, ας κάνουμε το τρίτο βήμα. Μόνο που εδώ, στη σειρά «Η καρδιά ενός μικρού βατράχου», δεν έχουμε να κάνουμε με μία μόνο Σεχραζάντ, αλλά με περισσότερες. Ο αφηγητής, τον οποίο μου αρέσει να βλέπω ως ένα «άλλο πρόσωπο» του συγγραφέα, διηγείται. Ο Ψύλλος και ο νέος του φίλος, ο Μεταξοσκώληκας, διηγούνται. Ο Ψύλλος περισσότερο, επειδή οι εμπειρίες της δικής του ζωής είναι περισσότερες και πλουσιότερες. Ο Μεταξοσκώληκας λιγότερο, επειδή είναι ακόμα πολύ νέος και με φτωχότερη πείρα. Διηγείται και η Μητέρα Σταγόνα, αλλά σε αυτόν τον τόμο λιγότερο, επειδή έχει αποσυρθεί σε έναν ιαματικό ύπνο ή σε μία βαθιά περισυλλογή. Οι ιστορίες του Ψύλλου είναι ευφυέστατες και μαγευτικές και καταφέρνουν να εκπλήξουν την περιέργεια του Μεταξοσκώληκα. Σαν να βλέπεις μέσα του ένα πιτσιρίκι που δε σταματά να κάνει ερωτήσεις: «τι;», «πώς» και κυρίως το περίφημο «γιατί;» όλων των παιδιών σε ολόκληρο τον κόσμο και σε όλες τις εποχές, και μάλλον όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά όλων των μικρών πλασμάτων που διαιωνίζουν το είδος τους.

    Και να μην το ξεχάσω – όπως συνήθως, είναι εξαιρετικές οι σοφές ιστορίες του Παππού Ψύλλου, ανεξάρτητα από το αν μας μεταφέρουν στον κάτω κόσμο, στον κόσμο του Κακού, ή αν αντίθετα μας υψώνουν στο υπερπέραν, στο τεράστιο Βασίλειο του Θεού. Στα λαμπερά τσαμπιά των ιστοριών που ο Ψύλλος λέει στον Μεταξοσκώληκα, λάμπουν σαν μεγάλες ρώγες βασιλικού σταφυλιού, παρά το γεγονός ότι είναι κατακερματισμένα και διάσπαρτα μέσα σε ολόκληρο το βιβλίο, δύο επεισόδια μυθολογικής φύσης, που πέρασαν με κάποιον τρόπο στον λαϊκό χριστιανισμό, και τα οποία είναι αποτέλεσμα εξαιρετικής επεξεργασίας, ιδιαίτερης δημιουργικότητας.

    Στο τέλος αυτού του μικρού προλόγου, μπορώ μόνο να σας ευχηθώ καλή ανάγνωση και κάπως αυξημένη ικανότητα συγκέντρωσης, καθώς αυτός ο τόμος είναι πιο πλούσιος σε σελίδες από τους δύο προηγούμενους. Στον συγγραφέα εύχομαι υγεία, πλούσια φαντασία και καλή πρόοδο στη συγγραφική του δραστηριότητα, ώστε να μπορεί να συνεχίσει να μας προσφέρει τέτοιες συλλογές κοσμημάτων φτιαγμένων από λέξεις και εικόνες. Έτσι του αξίζει, αφού μας καλόμαθε με τη γεύση των παραμυθιών του! Κι εμείς χρειαζόμαστε νέους τόμους να διαβάζουμε μπροστά στο τζάκι ή κάτω από το φως των θερινών απογευμάτων.

    16 Μαρτίου 2011, Ιάσιο

    Λίβιου Αντονέσεϊ

    Καλώς σας βρήκα και πάλι!

    Αγαπητά παιδιά,

    Η ιστορία μας συνεχίζεται! Ο τρίτος τόμος της σειράς

    «Η καρδιά ενός μικρού βατράχου», με τίτλο «Το αστρικό βαλς της Ζωής»,

    σας παρουσιάζει νέες και ενδιαφέρουσες περιπέτειες των αγαπημένων σας ηρώων.

    Όπως έχετε πια συνηθίσει, στην αρχή του βιβλίου θα συνεχίσω να σας παρουσιάζω

    τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε αυτό το Παραμύθι.

    Εύχομαι καλή ανάγνωση σε όλους όσους αποφάσισαν να μας

    συνοδέψουν σε αυτό το ταξίδι.

    Φυλακισμένο παραμύθι 3

    Ένιωσα να πλημμυρίζει η ψυχή μου από μια απίστευτη ηρεμία. Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Ήμουν ικανοποιημένος από το ξεκίνημα εκείνης της καινούργιας χρονιάς. Ειδικά αφού, μετά από δύο χρόνια στη φυλακή, είχα καταφέρει να ανταμώσω την οικογένειά μου με τη βοήθεια του ονείρου που είχα δει. Βέβαια, η «επίσκεψή» μου είχε επισκιαστεί από εκείνον τον μαύρο γάτο, τον οποίο μάλλον είχαν στείλει να με παρακολουθεί οι αυστηροί κανόνες της φυλακής. Ούτε ίχνος ελπίδας δεν μπορούσες να διακρίνεις, αν δεν απαλλασσόσουν πρώτα από δαύτους!

    Η σκέψη ότι είχα ακόμα τόσο πολύ καιρό να περάσω ανάμεσα σε αυτούς τους κρύους και έρημους τοίχους έκανε το πρόσωπό μου να σκοτεινιάσει. Αλλά συνήλθα γρήγορα, γιατί οι ονειρικές στιγμές κατά τις οποίες είχα καταφέρει να αντικρίσω το πρόσωπο της μητέρας μου, που μου έλειπε τόσο, αντιστάθμιζαν όλο τον πόνο. Ακόμα και ο φύλακας μου είχε συμπεριφερθεί ευγενικά εκείνο το πρωινό. Η ανθρωπιά του μου είχε δώσει ελπίδα! Όταν είσαι στη φυλακή, λίγοι είναι εκείνοι που μπορεί, ίσως εκ θαύματος, να ενδιαφερθούν για την υγεία σου.

    Αυτή η τελευταία σκέψη με έκανε να χαμογελάσω. Μήπως ο Ουρανός με αποζημίωνε για κάτι, προσφέροντάς μου εκείνες τις ευτυχισμένες στιγμές; Αλλά για τι πράγμα; αναρωτήθηκα απορημένος. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα το Παραμύθι που είχα αρχίσει να γράφω την προηγουμένη. Γύρισα αμέσως, σαν να με είχε σπρώξει κάποιος από πίσω. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο Κερί που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.

    — Τι να κάνει άραγε; αναρωτήθηκα κάπως ανήσυχος, βάζοντάς τα με τον εαυτό μου που το είχα ξεχάσει.

    Το Κερί μου κοιμόταν ήσυχο. Είχε στηρίξει το κεφαλάκι του πάνω στο ρολό του χαρτιού υγείας. Δεν είχε κουνηθεί από τη θέση στην οποία το είχα αφήσει το πρωί. Φαινόταν ότι κοιμόταν βαθιά, μετά από μια ολόκληρη νύχτα δουλειάς στο πλάι μου. Κοίταξα έπειτα το τετράδιο που είχα τελειώσει. Το στυλό κοιμόταν κι αυτό πάνω στο τετράδιο, στην ίδια θέση που το είχα αφήσει.

    Σημαίνει ότι ο Άνεμος είχε κρατήσει τον λόγο του, για πρώτη φορά απ’ όταν βρισκόμουν εκεί. Δεν είχε ακουμπήσει τίποτα μέσα στο κελί. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το παράθυρο, γεμάτος ευγνωμοσύνη απέναντι στον Άνεμο. Σκοτείνιαζε και με κατασκόπευε με παρακλητικό βλέμμα. Ήθελε να του επιτρέψω και πάλι να μπει στο κελί.

    Πλησίασα το παράθυρο. Με πονούσε η ψυχή μου να τον αφήσω έξω, αφού είχα δει ότι είχε τηρήσει τις υποσχέσεις του. Γι’ αυτό του πρότεινα:

    — Θα μπεις στο κελί, αλλά αύριο το πρωί. Κατά τη διάρκεια της νύχτας χρειάζομαι ζεστασιά για να μπορώ να συνεχίσω το παραμύθι μου. Σε παρακαλώ, μη μου θυμώνεις!

