Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μετρό Λονδίνου: 7 Σταθμοί, 7 Ιστορίες
Μετρό Λονδίνου: 7 Σταθμοί, 7 Ιστορίες
Μετρό Λονδίνου: 7 Σταθμοί, 7 Ιστορίες
Ebook171 pages1 hour

Μετρό Λονδίνου: 7 Σταθμοί, 7 Ιστορίες

Rating: 4 out of 5 stars

4/5

()

Read preview

About this ebook

Μετρό Λονδίνου:

Επτά διαφορετικοί σταθμοί που παίζουν ρόλο σε επτά διαφορετικές ιστορίες.

Επτά σταθμοί που επηρεάζουν τις ζωές διαφόρων επιβατών.

Ένα ταξίδι από την γέννηση του μετρό στο Λονδίνο έως και τις μέρες μας.
LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateJun 17, 2013
ISBN9781909550995
Μετρό Λονδίνου: 7 Σταθμοί, 7 Ιστορίες

Related to Μετρό Λονδίνου

Related ebooks

Reviews for Μετρό Λονδίνου

Rating: 4 out of 5 stars
4/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μετρό Λονδίνου - Εύη Ρούτουλα

    ζην.

    ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

    Ο Ντέιβιντ Μπόουι στο τραγούδι του Five years αναφέρει ότι «ποτέ του δεν είχε σκεφτεί ότι θα χρειαζόταν τόσους ανθρώπους». Κάπως έτσι ένιωσα και εγώ όταν έγραψα αυτές τις ιστορίες: δεν είχα φανταστεί ότι θα χρειαζόμουν τόσους χαρακτήρες για να πω όλα όσα ήθελα να πω. Κάποια στιγμή τα θέλω τους και οι αποφάσεις τους μου ξέφυγαν, αποφάσιζαν πλέον οι ίδιοι για την πορεία της ζωής τους. Έτσι λοιπόν εδώ, αντί να γράψω λίγα λόγια για την ιστορία του μετρό του Λονδίνου προτιμώ να ευχαριστήσω τους συνοδοιπόρους μου σε αυτό το ταξίδι: την Μαίρη, την Εκάβη και τον Ρόντνει, τον Σερ Έντουαρντ Μπέρεφορντ και τον Τζέικ Φλέτσαμ, τον Πίτερ και την Λούσι, τον Κλάους και την Λέα, την Ελισάβετ και τον Ντιέγκο και κάποιους τρελούς που βρέθηκαν στον σταθμό του Πικαντίλι.

    Λονδίνο, Ιούνιος 2013

    Ι. ΑΛΝΤΓΟΥΙΤΣ

    Η Μαίρη Τσάπμαν έψαξε νευρικά στις τσέπες του καμηλό παλτού της να βρει το δερμάτινο, μικρό πορτοφόλι της. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών και το έτεινε στο ψηλόλιγνο κορίτσι. Η Μαίρη της έριξε μια ντροπαλή, φευγαλέα ματιά. Το κορίτσι προσπαθούσε να της δώσει ρέστα ενώ με το άλλο χέρι της πρόσφερε το μπουκέτο που είχε διαλέξει. Ήταν ένα μικρό μπουκέτο με κίτρινα και ροζ λουλούδια. Η Μαίρη δεν ήταν σίγουρη για το όνομά τους, ποτέ δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κηπουρική. Για αυτήν, τα λουλούδια αποτελούσαν μόνο ενδείξεις. Ενδείξεις φιλίας, έρωτα, πένθους. Υπενθυμίσεις επετείων, γιορτών και πρεμιέρων. Ήταν μια όμορφη, μικρή και όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή ανθοδέσμη. Την κράτησε στο ένα της χέρι καθώς έπαιρνε ένα νόμισμα των δύο λιρών από το κορίτσι. Το έχωσε βιαστικά στο πορτοφόλι της και ξανακοίταξε την νεαρή. Δεν ήταν Αγγλίδα. Ήταν ολοφάνερο από την προφορά της αλλά και από την όλη εμφάνισή της. Άλλη μια μετανάστρια που έψαχνε για μια καλύτερη ζωή σε μια ξένη χώρα. Ήταν τόσο πολλοί πλέον. Έρχονταν από όλα τα μέρη του κόσμου κυνηγημένοι από την φτώχεια, από πολιτικές καταστάσεις που δεν είχαν διαλέξει και που δεν ευθύνονταν για αυτές. Έρχονταν συνέχεια ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον. Έμεναν σε σπίτια του βόρειου και του δυτικού Λονδίνου πληρώνοντας μηνιαίο ή εβδομαδιαίο νοίκι. Μοιράζονταν την κουζίνα και το μπάνιο συνήθως με τρεις ή και περισσότερους ενοίκους: φοιτητές, επαρχιώτες, άλλους μετανάστες. Ανελάμβαναν όλες τις δουλειές που προσφέρονταν: γκαρσόνια, ψήστες, υπάλληλοι σε πολυκαταστήματα. Αν δεν δημιουργούσαν προβλήματα και αν ήταν αρκετά τυχεροί, ίσως να έμεναν για όλη τους την ζωή στο ξένο κομμάτι αυτής της γης, θα παντρεύονταν, θα έκαναν παιδιά και ποτέ δεν θα ξεχνούσαν να στείλουν στους πιο άτυχους που έμειναν πίσω λίγα χρήματα. Η Μαίρη ξανακοίταξε το κορίτσι, της χαμογέλασε ευγενικά, την ευχαρίστησε και έφυγε. Της ευχήθηκε σιωπηλά «καλή επιτυχία» στην ζωή που είχε διαλέξει.

