Sie sind auf Seite 1von 33

Λαοί και φύλα της αρχαίας Μακεδονίας  

 
Από τον : Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη 
Πηγή: http://ethnologic.blogspot.com/ 
Τελευταία Ενημέρωση: 18‐11‐2009 
 

 
 
Πολλά  από  τα  τοπωνύμια  της  αρχαίας  Μακεδονίας  (βλ.  Χάρτη  Αρχαία  Μακεδονία) 
χρησιμοποιήθηκαν  (μετά  την  απελευθέρωσή  της  το  1912)  και  πάλι  από  την  ελληνική 
Πολιτεία,  για  την  ονομασία  κυρίως  επαρχιών,  σύμφωνα  με  την  παλαιότερη  διοικητική 
διαίρεση της χώρας μας. 
 
Μόνον για τους Νομούς Πέλλας, Πιερίας, Ημαθίας και Χαλκιδικής χρησιμοποιήθηκαν 
αρχαίες  ονομασίες,  για  τον  μεν  πρώτο  το  όνομα  της  νεώτερης  πρωτεύουσας  του 
Μακεδονικού βασιλείου, για τον δεύτερο η αρχαία ονομασία της περιοχής, που είχε δοθεί 
από  τους  Μάγνητες,  για  τον  τρίτο  το  αρχαίο  τοπωνύμιο  [Ημαθία/Ψαμαθία  (Ησύχιος)  = 
αιγιαλός,  αμμώδης  περιοχή/χώρα]  με  το  οποίο  ήταν  γνωστή  σε  παλαιότερες  εποχές  η 
Μακεδονία (πριν από την εγκατάσταση του φύλου των Μακεδόνων) και για τον τέταρτο 
η αρχαία ονομασία, που προήλθε από τους αρχαίους Χαλκιδείς αποίκους των παραλίων. 
 
Στις  περισσότερες  επαρχίες  των  Νομών  της  Μακεδονίας  χρησιμοποιήθηκαν,  όπως 
προαναφέραμε τα αρχαία τοπωνύμια, τα οποία είχαν προκύψει, στην συντριπτική τους 
πλειονότητα,  από  τα  ονόματα  διαφόρων  φύλων  που  είχαν  εγκατασταθεί  στις  περιοχές 
αυτές.  Προφανώς,  τα  αρχαία  τοπωνύμια  δεν  συνέπιπταν  εδαφικά  απολύτως  με  τις 
νεώτερες  επαρχίες,  αλλά  κάλυπταν  σε  γενικές  γραμμές  τις  αντίστοιχες  περιοχές  της 
αρχαιότητας.  Μέχρι  πρόσφατα  λοιπόν  υπήρχαν  στους  διάφορους  Νομούς  της 
Μακεδονίας  «Επαρχίες»  με  αρχαίες  ονομασίες  όπως  Επαρχία  Αλμωπίας  (στον  Νομό 
Πέλλας),  Επαρχίες  Σιντικής,  Βισαλτίας  (στον  Νομό  Σερρών),  Παιονίας  (στον  Νομό 
Κιλκίς), Επαρχία Εορδαίας (Νομός Κοζάνης). 
Ποιοι  ήσαν  όμως  οι  Άλμωπες,  οι  Βισάλτες,  οι  Παίονες,  οι  Εορδοί,  οι  Σίντοι  ή  Σιντοί, 
αλλά και οι Πίερες, οι Σίθωνες, οι Οδόμαντες, οι Ηδωνοί, οι Ορέστες, οι Λυγκηστές, οι 
Ελιμιώτες, οι Πελαγόνες, οι Μάγνητες κ.λπ.; 
 
Στις  αναρτήσεις  που  θα  ακολουθήσουν  θα  προσπαθήσουμε  να  παρουσιάσουμε  όσες 
πληροφορίες έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα για αυτούς τους αρχαίους λαούς και τα φύλα, 
που  κατοικούσαν  στον  χώρο  της  αρχαίας  Μακεδονίας.  Υπενθυμίζουμε  ότι  για  Παίονες 
και Παιονία υπάρχει πρόσφατη ανάρτηση (Κυριακή, 01 Νοεμβρίου 2009). 
 