    Ο Άνεμος ζωήρεψε. Έγνεψε ότι κατάλαβε. Συμφώνησε με την πρότασή μου. Γύρισε χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο και άρχισε να χοροπηδά στην αυλή της φυλακής από τη χαρά του, παρασέρνοντας έναν σωρό νιφάδες. Μεγάλες και αφράτες, όπως αυτές των παιδικών παραμυθιών, έμοιαζαν να τις ρίχνουν από τον Ουρανό δύο αόρατα χέρια, περνώντας τις μέσα από ένα αραιό κόσκινο.

    Απομακρύνθηκα από το παράθυρο χαρούμενος που ό,τι με περιέβαλλε είχε πάρει πνοή. Πλησιάζοντας το τραπεζάκι, κάθισα πάνω στην καρέκλα και απελευθέρωσα αργά το Κερί από το ρολό του χαρτιού υγείας που περιέβαλλε το σώμα του, ώστε να μην το ξυπνήσω. Χρειαζόμουν όμως τη βοήθειά του. Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει! Έτσι, πήρα το κουτί με τα σπίρτα και άναψα το φυτίλι του Κεριού, δημιουργώντας μια μικρή κοκκινωπή φλογίτσα. Το Κερί ήταν νυσταγμένο. Άρχισε σιγά-σιγά να λειώνει, λάμποντας χάρη στη θερμότητα της φλόγας. Άνοιξε αμέσως τα ματάκια του. Τέντωσε τα χεράκια του και το στοματάκι του στράβωσε από ένα χασμουρητό, που κόντευε να φτάσει σε φάρδος τα ανοιγμένα του μπράτσα. Όταν με αντίκρισε και είδε ότι είμαι ευδιάθετος, χάρηκε πολύ:

    — Καλημέρα! μου είπε με κρυστάλλινη φωνή.

    — Χαίρεται, μόνο που είναι ήδη βράδυ! του απάντησα ζωηρά. Διασχίζουμε ήδη τα σύνορα ανάμεσα στις δύο αδελφούλες, τη Μέρα και τη Νύχτα.

    Το Κερί κοίταξε προς το παράθυρο. Στο πρόσωπό του άνθισε ένα χαμόγελο, που γεννούσε μια μεγάλη χαρά. Το Κερί γινόταν πάλι αφέντης του σκοτεινού κελιού. Ύψωσε το βλέμμα του και, με λεπτή φιλαρέσκεια, άρχισε να ταχτοποιεί περήφανα τη ζωηρή φλόγα του, σαν μια πριγκίπισσα που κάθε πρωί, μπροστά στον καθρέφτη, φτιάχνει τα μαλλιά της για να βάλει στο μέτωπό της, κάτω από το οποίο κρύβονται μόνο αθώες σκέψεις αγνής αγάπης, το χρυσό της στέμμα, στολισμένο με διαμαντένιες λάμψεις.

    Έτσι και το Κερί μου! Φτιαχνόταν για να εκπληρώσει την αποστολή του με μέγιστη υπευθυνότητα. Ήθελε το φως να φτάσει μέχρι την πιο σκοτεινή γωνίτσα του κελιού κι εγώ να είμαι ικανοποιημένος από την ευχάριστη συντροφιά του!

    Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε και το στυλό. Το πήρα στο χέρι μου και τοποθέτησα πάνω στο κρεβάτι το τετράδιο που είχα τελειώσει την προηγούμενη νύχτα. Το τραπέζι ήταν αρκετά μικρό κι εγώ προσπαθούσα να αφήσω όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο ελεύθερο για να μπορώ να γράψω.

    Άνοιξα έπειτα με προσοχή το ρολό με το χαρτί υγείας. Τη μια άκρη την άπλωσα πάνω στο τραπέζι, ενώ το υπόλοιπο το κρατούσα στην αγκαλιά μου προσεχτικά για να μην το σκίσω. Ήταν πολύ λεπτό.

    Ήμουν έτοιμος να γράψω:

    — Δηλαδή απόψε θα συνεχίσουμε; με ρώτησε το Κερί.

    — Ακριβώς, του απάντησα στοργικά, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου.

    — Αφέντη, αν δε σου κάνει μεγάλο κόπο, θα ήθελα να σε παρακαλέσω απόψε, όσο θα δουλεύεις, να λες ψιθυριστά τις λέξεις που θα γράφεις. Θέλω να ακούσω κι εγώ το παραμύθι! ήταν η επιθυμία του τόσο ζεστή, που για τίποτα στον κόσμο δε θα μπορούσα να του την αρνηθώ.

    Χθες τη νύχτα σε παρακολουθούσα που έγραφες συγκεντρωμένος, με μεγάλο ενθουσιασμό. Τα μάτια σου έλαμπαν, χάρη στα μυστήρια που καταλάβαινα ότι προσπαθούσες να αποκωδικοποιήσεις στα φανταστικά σου ταξίδια. Ένιωθα ότι δεν ήθελες να σε διακόψει κανείς, προσέθεσε το Κερί με νόημα. Προσπαθούσα να διαβάσω, αλλά ξέρεις ότι δεν έχω μάθει γράμματα... προσέθεσε, λυπημένο. Και η περιέργεια σχετικά με αυτά που γράφεις με τιμωρεί αυστηρά! Ούτε σήμερα, όταν κοιμόμουν, δε με άφησε σε ησυχία! θέλησε να φανεί πιο πειστικό.

    Χαμογέλασα και του έκλεισα το μάτι:

    — Φυσικά θα σου διαβάσω το παραμύθι..., του απάντησα κοιτώντας το προσεχτικά.

    Άρχισα, λοιπόν, να γράφω ψιθυρίζοντας ταυτόχρονα τη συνέχεια του παραμυθιού. Ήθελα να χρησιμοποιήσω το χαρτί υγείας για να γράψω, φυσικά, όπως είχα σχεδιάσει το πρωί! Δυστυχώς όμως δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσα να γράψω τις λέξεις όπως έπρεπε!

    Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι είχε τελειώσει και το μελάνι του στυλό, όχι μόνο το τετράδιο:

    — Θεέ μου, μόνο αυτό δεν πρέπει να συμβεί! είπα τρομοκρατημένος εξαιτίας εκείνης της σκέψης.

    Άνοιξα γρήγορα το στυλό, να το ελέγξω. Δεν «έφταιγε» αυτό. Είχε ακόμα λίγο μελάνι, αρκετό, πιστεύω, για εκείνη τη νύχτα, ίσως μάλιστα και για την επόμενη μέρα, αν θα είχα τη δύναμη να συνεχίσω. Φύσηξα τη μύτη του, την έτριψα ανάμεσα στις παλάμες μου, όπως έκανα συχνά στα παιδικά μου χρόνια, στο σχολείο, τις κρύες μέρες, όταν τα κάρβουνα δεν επισκέπτονταν τη σόμπα της τάξης μας. Πλησίασα τη μύτη του στυλό στη φλόγα του Κεριού. Έβαλα ανήσυχος το μελάνι πίσω στο στυλό. Το έκλεισα καλά και προσπάθησα πάλι. Το ίδιο αποτέλεσμα. Δεν έγραφε!

    — Τι να συμβαίνει άραγε; ανησύχησα. Γιατί δε θέλει να γράψει; το κοίταξα αναζητώντας την αιτία.

    Αλλά δεν βρήκα καμία εξήγηση. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το Κερί, ζητώντας του τη βοήθεια.

    — Ίσως, το καημένο, να χρειάζεται λίγη ζεστασιά; είπε το κερί την άποψή του. Αφού ξέρεις ότι ένα παγωμένο αντικείμενο δεν είναι χρήσιμο σε τίποτα, εκτός από την αιχμηρή του μύτη, με την οποία μπορεί κανείς να τρυπήσει οτιδήποτε, ακόμα και μια σοφή καρδιά. Μην ξεχνάς ότι ο κρύος άνεμος του χειμώνα έκατσε όλη τη μέρα στο κελί σου και έκανε ό,τι ήθελε ενώ εμείς κοιμόμασταν! είπε το Κερί ελαφρώς ενοχλημένο. Την προηγούμενη φορά που μπήκε στο κελί, χωρίς να τον νοιάζει ότι ήταν ανεπιθύμητος (τουλάχιστον από δικής μου πλευράς!), πάλι με το στυλό τα είχε βάλει... Το είχε πετάξει δυνατά με το κεφάλι πάνω στο πάτωμα και είχε πεταχτεί από τ’ αυτιά του το μελάνι! Δεν πιστεύω να το ξέχασες! Εσύ εξάλλου τον έδιωξες με το ζόρι, τιμωρώντας τον με αυτόν τον τρόπο για την αναίδειά του.