    Ο σταθμός του Τσάρινγκ Κρός ήταν γεμάτος με ανθρώπους που περπατούσαν βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Μαίρη κράτησε χαλαρά το μπουκέτο στην αγκαλιά της, βγήκε από τον σταθμό και άρχισε να περπατά κατά μήκος του Στραντ. Ήταν μεσημέρι και η κίνηση ήταν μεγάλη. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου μερικοί τουρίστες πόζαραν σε φωτογραφικές κάμερες στην προσπάθειά τους να μαζέψουν αναμνήσεις. Η Μαίρη τους κοίταξε αφηρημένα και σκέφτηκε πως τελικά ίσως αυτό ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή: να μαζεύεις αναμνήσεις. Τα χρόνια περνούσαν τόσο γρήγορα, τίποτα δεν έμενε πίσω. Ο χρόνος είχε ένα μαγικό τρόπο να σκοτώνει τα πάντα. Άλλωστε κι αυτή για αυτό είχε έρθει σήμερα εδώ. Για τις αναμνήσεις της. Ένα ημερήσιο ταξίδι στην πρωτεύουσα για να αντικρίσει τις αναμνήσεις της. Η Μαίρη δεν έμενε πλέον στο Λονδίνο. Το είχε εγκαταλείψει τριάντα χρόνια πιο πριν. Είχε διαλέξει την εξοχική ηρεμία του Λούτον. Είχε παντρευτεί έναν ήσυχο άνθρωπο. Είχαν διαλέξει μαζί το μικρό, διώροφο σπιτάκι κοντά στο αεροδρόμιο του Λούτον. Ήταν ένα άνετο και συμπαθητικό σπίτι με έναν μικρό κήπο στο πίσω μέρος. Για την Μαίρη και τον άντρα της αυτή ήταν η καλύτερη λύση. Το κόστος της ζωής ήταν πολύ μικρότερο στην επαρχία και η ποιότητα της ζωής ήταν πολύ καλύτερη. Δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά αλλά ζούσαν αρμονικά μαζί και τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα και με μια μονότονη ευτυχία. Η Μαίρη είχε δύο σκυλιά, δυο πανέμορφα λαμπραντόρ και αργά το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει, καθόταν στον κήπο και απολάμβανε την συντροφιά των σκυλιών της. Η Μαίρη και ο άντρας της επισκέπτονταν το Λονδίνο σπάνια, μια- δυο φορές το χρόνο. Πήγαιναν μόνο για να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις ή για να αγοράσουν κάτι που μπορεί να μην έβρισκαν στο Λούτον.

    Η Μαίρη συνέχισε να περπατά στην Στραντ και σκέφτηκε πως αυτό το ημερήσιο ταξίδι ήταν πιο πολύ ένα προσκύνημα στα παιδικά της χρόνια. Ένα προσκύνημα για να τιμήσει την μητέρα της που δεν ζούσε πια. Ένα προσκύνημα σ’ έναν σταθμό του μετρό που δεν υπήρχε πλέον.