 
 
Για  περισσότερες  πληροφορίες,  αλλά  και  για  την  πληρέστερη  ενημέρωση  των 
αναγνωστών,  συστήνουμε  την  ανάγνωση  του  εισαγωγικού  κεφαλαίου  με  τον  τίτλο 
«Ιστορικό  Περίγραμμα»  από  το  βιβλίο:  «Λεξικό  των  Αρχαίων  Ελληνικών  και  περι‐
ελλαδικών  φύλων»  –  ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ  (β΄  έκδοση  συμπληρωμένη)  Θεσσαλονίκη  2004, 
[Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ Ερμού 61 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ] καθώς και 
το  βιβλίο  των  Σάκη  Τότλη‐Δημήτρη  Ευαγγελίδη:  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ  χθες  και  σήμερα 
(Έκδόσεις Μέτρο, 2009), το οποίο εκδόθηκε αρχικά από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση 
Πέλλας και διανεμήθηκε σε Σχολεία, Συλλόγους και πολίτες. 
 

 
 
Αρχαίοι Μακεδόνες: 
 

 
Χάρτης 1 Αρχικές εγκαταστάσεις Πρωτο‐ελληνικών φύλων (2200/2100 π.Χ.) 
 
Καταγωγή – Γλώσσα – Αρχικές εγκαταστάσεις 
 
Οι  Μακεδόνες  υπήρξαν  ένα  από  τα  σπουδαιότερα  αρχαιοελληνικά  φύλα,  που  με  τις 
κατακτήσεις τους του 4ου αιώνα π.Χ. θα διαδώσουν σε τεράστιες εκτάσεις της Ασίας και 
της  Αφρικής,  τον  ελληνικό  πολιτισμό.  Οι  Μακεδόνες,  όπως  αποδεικνύουν  στοιχεία  της 
νεώτερης έρευνας (βλ. Ιστορία Ελληνικού ΄Εθνους «Εκδοτική Αθηνών» 1971, τομ. Β΄ σελ. 
237),  ήσαν  συγγενείς  με  τους  Μάγνητες,  ένα  άλλο  αρχαιοελληνικό  φύλο. 
Η ονομασία και των δύο φύλων προέρχεται από την ρίζα μακ‐ που σημαίνει μέγεθος, με 
την  ειδικότερη  έννοια  ύψος,  την  οποία  συναντάμε  και  στις  ελληνικές  λέξεις  μάκος‐
μήκος,  μακρός  κ.λ.π.  Οι  Μάγνητες  θεωρούνται  μάλιστα  από ορισμένους  ερευνητές  (βλ. 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ  –  «Εκδοτική  Αθηνών»  1982,  σελ.  63)  ως  κλάδος  των  Μακεδόνων, 
προερχόμενοι από την περιοχή του όρους Λάκμων ή Λάκμος, στην κεντρική Πίνδο, όπου 
είχαν  εγκατασταθεί,  από  την  εποχή  της  εισόδου  των  Πρωτο‐ελληνικών  φύλων  (μεταξύ 
2200/2100  π.Χ.)  στον  ελλαδικό  χώρο.  Επομένως,  Μακεδόνες  =  υψηλόσωμοι  ή  αυτοί  που 
ζουν σε ψηλά μέρη, οι ορεσίβιοι. 
 
Ο  μεγάλος  επικός  ποιητής  του  8ου‐7ου  αιώνα  π.Χ.  Ησίοδος,  εμφανίζει  στις  Ηοίες 
[Μεγάλο  επικό  έργο  στο  οποίο  απαριθμούνται  οι  «γενάρχισσες»  των  ηρωϊκών  γενών, 
τοποθετημένες σε μια σειρά, όπου η κάθε περίπτωση εισάγεται με την στερεότυπη φράση 
«ἢ οἵη…» (= ή όπως η...) κάτι που έδωσε και τον ανεπίσημο τίτλο στο κείμενο αυτό, που είναι 
γνωστό  στην  αρχαία  γραμματεία  ως  «Κατάλογος  Γυναικών»]  του,  τον  Μάγνητα  και  τον 
Μακεδόνα  ως  γιους  της  Θυΐας,  της  κόρης  του  Δευκαλίωνος  και  επομένως  πρώτα 
εξαδέλφια των γιων του Έλληνος (γιου του Δευκαλίωνος και αδελφού της Θυΐας) και της 
νύμφης Ορσηΐδος, δηλαδή του Δώρου, του Ξούθου και του Αιόλου: 
 