    Από τα λεγόμενα του Κεριού κατάλαβα ότι κρατούσε κακία στον Άνεμο. Ίσως επειδή είχε μείνει όλη τη μέρα μόνος του μέσα στο κελί ή επειδή εκείνο το πρωί του είχε κλέψει τη φλόγα. Το άκουσα με υπομονή, μη θέλοντας να του κάνω παρατήρηση, αλλά δεν μου είπε αυτό που ήθελα να μάθω. Πάντως, δε συμφωνούσα μαζί του.

    Έπρεπε να δοκιμάσω το στυλό πάνω σε ένα άλλο χαρτί. Ήθελα οπωσδήποτε να ανακαλύψω γιατί δεν έγραφε. Σηκώθηκα και, σκύβοντας πάνω από το τετράδιο που είχα αφήσει πάνω στο κρεβάτι, έγραψα μερικές λέξεις στην τελευταία του σελίδα, όπου είχε μείνει κενός ένας μικρός χώρος. Ναι! Όλα ήταν εντάξει! Μου φάνηκε μάλιστα ότι το στυλό αράδιαζε τις λέξεις με... ευχαρίστηση!

    — Αχά! είπα από μέσα μου. Άλλος είναι ο λόγος. Το χαρτί υγείας!

    Έδειξα στο Κερί ότι το στυλό δεν έφταιγε. Αυτό χαμήλωσε σεμνά το βλέμμα, ψιθυρίζοντάς μου ντροπιασμένο:

    — Λυπάμαι που τα έβαλα άδικα με τον Άνεμο, τον φίλο σου...

    — Είναι και δικός σου φίλος, όχι μόνο δικός μου. Μας επισκέφθηκε και τους δύο το πρωί, του απάντησα ειρηνικά.

    Αφήνοντας το τετράδιο πάνω στο τραπέζι, κοίταξα προς το παράθυρο για να δω αν ο Άνεμος είχε ακούσει τη συζήτησή μας. Δεν ήταν εκεί. Χάρηκα, γνωρίζοντας ότι το πρωί δε θα χρειαζόταν να του δώσω εξηγήσεις.

    — Άσε, δεν πειράζει! στράφηκα προς το Κερί, προσπαθώντας να το καθησυχάσω. Ήταν φυσικό να σκεφτείς τον Άνεμο, δεδομένων των πειραγμάτων του, την προηγούμενη νύχτα... Έτσι συμβαίνει πάντοτε όταν κάποιος κάνει μια φορά ένα λάθος. Τη δεύτερη φορά, είτε φταίει είτε όχι, τοποθετείται στην κορυφή της λίστας των υπόπτων! Το ένστικτό μας συγκρατεί πολύ πιο εύκολα τις κακές πράξεις από τις καλές. Οι πρώτες είναι αυτές που σκορπούν στους διαδρόμους του μυαλού μας διάφορους σκοτεινούς λεκέδες, τους οποίους δεν μπορούμε με τίποτα να ξεπλύνουμε. Μένουν και δεσπόζουν πολύ καιρό, πολλές φορές καταφέρνουν μάλιστα να κυριεύσουν το βλέμμα, το μυαλό, τον εγκέφαλό μας.

    Το Κερί ζωήρεψε λιγάκι ακούγοντάς με. Το είχα κάνει να πάψει να ντρέπεται. Θα καθόμασταν μαζί ολόκληρη τη νύχτα και δεν ήθελα να είναι στενοχωρημένο.

    — Και για να ησυχάσεις πλήρως, θα σου πω ότι η συζήτηση αυτή θα μείνει μόνο μεταξύ μας. Έτσι είμαι εγώ, μου είναι άγνωστα τα κουτσομπολιά..., είπα ψιθυριστά στο Κερί.

    Ξεφύσησε ανακουφισμένο. Φοβόταν τον Άνεμο, την απρόβλεπτη εκδίκησή του, αν και ήξερε πια ότι το μεγαλύτερο κακό που μπορούσε να του κάνει ήταν να του κλέψει τη φλόγα τη στιγμή που το περίμενε λιγότερο. Αλλά, με ένα απλό σπίρτο, το Κερί μπορούσε να ανακτήσει τη φλόγα του οποτεδήποτε. Με τη βοήθειά μου, φυσικά.

    Επέστρεψα στο τραπέζι αποφασισμένος να προσπαθήσω να γράψω πάνω σε εκείνο το χαρτί υγείας. Του έδωσα ακόμα μια ευκαιρία, προσπαθώντας να συμπεριφερθώ μαζί του με όσο το δυνατόν πιο λεπτό τρόπο. Το τοποθέτησα σαν εκλεκτό φτερό πάνω στο τετράδιο, το οποίο χρησιμοποίησα για στήριγμα. Ίσως το σκληρό ξύλο του τραπεζιού να μην το βόλευε. Κι έπειτα, το «τρυφερό» χαρτί του τετραδίου, που ήταν ήδη γεμάτο με το παραμύθι μου, θα μπορούσε να δανείσει στο χαρτί υγείας λίγη από την πλούσια «πείρα» του στη φιλοξενία των λέξεων.

    Μάταια όμως. Όλες μου οι προσπάθειες αποδεικνύονταν μάταιες. Ηττημένος, άφησα το στυλό πάνω στο τραπέζι και προσπάθησα να δω καλύτερα τι είχε εκείνο το χαρτί. Γιατί είχε πεισμώσει και δε δεχόταν το μελάνι του στύλο μου;

    Κρατώντας το απλωμένο κάτω από το φως του Κεριού, μπόρεσα τότε να δω το λεπτοκαμωμένο του «σώμα». Ήταν σαν ιστός αράχνης με πολύ αραιά ύφανση... Πώς θα μπορούσα να γράψω πάνω του; Δεν είχε πεισμώσει, όπως είχα πιστέψει, απλά αδυνατούσε να κάνει αυτό που του ζητούσα. Το είχε φτιάξει μάλλον το χέρι κάποιου τσιγκούνη...

    Πράγματι, το χαρτί υγείας που έδιναν στους κρατούμενους ήταν κάκιστης ποιότητας. Χειρότερο από οποιοδήποτε άλλο είχε τύχει να δω μέχρι τότε.

    Εν πάση περιπτώσει, δε με απασχολούσε αυτό, αλλά το γεγονός ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω να γράφω... Ήρθε στο μυαλό μου ένας από τους κρατούμενους της φυλακής. Ήταν μουσουλμάνος. Ένα καλό παλικάρι (ειδικά όταν κοιμόταν), στο οποίο είχαν αναθέσει μια σειρά από διοικητικές αρμοδιότητες στη φυλακή. Ήταν η «καμήλα» που διένειμε στα κελιά τα είδη προσωπικής υγιεινής.

    Του είχα ζητήσει κάποτε ένα επιπλέον ρολό χαρτί υγείας. Τον είδα που δίστασε. Ένιωθα ότι δεν ήθελε να μου το αρνηθεί, αλλά δεν μπορούσε να πάρει μόνος του την απόφαση. Κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα τον φύλακα που τον συνόδευε, ζητώντας του κατά κάποιον τρόπο την έγκριση.

    Οι κρατούμενοι που δούλευαν στη φυλακή, όσο πειθαρχημένοι κι αν ήταν (μη φανταστείτε ωστόσο ότι θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν το φωτοστέφανο των αγίων), δεν τους επιτρεπόταν ποτέ να κυκλοφορούν μόνοι τους μέσα στη φυλακή. Κι όχι απαραιτήτως επειδή είχαν εγείρει κάποιες υποψίες με τη συμπεριφορά τους, αλλά κυρίως για τη δική τους ασφάλεια. Οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να τους κάνουν κακό από τη ζήλια τους, όπως συμβαίνει με δυο σκυλιά που ζουν στο ίδιο νοικοκυριό. Το ένα είναι δεμένο σε ένα παλούκι και φυλάει μόνο την εξώπορτα από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, ενώ το άλλο αφήνεται ελεύθερο για να «φυλάξει» ολόκληρη την ελευθερία στη μεγάλη αυλή.

    Ο κίνδυνος παραμονεύει επίσης επειδή αυτοί οι κρατούμενοι που έχουν κάπως περισσότερα προνόμια, δεν προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες που τους ζητούν οι άλλοι, υπηρεσίες τις οποίες όμως απαγορεύει ο κανονισμός. Οι τελευταίοι γίνονται επιθετικοί και υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της εκδίκησης.