    Καθόταν αναπαυτικά στο σαλόνι της στο διώροφο σπιτάκι της στο Λούτον και έβλεπε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Δεν θυμόταν πλέον πιο κανάλι ήταν: το κανάλι τέσσερα ή το BBC, αλλά δεν είχε και τόση σημασία! Ήταν τότε που άκουσε για πρώτη φορά ότι ο σταθμός Άλντγουιτς της γραμμής Πικαντίλι θα έκλεινε για πάντα. Είχε κοκαλώσει στην θέση της, κοίταζε την οθόνη της τηλεόρασης χωρίς να ακούει πλέον τίποτα. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησε ότι δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Όταν γύρισε ο άντρας της την βρήκε καθισμένη εκεί με ένα άδειο βλέμμα και με ένα ποτήρι γεμάτο ουίσκι στο χέρι της. Τότε, εκείνο το βράδυ, μέσα σ’ εκείνο το σαλόνι, με την οθόνη της τηλεόρασης να τρεμοφέγγει, άφησε τον εαυτό της να ταξιδέψει πενήντα ολόκληρα χρόνια πίσω, τότε που ήταν ένα μικρό παιδί και αφηγήθηκε στον άντρα της τα πάντα.

    Πέρασαν μήνες από εκείνο το βράδυ και η Μαίρη δεν μπορούσε να ησυχάσει, δεν μπορούσε να ξαναβρεί την ήρεμη μονοτονία της. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, τάιζε και έπαιζε με τα σκυλιά της, έκανε έρωτα με τον άντρα της, ψώνιζε τα πράγματα που ψώνιζε μια ολόκληρη ζωή αλλά κάτι είχε αλλάξει. Κάτι την είχε σημαδέψει.

    Και μια στιγμή, τελείως ξαφνικά, την ώρα που έστιβε ένα πορτοκάλι ή ίσως την ώρα που άλλαζε νερό στο μπολ των σκύλων, της ήρθε η ιδέα να επισκεφτεί το Λονδίνο, να πάει σ’ εκείνο το μέρος ξανά. Ο σταθμός είχε κλείσει μήνες τώρα, στις τρεις Οκτωβρίου του χίλια εννιακόσια εννενήντα τέσσερα. Ήταν μια ημερομηνία που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Την είχε σημειώσει με μαρκαδοράκι στο ημερολόγιο της κουζίνας της. Αλλά το μέρος ήταν ακόμα εκεί, η Στραντ ήταν ακόμα εκεί, η Σάρει Στριτ ήταν ακόμα εκεί. Αυτό δεν θα άλλαζε. Κι αυτό μπορούσε να πάει να το δει. Θα ήταν ένας φόρος τιμής στις παιδικές της αναμνήσεις.

    Έτσι μια κρύα ημέρα του Μαρτίου βρέθηκε στον σταθμό του Τσάρινγκ Κρος να διαλέγει ένα μπουκέτο λουλούδια και τώρα τα βήματά της την έφερναν όλο και πιο κοντά στο μέρος που κάποτε υπήρχε ο σταθμός Άλντγουιτς.

    Η Μαίρη δεν είχε ποτέ της ενδιαφερθεί για την ιστορία, τα γεγονότα είτε παγκόσμια είτε τοπικά περνούσαν χωρίς να αφήνουν πίσω τους το παραμικρό σημάδι για αυτήν. Η σκέψη της ήταν απλοϊκή και της ήταν δύσκολο να κάνει συνδυασμούς αιτίας και αποτελέσματος στο μυαλό της. Δεν μπόρεσε ποτέ της να καταλάβει πώς ένας απλός κοινοβουλευτικός κανόνας είχε την δύναμη να ευθύνεται για εκατοντάδες θανάτους σε μια μακρινή, άγνωστη χώρα! Αλλά ένα πράγμα ήξερε καλά κι αυτό ήταν η ιστορία του σταθμού Άλντγουιτς.

    Στο σημείο που η Σάρει Στριτ τέμνει την Στραντ, η Μαίρη έστριψε δεξιά. Βρισκόταν στο κέντρο της πιο μεγάλης πρωτεύουσας της Ευρώπης, οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι κι όμως κανένας δεν την κοίταξε ούτε για μια στιγμή όταν άφησε το μπουκέτο με τα λουλούδια πάνω στις κρύες πλάκες του πεζοδρομίου εκείνο το μεσημέρι, μπροστά από το κτήριο που κάποτε υπήρξε ο σταθμός Άλντγουιτς.