«…ἥ  δ’  ὑποκυσαμένη  Διῒ  γείνατο  τερπικεραύνῳ  υἷε  δύω,  Μάγνητα  Μακηδόνα  θ’ 
ἱππιοχάρμην, οἳ περί Πιερίην καί Ὄλυμπον δώματ’ ἒναιον…» (απόσπ. 7)  
(…Αυτή  συνέλαβε  με  τον  Δία,  τον  Θεό  που  χαίρεται  τον  κεραυνό,  και  του  γέννησε  δυο 
γιους, τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα, που πολεμάει πάνω σε άρμα, και αυτοί κατοικούσαν 
στην περιοχή της Πιερίας και του όρους Όλυμπος…). 
 
Υπενθυμίζουμε  ότι  κατά  την  Μυθολογία  (Απολλόδωρος,  Α΄ VΙΙ. 3),  ο  Ξούθος  (=ξανθός) 
ήταν ο πατέρας του Αχαιού και του Ίωνος και έτσι έχουμε τους μυθικούς γενάρχες των 
ελληνικών φύλων δηλ. των Δωριέων, των Αχαιών, των Αιολέων και των Ιώνων. Από την 
πρώϊμη  λοιπόν  αρχαιότητα,  αναγνωρίζανε  τους  στενούς  δεσμούς  αίματος  μεταξύ  των 
Μακεδόνων  και  των  υπολοίπων  ελληνικών  φύλων  δηλ.  την  κοινή  τους  καταγωγή,  που 
αποδόθηκε  τόσο  εύστοχα  με  μεταφορικό  τρόπο,  στους  ωραιότατες  διηγήσεις  της 
ελληνικής  μυθολογίας.  Η  διήγηση  του  Ησίοδου  που  προαναφέραμε  αποτελεί  ένα 
χαρακτηριστικό  δείγμα  αυτής  της  συνήθειας,  να  διατηρούνται  παλαιότατες  μνήμες  και 
παραδόσεις με την μορφή μύθων. 
 
Η  συγγένεια  Μακεδόνων  και  Μαγνήτων  παρουσιάζει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  από  την 
πλευρά  μιας  ακόμη  επιβεβαίωσης  της  καταγωγής  των  Μακεδόνων  ως  ενός 
αδιαμφισβήτητα ελληνικού φύλου. Εκτός από το γεγονός της κοινής προέλευσης των δύο 
εθνικών  ονομάτων  από  την  ίδια  ρίζα  μακ‐  που  ήδη  αναφέραμε  παραπάνω,  οι  αρχαίοι 
Έλληνες  προφανώς  αναγνώριζαν  αυτή  την  συγγένεια  και  κατά  την  άποψή  μας  έτσι 
ερμηνεύεται  και  το  ότι  ο  Ησίοδος  παρουσίασε  τον  Μακεδόνα  και  τον  Μάγνη  ως 
αδελφούς. 
 
Αλλά  η  συγγένεια  επιβεβαιώνεται  και  από  δύο  ακόμη  αδιάσειστα  στοιχεία  του 
θρησκευτικού και κοινωνικού βίου, όπως το ότι και τα δυο φύλα τελούσαν μια εορτή τα 
Εταιρείδια,  άγνωστη  στα  υπόλοιπα  ελληνικά  φύλα  της  εποχής,  καθώς  και  το  ότι  είχαν 
έναν ιδιαίτερο χορό, την Καρπαία, με την παρατήρηση ότι τον ίδιο χορό εκτός από τους 
Μακεδόνες  και  τους  Μάγνητες  είχαν  και  οι  Αινιάνες,  από  τη  εποχή  που  το  φύλο  αυτό 
γειτόνευε  μαζί  τους  (βλ.  λεπτομέρειες  στο  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,  ό.π.  σελ.  49‐63) 
Με  τα  διασωθέντα  αποσπάσματα  του  έργου  «Περιήγησις»  του  περίφημου  γεωγράφου 
της  αρχαιότητας  Εκαταίου  του  Μιλησίου  (6ος  ‐  5ος  αιώνας  π.Χ.),  περνάμε  σε  πιο 
χειροπιαστές και άμεσες πληροφορίες για τις χώρες και τους λαούς της εποχής του. 
 