    Εκείνη τη μέρα, ο μουσουλμάνος κρατούμενος για τον οποίο μίλαγα συνοδευόταν από τον ίδιο φύλακα που είχε έρθει το πρωί στο κελί μου. Καλόκαρδος καθώς ήταν, του είχε επιτρέψει να μου δώσει ένα επιπλέον ρολό χαρτί υγείας. Μου το έδωσαν λέγοντάς μου αστεία:

    — Τζόρτζε (έτσι με έλεγαν στη φυλακή – το Γκεόργκε τους φαινόταν πολύ δύσκολο στην προσφορά)! Με αυτό το χαρτί σε συμβουλεύουμε να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από το να το χρησιμοποιήσεις στην τουαλέτα! Περισσότερο κινδυνεύεις να λερωθείς, αν το χρησιμοποιήσεις. Και όχι τίποτε άλλο... αλλά δε θα σου ξανασφίξουμε ποτέ το χέρι, όταν συναντηθούμε! Άκουσε με καλά: Το νερό είναι πιο αποτελεσματικό από αυτό το χαρτί υγείας..., συμπλήρωσε ο κρατούμενος.

    Γελάσαμε μαζί με το αστείο του, καταλαβαίνοντας τι ήθελε να πει. Ένα βεβιασμένο γέλιο, είναι αλήθεια, αλλά δεν έχω λόγια να σας εκφράσω πόσο σπάνια, πόσο ακριβή είναι στη φυλακή η ευκαιρία να χαρείς ένα χαμόγελο. Είναι μια πραγματική δόση υγείας, γιατί ζωηρεύει τις ρυτίδες και σε απελευθερώνει, έστω και για μια στιγμή, από το αβάσταχτο βάρος της κάθε στιγμής που περνάς εκεί.

    Στη φυλακή, όχι μόνο το χαρτί υγείας ήταν κακής ποιότητας, αλλά και η πλειοψηφία των προϊόντων, περίπου το 99%, ήταν ληγμένα. Συχνά έβρισκα σκουλήκια στο φαγητό ήδη από τη στιγμή που μας το έφερναν! Μπορούσα να τα δω μέσα από τους ζεστούς ατμούς να τριγυρίζουν ζαλισμένα μέσα σε αυτό που η διοίκηση της φυλακής ονόμαζε φαγητό. Αλλά αν τολμούσαμε να παραπονεθούμε στον φύλακα (ο κρατούμενος που τον συνόδευε δεν έφταιγε σε τίποτα, το μόνο που έκανε ήταν να κερδίζει μερικά επιπλέον χρήματα, γιατί υπήρχαν αρκετές ανάγκες εκεί, για να μπορέσεις να διατηρήσεις πάνω-κάτω την υγεία σου), αυτός μας έλεγε κοροϊδευτικά:

    — Έχετε το θράσος να ανοίγετε το στόμα σας και να ζητάτε δικαιώματα; Εσείς, τα παράσιτα της κοινωνίας; Θα έπρεπε να μας ευχαριστείτε που σας λυπόμαστε και σας δίνουμε να φάτε έστω και αυτό το φαγητό! έλεγε εξοργισμένος δείχνοντας το πιάτο.

    Ούτε να φανταστώ δεν ήθελα τι θα μας περίμενε αν φτάναμε στα χέρια του, αν θα έπρεπε να μας εξασφαλίζει αυτός το φαγητό με δικά του χρήματα.

    — Είστε απλά σκουλήκια, όπως αυτά τα οποία μου δείχνετε! Καλά θα κάνετε να αλληλοφαγωθείτε, να γλιτώσει ο κόσμος από σας! έλεγε τρίζοντας τα δόντια του με κακία.

    Δεν ξέρω τι γκριμάτσα θα έκανα, όταν τον άκουσα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, βλέποντας την έκφραση του προσώπου μου, μάλλον κατάλαβε ότι δεν ήμουν ένας από εκείνους που θα σώπαιναν από τον φόβο. Κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει τα όρια. Πολλοί φύλακες είχαν φάει ξύλο από τους κρατούμενους στη φυλακή εξαιτίας της υπεροπτικής τους συμπεριφοράς. Βέβαια, οι κρατούμενοι τιμωρούνταν αυστηρά μετά, αλλά ήταν ο μοναδικός τρόπος να «μάθουν τρόπους» στους φύλακες, θυμίζοντάς τους ότι έχουν να κάνουν με ανθρώπους, που μπορούν να αντιδράσουν στις προσβολές τους, και όχι με ζώα! Κάποιες φορές συμπεριφέρονταν λες και βρίσκονταν στο τσίρκο, σε ρόλο θηριοδαμαστών! Σύμφωνα με τον νόμο, δεν είχαν το δικαίωμα να μας συμπεριφέρονται έτσι. Βρισκόμασταν, εν πάση περιπτώσει, σε μια πολιτισμένη χώρα, όχι σε μία τριτοκοσμική χώρα, όπως μας έβλεπαν αυτοί...

    Θέλοντας μάλλον να διορθώσει την κατάσταση, ο φύλακας μου απευθύνθηκε σε τόνο που φανέρωνε την πονηριά του:

    — Μην ξεχνάς ότι στη χώρα μας τα σκουλήκια και τα βατράχια θεωρούνται λιχουδιές! Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνετε νάζια! Έτσι δεν είναι; απευθύνθηκε έπειτα στον κρατούμενο που έσπρωχνε το καρότσι με το φαγητό και που γνώριζε τις τοπικές συνήθειες, αν και καταγόταν από μια πρώην αποικία της χώρας που μας φιλοξενούσε.

    Ο κρατούμενος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του και συμφώνησε με τα λεγόμενα του φύλακα. Θεός φυλάξοι να διαφωνούσε! Θα έχανε αμέσως τη δουλειά του, την οποία τόσο χρειαζόταν. Του απάντησα με τη σειρά μου με ένα πικρό χαμόγελο. Συνεννοηθήκαμε έτσι, με το βλέμμα.

    Ο φύλακας ήξερε ότι είχαμε το δικαίωμα να κάνουμε καταγγελία, οπότε για να καλυφθεί για τα προσβλητικά λόγια που είχε πει νωρίτερα, έβαλε τα άπλυτα χέρια του στην κατσαρόλα με το φαγητό και ψάρεψε το σκουλήκι που του είχα δείξει. Έπειτα, με θεατρικές κινήσεις, το έβαλε στο στόμα του και το μασούλησε, ενώ με κοιτούσε με προκλητικό ύφος. Μου έδειχνε έτσι ότι είναι ένας πραγματικός «πατριώτης» και ότι «παλεύει» για το συμφέρον του έθνους του, σε όλα τα μέτωπα.

    Κατάλαβα με τι θηρίο είχα να κάνω και σε τι κίνδυνο θα βρισκόμουν αν συνέχιζα να εκφράζω απαιτήσεις σχετικά με τις συνθήκες της φυλακής, οπότε άλλαξα κάπως στάση. Ειδικά αφού τον είχα κάνει να φάει εκείνο το σκουλήκι, όχι από δική του ευχαρίστηση, όπως είχε υποστηρίξει, αλλά από την επιθυμία του να με προκαλέσει και να με «ηρεμήσει». Δεν έφαγα βέβαια τίποτα εκείνο το βράδυ...

    Καταλάβαινα ότι η πρωτοβουλία μου να ξεσηκωθώ μπορούσε να επηρεάσει και άλλους κρατούμενους και τότε ποιος ξέρει με τι κατάσταση θα ερχόταν αντιμέτωπη ολόκληρη η φυλακή, κάποια στιγμή. Όλοι φοβούνται τα κοντινά πλάνα των δημοσιογράφων, αφού είναι πάντοτε έτοιμοι να δημοσιεύσουν οποιοδήποτε σκάνδαλο! Με αυτά τα σκάνδαλα τρέφονται κάθε μέρα. Αν υπήρχε ειρήνη στη γη, μάλλον οι δημοσιογράφοι δε θα είχαν πλέον λόγο ύπαρξης σε αυτόν τον κόσμο!

    Γι’ αυτό τους φοβούνται κυρίως οι λεγόμενοι «πατριώτες», που περηφανεύονται με τους «ηρωισμούς» τους, που έτσι κι αλλιώς απέχουν από την πραγματικότητα της ζωής.

    Τελικά, όπως είχα αντέξει δύο χρόνια, είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να έχω υπομονή και να συνεχίσω να υπομένω. Να αντέξω μέχρι το τέλος, αν και κάθε χρονιά που πέρναγε οι «λιχουδιές» και τα «εδέσματα» για τα οποία μιλούσαν οι φύλακες γίνονταν όλο και πιο συχνό φαινόμενο. Άλλη δυνατότητα έτσι κι αλλιώς δεν είχα. Η υγεία μου εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις «βιταμίνες» τους, αηδιαστικές όπως ήταν. Ακόμα κι αυτές δεν είχα από πού αλλού να τις πάρω. Αισθανόμουν σαν αλυσοδεμένο σκυλί, αναγκασμένο να περιμένει μονίμως φαγητό μόνο από τα χέρια του αφέντη του, αφού εξαιτίας της αλυσίδας δεν μπορεί να βρει μόνο του τροφή.