    Στάθηκε εκεί κοιτάζοντας το κενό γιατί δεν μπορούσε να δει τίποτα. Σ’ αυτό το επιβλητικά όμορφο, κοκκινότουβλο κτήριο κάποτε, πολλά χρόνια πριν την γέννηση της Μαίρης, πολλά χρόνια πριν την γέννηση της μητέρας της Μαίρης, στεγαζόταν το βασιλικό θέατρο της Στραντ. Πόσες παραστάσεις θα είχαν δοθεί εκεί μέσα. Πόσοι ηθοποιοί θα είχαν δοκιμαστεί, πόσοι από αυτούς θα είχαν ζήσει θριάμβους και αγωνίες. Πόσες πρεμιέρες λαμπερές και επιτυχημένες. Ποιος βασιλιάς και ποια πριγκίπισσα θα είχαν απολαύσει καθισμένοι αναπαυτικά στο βασιλικό θεωρείο τις φράσεις του Σαίξπηρ και του Μολιέρου.

    Η Μαίρη αναρωτήθηκε πόσος κόσμος περνούσε από εκεί κάθε μέρα: Λονδρέζοι, Άγγλοι, μετανάστες, τουρίστες, φοιτητές, πολιτικοί και ηθοποιοί, απλοί εργαζόμενοι που διέσχιζαν αυτόν τον δρόμο για να πάνε στις δουλειές τους. Πόσοι από αυτούς θα ήξεραν την ιστορία αυτού του κτηρίου; Το χίλια εννιακόσια επτά στο ίδιο κτήριο που κάποτε στέγαζε το βασιλικό θέατρο της Στραντ, άνοιξε για πρώτη φορά ο σταθμός που ονομάστηκε Στραντ. Βρισκόταν στην καρδιά του Γουέστ Εντ, δίπλα στο Κόβεν Γκάρντεν και εξυπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία τους θεατρόφιλους της εποχής. Λίγα χρόνια αργότερα ο σταθμός μετονομάστηκε σε Άλντγουιτς.

    Η Μαίρη δεν ενδιαφερόταν για την ιστορία αλλά ήξερε τα πάντα για αυτόν τον σταθμό. Είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα και ενστικτωδώς σήκωσε το γιακά του παλτού της. Κοίταξε για τελευταία φορά τα λουλούδια που είχε αφήσει μπροστά στο κοκκινότουβλο κτήριο. Ο αέρας θα τα έπαιρνε αργά ή γρήγορα εκτός αν τα πατούσαν πρώτα οι περαστικοί. Αλλά δεν είχε σημασία για την Μαίρη. Τα λουλούδια για αυτήν αποτελούσαν ένα σύμβολο και τίποτα πάρα πάνω.

    Εξαντλημένη από το κρύο, το ταξίδι και το βάρος των αναμνήσεων της παιδικής της ηλικίας, η Μαίρη μπήκε στην πρώτη παμπ που συνάντησε στον δρόμο της, παρήγγειλε μια μαύρη μπύρα Γκίνες και κάθισε σε ένα γωνιακό τραπέζι. Η παμπ ήταν μισογεμάτη. Ήταν ευχάριστο να ακούει τις ξένοιαστες φωνές των θαμώνων. Έβγαλε το παλτό της κι έγειρε πίσω στο κάθισμά της.

    Και τότε άνοιξε για πρώτη φορά μετά από πενήντα χρόνια την πόρτα των συναισθημάτων της. Ένιωσε το μικρό της χεράκι να κρατάει με πείσμα και δύναμη το μεγαλύτερο χέρι της μητέρας της. Ένιωσε τα ποδαράκια της να τρέχουν με βία στους σκοτεινούς δρόμους της Στραντ και της Σάρει Στριτ. Άκουσε καθαρά την φωνή της μητέρας της να την καλεί να τρέξει πιο γρήγορα.

    «Έλα Μαίρη, λίγο ακόμα και μετά θα είμαστε ασφαλείς! Έλα, μικρή μου, μπορείς να τρέξεις λίγο πιο γρήγορα!»

    Οι σειρήνες γύρω τους στρίγκλιζαν. Κόσμος, άγνωστος κόσμος έτρεχε πανικόβλητος χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση για τον προορισμό του. Η μητέρα της Μαίρης έτρεχε σταθερά και αποφασιστικά προς τον σταθμό του Άλντγουιτς. Έσπρωχνε τους περαστικούς με αγένεια, με την δύναμη που δίνει μόνο η προσπάθεια για επιβίωση. Ήταν το τρίτο βράδυ στην σειρά που στρίγκλιζαν οι σειρήνες. Ήταν το τρίτο βράδυ που οι Γερμανοί βομβάρδιζαν το Λονδίνο. Ήταν Σεπτέμβριος του χίλια εννιακόσια σαράντα. Η μητέρα της Μαίρης κρατούσε με το ένα χέρι σφιχτά το μικρό χεράκι της κόρης της, την τραβούσε με βία σχεδόν. Ήξερε πως η μοναδική σωτηρία

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1