Υπήρξε πάντως μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι το έργο αυτό χάθηκε και το γνωρίζουμε 
μόνο  από  αποσπάσματα  που  διασώθηκαν  σε  έργα  μετέπειτα  συγγραφέων. 
Ειδικότερα  οι  πληροφορίες  από  το  τμήμα  όπου  περιέγραφε  την  Μακεδονία  θα  ήσαν 
ασφαλώς πολυτιμότατες, αφού θα είχαμε πρωτογενή στοιχεία για τα πρώτα χρόνια του 
Μακεδονικού  Βασιλείου  και  τους  κατοίκους  του.  Έτσι,  περιοριζόμαστε  σήμερα  στα 
ελάχιστα αποσπάσματα, που διασώθηκαν σε κείμενα του Ηροδότου, του Θουκυδίδη και 
του Στράβωνος. 
 
Από την μελέτη πάντως όσων πληροφοριών κατάφεραν να συγκεντρώσουν από κείμενα 
αρχαίων  συγγραφέων,  καθώς  και  των  αρχαιολογικών  ευρημάτων,  οι  ερευνητές 
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αρχαία Μακεδονική γλώσσα ήταν ένα δωρικό ιδίωμα, 
που  ανήκε  στην  ομάδα  των  λεγομένων  Δυτικών  ελληνικών  διαλέκτων,  ενώ 
παλαιότερα είχε υποστηριχθεί ότι οι Μακεδόνες ήσαν ένα αιολόφωνο [Όπως π.χ. ο A. Fick 
(1874)  και  ο  Γερμανός  γλωσσολόγος  Otto  Hoffmann  (Die  Makedonen,  ihre  Sprache  und  ihr 
Volkstum  –  Göttingen,  1906).  Βλ.  περισσότερα  στο  N.  G.  L.  Hammond  :  The  Macedonian  State 
1989, σελ. 13. Υπάρχουν όμως επιγραφές του 4ου και 3ου αιώνα π. Χ. από την Βεργίνα και 
την  Πέλλα  (π.χ.  κατάδεσμος),  των  οποίων  η  γλώσσα  παρουσιάζει  γνωρίσματα  Δωρικής 
(Δυτικής)  διαλέκτου  (βλ.  Eugene  N.  Borza:  The  emergence  of  Macedon  1990,  σελ.  93).  Για  μια 
διεξοδική  διερεύνηση  του  ζητήματος  της  γλώσσας  των  αρχαίων  Μακεδόνων  βλ. 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ  ό.π.,  σελ.  54  –  59]  κατά  βάση  φύλο,  εγκατεστημένο,  όπως  έχουμε  ήδη 
αναφέρει,  στην  περιοχή  του  όρους  Λάκμων  ή  Λάκμος,  στην  κεντρική  Πίνδο. 
Υπενθυμίζουμε, ότι στην διάρκεια των αιώνων που μεσολάβησαν από τις εγκαταστάσεις 
των  Πρωτοελλήνων,  μέχρι  την  έναρξη  των  μετακινήσεών  τους  νοτιότερα  (  2200/2100  ‐ 
1900  π.Χ.),  η  αρχικώς  ενιαία  πρωτο‐ελληνική  γλώσσα  διαφοροποιείται  σε  ορισμένες 
διαλέκτους,  που  η  γεωγραφική  τους  εξάπλωση  και  τα  μεταξύ  τους  όρια  (κατά 
προσέγγιση) αποτυπώνονται στον Χάρτη 1. 
 
Γύρω στο 1900 π.Χ., με την έναρξη της περιόδου που είναι γνωστή ως «Μέση Εποχή του 
Ορειχάλκου», αρχίζουν μαζικές μετακινήσεις ορισμένων πρωτοελληνικών φύλων προς 
την Νότια Ελλάδα. 
 