    Είχα ακόμα πολύ καιρό να περάσω εκεί. Χρειαζόμουν ενέργεια, δύναμη, για να αντέξω πίσω από τα σκουριασμένα κάγκελα, όπου περνούσα τα όμορφα χρόνια της νιότης μου. Τα παρακολουθούσα να περνάνε, το ένα μετά το άλλο, από δίπλα μου. Παρηγορούμουν με τη σκέψη ότι αυτά τα χρόνια πήγαιναν να συνοδέψουν τον Αθάνατο Χρόνο σε κάθε γωνιά του Σύμπαντος. Θα ήθελα να μπορούσα να μιλήσω με τις στιγμές που μου έκλεβαν αυτά τα χρόνια και τα στερούσαν από τον δρόμο της ζωής μου! Ήθελα να τους πω ότι είμαι υποστηρικτής του αγώνα τους, ότι δεν είχα περάσει άδικα από τη ζωή, ότι είχα μετατρέψει κάθε μου εμπειρία σε πραγματικό σχολείο!

    Μη μπορώντας να κάνω διαφορετικά, οπλιζόμουν με γαϊδουρινή υπομονή και έλπιζα ότι, κάποια στιγμή, ο χρόνος θα αναγνώριζε την αξία μου. Πως θα θεωρούσε ότι ανήκω στην ομάδα των στιγμών του και θα με έπαιρνε πάλι μαζί του, να επισκεφθώ τους θησαυρούς της γης, όπως κάνουν πάντα οι στιγμές!

    Μεγάλος ήταν ο πόνος μου όταν έβλεπα ότι είχε περάσει ακόμα ένας χρόνος και δε με είχαν θυμηθεί... Με αγνοούσαν, λες και είχα κάνει κάποιο λάθος απέναντί τους! Αφού δεν μπορούσα να κοιμηθώ, μήνες ολόκληρους προσπαθούσα μετά τα μεσάνυχτα, γεμάτος αγανάκτηση, να ανακαλύψω το νόημα αυτού που έλεγαν οι άγιοι: «Ο χρόνος δεν μπορεί να αγγίξει αυτό που φυλάσσεται στο όνομα του Κυρίου». Είχα ακούσει αυτά τα λόγια πολλές φορές από κάποιους ηλικιωμένους συγγενείς μου, τις βροχερές μέρες, μπροστά στο νεκροταφείο.

    Σκεφτόμουν σαν αφελές παιδί. Άραγε να με «φύλαγαν» κι εμένα στο όνομα του Κυρίου μέσα σε εκείνο το κρύο τσιμεντένιο κτήριο; Έπρεπε να περιμένω υπομονετικά μέχρι να με λυπηθεί ο Κύριος και να με απελευθερώσει από εκείνο το πέτρινο φέρετρο;

    Στενοχωρήθηκα... Το κερί παρατήρησε την αλλαγή της διάθεσής μου και με κοίταζε συμπονετικά. Όταν είδα το πρόσωπό του, τίναξα το κεφάλι μου προσπαθώντας να απελευθερωθώ από το βάρος εκείνων των σκέψεων και θυμήθηκα ότι τελικά η συζήτηση με εκείνον τον «πατριώτη» φύλακα είχε πάει καλά. Εξάλλου δεν μπορούσε να κάνει κανένας μας διαφορετικά. Ο φύλακας, μέχρι τη σύνταξη, είχε ακόμα πολλά κελιά κρατουμένων να ανοίξει, οπότε δεν μπορούσε να προκαλέσει το μίσος τους. Εμένα πάλι δε με συνέφερε να τραβήξω πάνω μου την προσοχή με αρνητικό τρόπο.

    Ο φύλακας θα μπορούσε να χάσει τη δουλειά του εξαιτίας της περιέργειας των δημοσιογράφων απέναντι στο σκάνδαλο που θα μπορούσε να ξεσπάσει στη φυλακή, ενώ σε μένα θα προσθετόταν ακόμα μία ποινή, πέρα από αυτήν που ήδη εξέτια με μεγάλη δυσκολία. Επιπλέον, ήξερα από άλλους κρατούμενους, πιο πληροφορημένους, ότι πρέπει να προσέχω στις «συζητήσεις εναντίον της διοίκησης της φυλακής». Όσοι είχαν τολμήσει να κάνουν καταγγελίες κατά της ηγεσίας της φυλακής και είχαν παραπονεθεί για τις άθλιες συνθήκες δεν είχαν καταφέρει απολύτως τίποτα. Πίστευαν, οι ταλαίπωροι, ότι βρίσκονται σε μια μία δημοκρατική χώρα, που «παλεύει» συνεχώς για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων! Μία χώρα που σέβεται το δικαίωμα της άποψης, το δικαίωμα της απάντησης, που σε κάνει να ανατριχιάζεις με τις δηλώσεις της! Αλλά αυτές οι δηλώσεις αποδεικνύονται τελικά μόνο θεατρικές «φωνές» στον αέρα, κενά λόγια!

    Όπως έλεγα, οι θαρραλέοι μεταφέρονταν αμέσως σε άλλες φυλακές, ακριβώς όπως συμβαίνει και σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου, όταν οι παίχτες πασάρουν την μπάλα ο ένας στον άλλο με μοναδικό σκοπό την επιτυχία της «ομάδας». Το ίδιο κάνουν και οι φυλακές. Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο, όπως λέει και η λαϊκή σοφία. Κι εκεί, οι κρατούμενοι έρχονται αντιμέτωποι με πικρούς κανόνες εκπαίδευσης για τις ψυχές, το μυαλό, αλλά κυρίως για το σώμα τους. Όλα συμβαίνουν μέσα στα σκοτεινά υπόγεια των φυλακών, όπου το φως δεν μπορεί να μπει εξαιτίας της υγρασίας. Στους «θαρραλέους» κρατούμενους μένει πια μόνο να καταραστούν με καυτά δάκρυα την ώρα και τη στιγμή που ξεσηκώθηκαν. Μάταια, όμως. Κανένας δεν τους ακούει πια. Η πόρτα του κελιού τους δεν έχει ματάκι, ούτε ο ήχος έχει από πού να βγει προς αναζήτηση ενός αυτιού που να καταλάβει τα βάσανά τους.

    Τελικά, αν σκεφτούμε ψυχρά, με καθαρό μυαλό, τι έφταιγαν οι φύλακες που οι κρατούμενοι λάμβαναν χαλασμένο φαγητό, με σκουλήκια; Δουλειά τους ήταν να φυλάνε τους κρατούμενους, όχι να τους ταΐζουν... Κι έπειτα, πράγματι, για πολλούς φτωχούς λαούς, τα σκουλήκια αποτελούν ημερήσια πηγή τροφής... Εκεί κανένας δεν ονειρεύεται να ταξιδέψει σε άλλους πλανήτες, όπως κάνουν αυτοί από τις χώρες που θεωρούνται πολιτισμένες. Εκεί ονειρεύονται μόνο να εξασφαλίσουν την τροφή τους και για την επόμενη μέρα. Η διαδικασία του αποικισμού τους γονάτισε, βαραίνοντάς τους για πολύ καιρό, καθώς πολλοί ηγέτες του κόσμου έδρασαν «στο όνομα του Κυρίου», βεβηλώνοντας όμως το μεγαλείο Του...

    Γονάτισαν με θράσος τις μοίρες άλλων λαών, χτίζοντας με αυτές ένα δικαστικό σύστημα στο οποίο οι υποδουλωμένοι λαοί αποτίνουν φόρο τιμής μέχρι και σήμερα. Και επιπλέον παιδεύονται συνεχώς να διατηρήσουν τη «σκεπή» αυτού του διεφθαρμένου συστήματος, που χαλάει πάντα μετά την επίσκεψη των «διανοούμενων φιδιών» - πραγματικά τσιμπούρια που ρουφούν ανελέητα το αίμα από τα έτσι κι αλλιώς σάπια θεμέλια. Με το θολό τους μυαλό, θεωρούν ότι αυτό που έμεινε από τους προγόνους τους, που υποδούλωσαν άλλα έθνη και έκλεψαν την ταυτότητά τους, είναι τώρα δικαιωματικά δικό τους! Ποια είναι η χρησιμότητα των όμορφων λέξεων του Συντάγματος, που με στόμφο κυματίζουν μπροστά σε όλους, αφού οι ίδιοι είναι αυτοί που τις καταπατούν. Αρκεί το καημένο το Σύνταγμα να μένει πιστό μόνο στις σταγόνες του νερού που γλιστρούν σιγά-σιγά μέσα από τη σπασμένη σκεπή! Μόνο αυτές οι σταγόνες μπορούν να σε αγκαλιάσουν χωρίς να αποβλέπουν σε κάποιον άλλο σκοπό.

    Αχ, αλλά οι σκέψεις μου σκαρφάλωναν, οι ταλαίπωρες, σε ύψη που ήταν πολύ μεγάλα για την κατάσταση στην οποία εγώ βρισκόμουν. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, εκτός από το να ξεσηκώνομαι από μέσα μου...

    Προσπαθώντας να απελευθερωθώ από αυτές τις σκέψεις που με βασάνιζαν, είδα τότε μέσα από τις μεγάλες τρύπες του χαρτιού υγείας, την περίεργη φλόγα του Κεριού μου. Παρακολουθούσε τις γκριμάτσες που επισκέπτονταν το πρόσωπό μου, βιαστικές και νευρικές. Αισθάνθηκα ότι η σιωπή μου το είχε φτάσει στα όρια της υπομονής. Ύψωσε τη φλόγα του, σαν να ήθελε να εξετάσει κι αυτό το χαρτί υγείας, αλλά από τη δική μου οπτική γωνία, για να δει τι είχε καταφέρει να μου αποσπάσει την προσοχή σε τέτοιο βαθμό και να με μεταφέρει, πάνω στα φτερά των σκέψεων, μακριά από το ίδιο!

    Βλέποντας την παιδιάστικη έκφραση του προσώπου του, ήμουν έτοιμος να ξεσπάσω σε γέλια. Έδινε πολύ μεγάλη προσοχή στις κινήσεις του, γιατί κινδύνευε να βάλει κατά λάθος φωτιά στο χαρτί που κρατούσα στο χέρι μου. Συνειδητοποιούσε ότι θα με πλήγωνε με ένα τέτοιο του λάθος, ειδικά αφού ήξερε πόσο πολύ χρειαζόμουν το χαρτί.

    Το λυπήθηκα το καημένο το Κερί. Αλήθεια, δεν ήθελα να σπαταλά τις δυνάμεις του. Θέλοντας να το καθησυχάσω, άφησα πάνω στο τραπέζι το ρολό του χαρτιού υγείας, για να μπορέσει να μικρύνει τη φλόγα του και να παρατείνει έτσι τον χρόνο ζωής του.

    Σαν να είχα διαβάσει τις σκέψεις του. Ακριβώς αυτό έκανε. Μίκρυνε πάλι τη φλόγα και χαμήλωσε το βλέμμα του.

    — Είσαι εντάξει; το ρώτησα.

    — Ναι, έγνεψε χωρίς να με κοιτάζει. Εσύ; με ρώτησε με τη σειρά του, με χαμηλή φωνή.

    — Τι να πω... Γενικά, τολμώ να πω ότι είμαι καλά, αλλά η ψυχή μου αιμορραγεί... αναστέναξα εγώ.

    — Γιατί; με ανέκρινε, παίρνοντας λίγο θάρρος.

    — Να, μόνο εσύ ξέρεις πόσο πολύ χάρηκα όταν ανακάλυψα αυτό το χαρτί... Δυστυχώς όμως, δε θα μπορέσω να το χρησιμοποιήσω. Είναι πολύ λεπτό, δεν έχω τι να το κάνω... Είναι φτιαγμένο από τα χειρότερα υλικά... Και τώρα κάθομαι και σκέφτομαι πού θα μπορούσα να βρω ένα τετράδιο. Δε βρίσκω καμία λύση, δεδομένου ότι βρισκόμαστε στη φυλακή, προσέθεσα καρφώνοντας το βλέμμα μου στη σκουριασμένη πόρτα του κελιού.

    Το κερί στενοχωρήθηκε. Βίωνε πολύ έντονα όλα τα βάσανα που του εκμυστηρευόμουν. Συνοφρυώθηκε και έστρεψε το επιπληκτικό του βλέμμα προς το χαρτί υγείας, θεωρώντας το υπαίτιο της κατάστασής μου.

    — Αυτό σημαίνει ότι απόψε δε θα μπορέσεις να συνεχίσεις το παραμύθι σου..., αναστέναξε. Κι εγώ δε θα μπορέσω να τ’ ακούσω, αναστέναξε άλλη μια φορά. Θα πρέπει να κοιμηθούμε, ε;

    Αναστέναξα κι εγώ, αποφεύγοντας να του δώσω μια απάντηση.

    — Μα εγώ κοιμήθηκα όλη τη μέρα και τώρα δε νυστάζω..., επέμεινε το Κερί.

    — Κι εγώ κοιμήθηκα, συμπλήρωσα εγώ. Ούτε κι εγώ θέλω να πάω για ύπνο. Αλλά μην ανησυχείς, θα κάνουμε απόψε μαζί το σχεδιάγραμμα της ιστορίας μου, γιατί γι’ αυτό χρειάζεται χρόνος. Δε σκοπεύω να σταματήσω τη συνεχή ροή της. Ακριβώς όπως ένα ποτάμι που πηγάζει από τα πιο μακρινά βουνά και, ανεξάρτητα από τα εμπόδια που συναντά, κατευθύνεται προ τη θάλασσα. Αν ωστόσο συναντήσει κανένα εμπόδιο πολύ μεγάλο, τότε το ποτάμι σταματά για λίγο στα νερά μιας λίμνης. Αφού εμπλουτίσει τη λίμνη με τα συστατικά του, μόλις έρθει η κατάλληλη στιγμή, συνεχίζει τον δρόμο του, αφήνοντας πίσω του την καλή του πράξη προς τη Φύση, όπως προβλέπεται στα σχέδια του Θεού.

    Το Κερί ζωήρεψε μόλις με άκουσε. Αναζωογόνησε τη φλόγα του με λίγο κοκκινωπό χρωματάκι, ενημερώνοντάς με κατά αυτόν τον τρόπο ότι η απόφασή μου το χαροποιούσε πολύ. Ανασήκωσε επιτέλους το βλέμμα του και άρχισε να ρυθμίζει τη φλόγα του. Ετοιμαζόταν για την ώρα που θα περνούσαμε μαζί. Φαινόταν ότι ήταν συγκινημένο, σαν κορίτσι που ετοιμάζεται να βγει ραντεβού. Τρέχει γρήγορα από τον καθρέφτη στο κομμωτήριο και ετοιμάζεται για γιορτή.

    Εγώ επέστρεψα στις σκέψεις μου:

    — Πώς να βρω χαρτί; Από πού να πάρω ένα τετράδιο; Χρήματα δεν έχω για να μπορέσω να παραγγείλω ένα. Ακόμα κι αν είχα, θα έπρεπε να περιμένω δύο εβδομάδες μέχρι να μου το φέρουν, γιατί τόσο καθυστερούν τα δέματα... Πώς να μείνω τόσο καιρό μακριά από το παραμύθι μου; Με τρομοκρατούσε αυτή η σκέψη.

    Να δανειστώ από κάποιον ούτε που το διανοούμουν. Στη φυλακή, αν ζητούσες σε κάποιον κάτι χωρίς να τον πληρώσεις ή να του εγγυηθείς ότι μπορείς να του το επιστρέψεις, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ερχόσουν αντιμέτωπος με μια άρνηση. Αν ωστόσο εγκρινόταν το δάνειό σου, αλλά δεν κατάφερνες να το «αποπληρώσεις» εγκαίρως, ο κρατούμενος που σε είχε δανείσει έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Ήταν όμως μια «βρόμικη» απόφαση, μέσω της οποίας προστάτευε «την τιμή και το όνομα» που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Δεν έπρεπε να μάθουν οι υπόλοιποι κρατούμενοι ότι τον είχαν πιάσει κορόιδο. Ήταν πιθανό η ζωή του να γίνει ακόμα πιο δύσκολη και μπορούσε να περιμένει σε κάθε του βήμα να τον ξεγελάσουν πάλι. Οι κανόνες της φυλακής είναι πολύ αυστηροί, ίσως πιο αυστηροί από τους νόμους του κράτους, στην Ελευθερία...