Από  την  περιοχή  της  σημερινής  Δυτικής  Μακεδονίας  μετακινούνται  τα  φύλα  των 
Πρωτο‐Αρκάδων  και  των  Πρωτο‐Αιολέων,  τα  οποία  μιλούσαν  τις  αντίστοιχες 
παραλλαγές  της  λεγομένης  Κεντρικής  Διαλέκτου  της  Πρωτοελληνικής. 
Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, στην Βόρεια Πίνδο, θα παραμείνουν, το φύλο των 
Βοιωτών  (το  οποίο  εντοπίζεται  στο  όρος  Βοίον  ή  Βόϊον,  στα  σύνορα  των  σημερινών 
Νομών Καστοριάς, Κοζάνης και Ιωαννίνων και που σύντομα θα εγκαταλείψει και αυτό 
την περιοχή) και νοτιότερα, στην Κεντρική Πίνδο και συγκεκριμένα στο όρος Λάκμων ή 
Λάκμος  (σημερ.  Περιστέρι,  στα  σύνορα  των  σημερινών  Νομών  Τρικκάλων  και 
Ιωαννίνων, νοτίως του Μετσόβου), το φύλο των Μακεδόνων. 
 
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία που διαθέτουμε, φαίνεται ότι μετά την αποχώρηση των 
Πρωτο‐Αρκάδων  από  τον  χώρο  της  σημερινής  Νοτιοδυτικής  Μακεδονίας  (Ελιμιώτις, 
Ελίμεια  =  περιοχή  Κοζάνης‐Γρεβενών),  οι  Μακεδόνες  θα  εξαπλωθούν  αρχικά  προς  τις 
περιοχές αυτές. Οι Βοιωτοί, εγκατεστημένοι ήδη στην κεντρική Πίνδο, θα εγκαταλείψουν 
την  περιοχή  τους  προς  το  τέλος  της  Εποχής  του  Χαλκού  (γύρω  στο  1200  π.Χ.)  και  θα 
μεταναστεύσουν  στην  Άρνη,  στο  κέντρο  της  περιοχής  που  θα  ονομασθεί  αργότερα 
Θεσσαλία  (από  το  ομώνυμο  φύλο  των  Θεσσαλών,  οι  οποίοι  θα  εισβάλουν  μεταξύ  1125‐
1100  π.Χ.  και  θα  κατακτήσουν  βαθμιαία  ολόκληρη  την  περιοχή).  Οι  Βοιωτοί  θα 
εκδιωχθούν από τους Θεσσαλούς και θα καταλήξουν στην Βοιωτία. 
 
Το κενό που άφησαν στην Δυτ. Μακεδονία οι Βοιωτοί, θα καλύψουν ελληνικά φύλα που 
εξόρμησαν  από  την  Ήπειρο  και  στην  συνέχεια  θα  εξαπλωθούν  στις  περιοχές  που 
αργότερα ονομάζονταν Ορεστίς, Λυγκηστίς και Πελαγονία (Βλ. Χάρτη 2). Τα φύλα αυτά 
θα απορροφηθούν αρκετά αργότερα από τους Μακεδόνες.  

Χάρτης 2 
Οι  υπόλοιπες  περιοχές  της  Μακεδονίας  κατέχονται  πριν  από  το  τέλος  της  Εποχής  του 
Ορειχάλκου  (13ος  /12ος  αιώνας  π.Χ.)  από  τους  Παίονες,  τους  Βοττιαίους,  τους  Εορδούς, 
τους  Άλμωπες,  μη  ελληνικά  φύλα  και  τους  Δουρίοπες  ή  Δευρίοπες,  ένα  μικρό  φύλο, 
συγγενές με το ελληνικό φύλο των Πελαγόνων, όπως αποδείχθηκε. 
 