    Γι’ αυτό η πλειοψηφία εκείνων που βρίσκονται στη φυλακή και διατηρούν όσο να ‘ναι το αίσθημα της ανθρωπιάς, έστω και παραμορφωμένο, προτιμούν να μη σου δανείσουν τίποτα. Προσπαθούν να αποφύγουν τέτοιες καταστάσεις σύγκρουσης. Άλλοι βέβαια τις αναζητούν ή και τις προκαλούν, επιδιώκοντας κάθε είδους φασαρίες. Ξέρουν ότι έτσι μπορούν να λάβουν δωρεάν υπηρεσίες, με τις οποίες να κερδίσουν τα προς το ζην για όλη την περίοδο κάθειρξης που τους έχει απομείνει. Βέβαια, μετά εξαπλωνόταν και η φήμη τους ανάμεσα στους υπόλοιπους κρατούμενους…

    Έτσι όπως σκεφτόμουν τις δυνατότητες που μου απέμεναν, ξαφνικά μου ήρθε μια άλλη ιδέα. Να κάνω μια Ανταλλαγή!

    — Αλλά τι να δώσω ως αντάλλαγμα για ένα τετράδιο; άρχισα να στύβω το μυαλό μου.

    Δεν είχα τίποτα που να έχει κάποια αξία. Τα ρούχα που είχα πάνω μου την ημέρα της φυλάκισής μου είχαν φθαρεί. Είχαν περάσει, όσο να ‘ναι, δυο χρόνια. Δεν ήταν πλέον καλά σε τίποτα, ίσως μόνο να τα φορέσει κανείς στη δουλειά. Τα παπούτσια μου είχαν σκιστεί και τις σόλες τους τις είχε φάει το ξελιγωμένο μπετό της αυλής της φυλακής, όπου μας επιτρεπόταν να κάνουμε βόλτα για μία ώρα, από τις 24 συνολικά που έχει δώσει ο Θεός στην ημέρα, την οποία έπλεξε από την ουρά του Αθάνατου Χρόνου. Αλλά η ανθρωπότητα, μέσα από τους νόμους της, μπορεί να απαγορέψει σε πολλούς τη χαρά εκείνων των στιγμών της ημέρας.

    Ωθούμενος από τη σωτήρια σκέψη μου, σηκώθηκα γεμάτος ελπίδα από την καρέκλα. Το ένστικτό μου με παρότρυνε να πάω να αναζητήσω αυτό που χρειαζόμουν. Έλπιζα να βρω έστω κι ένα ρούχο λιγότερο φθαρμένο, το οποίο να μπορώ να προσφέρω ως αντάλλαγμα για λίγο χαρτί, ούτε είχε πια σημασία πόσο…

    Έβγαλα τη σακούλα μέσα στην οποία κρατούσα τα ρούχα μου και την αναποδογύρισα πάνω στο κρεβάτι. Άρχισα να τα ξετυλίγω ένα-ένα, κοιτάζοντάς τα από κάθε μεριά, όπως είχα κάνει πολλές φορές, όταν ήθελα να βρω μια ενασχόληση ανάμεσα στους τέσσερις μοναχικούς τοίχους. Είχαν υπάρξει μέρες που αισθανόμουν ότι ο Χρόνος με είχε εγκαταλείψει εντελώς και εγώ είχα χάσει κάθε αίσθησή του. Παρατηρώντας όλα μου τα ρούχα, θυμόμουν τις ευτυχισμένες στιγμές, όταν τα είχα αγοράσει από φημισμένα καταστήματα, όταν ήμουν ελεύθερος. Θυμόμουν πως οι κάμερες που υπήρχαν στα καταστήματα μου έδιναν, ήδη από τότε, το αίσθημα του περιορισμού της Ελευθερίας. Τι θα έπρεπε να πω τώρα, που τη στερούμουν πλήρως…

    Αλλά πραγματικά δεν είχα τι να διαλέξω από τα ρούχα μου. Όλα ήταν σκισμένα, φαγωμένα στα μανίκια και τον γιακά. Με τέτοια πράγματα δεν μπορούσα να πάρω αυτό που ήθελα. Ούτε τσάμπα δε θα μπορούσα να τα δώσω, κατά πόσο να σκεφτώ κανένα αντάλλαγμα, αφού μπορούσα να βρεθώ σε μεγαλύτερους ακόμα μπελάδες… Στη φυλακή, τα αλμυρά νερά της άγνοιας έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου στους περισσότερους κρατούμενους. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν εξάλλου ποτέ τους μια σωστή αντίληψη σχετικά με τη ζωή. Στην ηλικία τους, βλέπουν τα πάντα ασπρόμαυρα. Τα υπόλοιπα χρώματα ίσως και να μην τα γνώρισαν ποτέ τους. Υπάρχουν αρκετοί γονείς που, όταν απευθύνονται στα παιδιά τους, τους λένε μόνο «δεν έχουμε» ή «δε γίνεται». Μόνο αυτό! Και οι συνέπειες αυτής της έλλειψης επικοινωνίας γίνονται έπειτα αισθητές κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωή τους… Και πολλοί σαν κι εμένα, που δε γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτοί βλέπουν τη ζωή, φτάνουν να πέσουν δίπλα τους στον ίδιο «μύλο» μιας τυφλής δικαιοσύνης, που δεν μπορεί να διακρίνει τον υγιή σπόρο από τον άρρωστο.

    Και το άζυμο «ψωμί» που βγάζει η δικαιοσύνη από ένα τέτοιο μείγμα καταφέρνει μόνο να δηλητηριάσει την Ελευθερία που χαίρεται ο λαός. Είναι ένα δηλητήριο που κάνει ολόκληρες γενιές να υποφέρουν.

    Έβαλα απογοητευμένος όλα τα ρούχα πίσω στη σακούλα και την έβαλα στη θέση της, κάτω από το κρεβάτι. Κατάλαβα ότι η πρωτύτερη ιδέα μου δε συγκαταλεγόταν στον κατάλογο των πιθανών λύσεων. Προσπαθώντας να συμφιλιωθώ με αυτήν την πικρή πραγματικότητα, μια άλλη σκέψη άνοιξε γρήγορα τον δρόμο της μπροστά από τις υπόλοιπες, αφού πρώτα κεραυνοβόλησε την καρδιά μου. Σαν ένα πουλάκι που θέλει να τραγουδήσει στον ρυθμό μιας όμορφης χορωδίας. Αναπήδησα μόλις αισθάνθηκα τη δύναμη αυτής της ιδέας. Δάκρυσα καθώς η αναστατωμένη μου ψυχή προσπαθούσε απελευθερωθεί από όλη την πίεση εκείνων των γεμάτων απελπισία στιγμών.

    Μέσα στο συνονθύλευμα των βιωμάτων που με είχαν καταβάλει, αισθάνθηκα και μία μεγάλη τύψη:

    — Πώς τολμάς να σκεφτείς να το ανταλλάξεις; με επέπληττε η φωνή της Συνείδησής μου.

    Το βλέμμα μου στράφηκε βαριά προς το μέρος του κρεβατιού. Από την ντροπή όμως γύρισα γρήγορα την πλάτη μου. Κίνησα απότομα προς την πόρτα, χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω. Αν βρισκόμουν έξω, πιστεύω ότι θα είχα ξεκινήσει να κάνω τον γύρο της γης για να απελευθερώσω τη Συνείδησή μου από αυτήν την ανάρμοστη ιδέα, που είχε καταντήσει στα ξαφνικά ένα ανυπόφορο βάρος για την τιμή της ψυχής μου.

    Αλλά καθώς ήξερα ότι η πόρτα του κελιού είναι αμπαρωμένη, αισθανόμουν ότι από την ντροπή της σκέψης που με ακολουθούσε θα μπορούσα να αρχίσω να κοπανάω το κεφάλι μου πάνω στην πόρτα, τιμωρώντας κατά αυτόν τον τρόπο τον κουρασμένο μου εγκέφαλο για τις απεγνωσμένες ιδέες που μου έστελνε. Πλησιάζοντας όμως την πόρτα, μια ηλιαχτίδα που γλιστρούσε μέσα από τα κάγκελα μου έκλεψε μεμιάς τα αισθήματα μίσους και εκδίκησης που με είχαν στριμώξει ανελέητα. Τα άρπαξε και τα έβγαλε στον διάδρομο της φυλακής. Ποιος ξέρει πού τα πήγε! Ίσως να τα μετέτρεψε σε ένα διαφορετικού είδους «επιδόρπιο» για τις πόρτες της φυλακής, πάνω στις οποίες η σκουριά δεν κατάφερνε καθόλου να κολλήσει. Μάλλον εκείνες οι πόρτες, που είχαν αποστολή να αμπαρώνουν μοίρες, θεωρούν ότι αξίζουν να είναι αθάνατες, όπως ο Χρόνος, και να τις προστατεύει το σύστημα δικαιοσύνης της χώρας.

    Ευχαρίστησα στον νου μου τις ηλιαχτίδες για την ανέλπιστη βοήθεια που μου είχαν προσφέρει. Πείστηκα (για ποσοστή άραγε φορά;) πως πάντα, όπου κι αν βρισκόμαστε, με οποιαδήποτε κατάσταση κι αν ερχόμαστε αντιμέτωποι, υπάρχει μία διέξοδος, μία λύση. Μόνο που χρειάζεται κάποια θυσία, καθώς οι επιθυμίες μας ζητούν κάποια προσφορά για να μπορέσουν να πάρουν πνοή.

    Ξαφνικά αισθάνθηκα πολύ πιο ήρεμος. Γύρισα προς το κρεβάτι που με είχε υπηρετήσει πιστά τα τελευταία δύο χρόνια. Έκανα στην άκρη το μπαλωμένο πάπλωμα και το ξεσκέπασα. Έβγαλα και το τσαλακωμένο σεντόνι, που ήδη από την αρχή της ύπαρξής του είχε επιθυμήσει τη ζεστασιά ενός σίδερου, για να μη μιλήσουμε για τη μυρωδιά κάποιου απορρυπαντικού. Κι εκεί, κάτω από το σεντόνι, πάνω στο στρώμα, βρισκόταν «σταυρωμένο» ένα Πουλόβερ.

    Με τα μανίκια απλωμένα, σε μορφή σταυρού, εκείνο ήταν το Πουλόβερ μου. Ήταν ό,τι είχα πιο ακριβό σε εκείνο το φριχτό μέρος. Μέσα από εκείνο διατηρούσα ζωντανό τον δεσμό μου με την οικογενειακή εστία. Πίστευα σε εκείνο το Πουλόβερ όπως πιστεύω στον Θεό! Έλπιζα ότι θα με σώσει από τα βάσανά μου. Το έβλεπα σαν μια άγκυρα, που σώζει κάθε φορά το τεράστιο πλοίο από την οργή των αχόρταγων κυμάτων.

    Το είχα βάλει εκεί ήδη από την πρώτη μέρα που είχα φτάσει στη φυλακή. Εκείνα τα δύο χρόνια, το είχα φορέσει μόνο την ημέρα των γενεθλίων μου και στη γιορτή της μητέρας. Το είχα απλώσει κατά αυτόν τον τρόπο, επειδή ήθελα το βράδυ, όταν πήγαινα για ύπνο, να αισθάνομαι ότι με «αγκαλιάζει» η ευσπλαχνία των γονιών, που μου έλειπε πολύ ήδη από όταν είχα αποχωριστεί τα Παιδικά Χρόνια. Ταυτόχρονα, ακουμπώντας το, αισθανόμουν ότι με προστατεύει και η θεϊκή δύναμη, γιατί ο Ίδιος ο Θεός είχε συμμετάσχει στη δημιουργία αυτού του Πουλόβερ, που ήταν φτιαγμένο από το ανοιχτόχρωμο μαλλί ενός εκλεκτού κριαριού.

    Το φίλησα με ευλάβεια, έπειτα το έβαλα με το μπροστινό μέρος προς τα κάτω και «σταυρώθηκα» πάνω του, με τα χέρια απλωμένα πάνω στα μανίκια του. Το μύρισα παίρνοντας βαθιές αναπνοές, όπως είχα κάνει πολλές φορές κατά τα δύο χρόνια της φυλάκισης. Ήθελα να βρισκόμασταν κάπου μόνο οι δυο μας, μακριά από τους τσιμεντένιους τοίχους του κελιού, με τον σκουριασμένο και στερημένο οποιουδήποτε ελέους σκελετό. Ήθελα να μπορούσαμε να συζητήσουμε μυστικά πολλά πράγματα που θέλαμε να πούμε ο ένας στον άλλο σχετικά με την ύπαρξή μας, την τόσο συνδεδεμένη με τις άγνωστες βουλές του Κυρίου.

    Αισθανόμουν την οικεία του μυρωδιά, την οποία ούτε και η υγρασία, που είχε κυριεύσει το κελί μου, δεν είχε καταφέρει με την κακία της να του την αρπάξει. Έφερε πάνω του την ευχάριστη μυρωδιά της Φύσης, τη μυρωδιά του σπιτιού και της παιδικής μου ηλικίας. Με τη βοήθειά του είχα καταφέρει πολλές φορές μέσα σε εκείνα τα δύο χρόνια να γυρίσω πίσω στον χρόνο και να ζήσω πραγματικά αξέχαστες στιγμές δίπλα στα αγαπημένα μου πρόσωπα. Ένιωθα ότι ήμουν και πάλι ξέγνοιαστο παιδί, έβλεπα τη μητέρα νέα, φωτισμένη από το αστραφτερό της χαμόγελο, γεμάτη ζωή, χωρίς τη συνοδεία των ρυτίδων των γεραμάτων...

    Αυτό το Πουλόβερ πάνω στο οποίο είχα κολλήσει γεμάτος νοσταλγία, θέλοντας να γίνω ένα μαζί του, είχε πλεχτεί ως συνέπεια ενός μαγικού θρύλου, βαθιά ριζωμένου στην παράδοση της πατρίδας μου. Κανείς δε γνώριζε πόσο παλιός ήταν αυτός ο θρύλος, αλλά φημιζόταν ότι τον είχαν φέρει με μεγάλη επισημότητα οι ίδιοι οι Άγιοι του Κυρίου, από το βασίλειό Του.

    Ο θρύλος μιλούσε για μια ξεχωριστή κοπέλα, για την οποία η πίστη στον Θεό είχε γίνει σαν δεύτερη μητέρα. Είχε φτάσει στην ωριμότητα και την έκαιγε η επιθυμία να γίνει μητέρα. Ήθελε να γεννήσει έναν γιο προς τιμήν του Κυρίου. Το είχε βάλει σκοπό και είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι, αν δεν αποδεικνυόταν άξια να της εκπληρωθεί αυτή της η επιθυμία, θα έμενε παρθένα και θα θυσίαζε τη ζωή της για την ενίσχυση της πίστης πάνω στη γη.

    Ακούγοντας την ειλικρινή και μεγάλη επιθυμία της, οι άγιοι κατάλαβαν ότι αυτό το κορίτσι ήταν ένα πλάσμα που είχε επιλέξει ο Κύριος για να του χαρίσει έναν γιο. Έτσι, μια χειμωνιάτικη μέρα, όταν οι χιονονιφάδες έπαιζαν πάνω στα μάγουλα όλων των πλασμάτων και τα έκαναν να κοκκινίσουν, οι άγιοι παρουσιάστηκαν μπροστά στο κορίτσι:

    — Θα πρέπει να περιμένεις – της είπαν αφού υποκλίθηκαν – μέχρι η όμορφη άνοιξη να επιστρέψει και πάλι στα μέρη σας, τα οποία φαίνεται ότι επέλεξε ο Κύριος. Τότε θα πας και θα γυρίσεις τους καταπράσινους κάμπους, μέχρι να βρεις ένα κοπάδι από πρόβατα που να φέρουν πάνω στο μαλλί τους όλα τα χρώματα της φύσης. Θα επιλέξεις από εκεί ένα κριαράκι. Ό,τι χρώμα θέλεις εσύ, όπως επιθυμείς να είναι ο γιος σου...

    Ακούγοντάς τους, το κορίτσι ανησύχησε. Κι αν έκανε λάθος επιλογή; Ρώτησε λοιπόν τους αγίους, για να είναι σίγουρη τι θα πρέπει να κάνει:

    — Μα... γιατί να μην επιλέξω μια προβατίνα; Γιατί πρέπει να είναι κριαράκι; Και τι σημαίνει ότι θα πρέπει να επιλέξω το χρώμα ανάλογα με το πώς θέλω να είναι ο γιος μου;

    — Θα επιλέξεις ένα κριαράκι, γιατί εσύ επιθυμείς έναν γιο. Αν έστω και για μια στιγμή θα είχες ποτέ στο νου σου να κάνεις μια κόρη, τότε θα σε είχαμε παροτρύνει να επιλέξεις μια προβατίνα, της εξήγησαν οι άγιοι. Σε ό,τι αφορά το χρώμα... να πώς έχουν τα πράγματα, συνέχισαν

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1