Ἂλμωπες:  
Στο  εξαιρετικό  και  αναντικατάστατο,  παρά  την  παλαιότητά  του,  Λεξικό  των  Κυρίων 
Ονομάτων (Ανέστη Κωνσταντινίδου, Κωνσταντινούπολις 1900) αποκαλούνται Ἀλμῶπες 
και  όπως  αναφέρει,  ήσαν  «…Έθνος  πελαγονικόν  της  Μακεδονίας…».  Σύμφωνα  με  την 
παράδοση  η  Αλμωπία  έλαβε  το  όνομα  από  τον  γίγαντα  Άλμωπο,  υιό  του  Ποσειδώνος 
και  της  Έλλης  (Στέφανος  Βυζάντιος,  Εθνικά).  Η  Αλμωπία  υπήρξε  η  πρώτη  χώρα  που 
κατακτήθηκε (Θουκυδίδης, Β΄ 99) από τους Τημενίδες βασιλείς της Μακεδονίας (αμέσως 
μετά  το  550  π.Χ.).  Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  στους  Βυζαντινούς  χρόνους  ονομαζόταν 
Μογλενά  (=χώρα  της  ομίχλης)  ενώ  επί  Τουρκοκρατίας  Καρατζόβα  από  την  τουρκική 
ονομασία του όρους Βόρας (Λεξικό Παπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, Αθήνα 1997). 
 
Σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις, οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Αλμωπίας θεωρούνται 
ως παιονικής καταγωγής φύλο (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – «Εκδοτική Αθηνών» 1982, σελ. 48), 
το οποίο εγκαταστάθηκε στην περιοχή, όπου συγχωνεύθηκε με τους γηγενείς κατοίκους 
(απογόνους  Νεολιθικού  πληθυσμού)  στην  διάρκεια  της  Μέσης  Εποχής  του 
Ορειχάλκου(1900‐1600 π.Χ.). 
 
Ο  γεωγράφος  Κλαύδιος Πτολεμαίος (Γ΄ 13. 24)  τους  αποδίδει  τις  πόλεις  Όρμα,  Ευρωπό 
και Άψαλο. Γύρω στο 1150 π.Χ., η περιοχή θα κατακτηθεί από τους Βρίγες (Φρύγες) και 
μετά  την  αποχώρηση  των  Φρυγών  (περί  το  800  π.Χ.),  θα  υποταχθεί  στους  Ιλλυριούς. 
Τελικώς, στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. η χώρα των Αλμώπων θα κατακτηθεί από τους 
Μακεδόνες, οι οποίοι θα τους αφομοιώσουν ή εκδιώξουν από την περιοχή και από τότε 
θα αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα της Μακεδονίας. 
 
Βισάλτες:  
Αρχαίο  μη‐ελληνικό  φύλο,  θεωρούμενο  παλαιότερα  ως  θρακικό,  που  εγκαταστάθηκε, 
γύρω  στα  τέλη  της  Χαλκοκρατίας (περίπου  1200  π.Χ.),  κυρίως  στις  δυτικές  περιοχές  του 
κάτω ρου του ποταμού Στρυμόνα, αφομοιώνοντας ένα τμήμα του πελασγικού φύλου των 
Κρηστωναίων  και  απωθώντας  τους  υπόλοιπους  δυτικότερα,  αλλά  υπό  την  κυριαρχία 
του ηγεμόνα των Βισαλτών (βλ. Ο. Άβελ: Ιστορία της Μακεδονίας, σελ. 177). Σύμφωνα 
όμως  με  νεώτερες  απόψεις  (βλ.  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ  –  «Εκδοτική  Αθηνών»  1982,  σελ.  48),  οι 
Βισάλτες  θεωρούνται  ως  ένα  αρχικά  φρυγικό  φύλο,  που  αναμίχθηκε  στην  συνέχεια  με 
τους Θράκες. 
 
Η  αρχαία  πάντως  Βισαλτία,  κάλυπτε  κατά  τον  5ο  αιώνα  π.Χ.  την  περιοχή  μεταξύ  του 
όρους Βερτίσκος προς Δυσμάς, της Κερκινίτιδος λίμνης προς Ανατολάς, του Στρυμονικού 
κόλπου  προς  Νότον  και  του  ποταμού  Στρυμόνος  προς  Α‐ΒΑ  (Βλ.  Χάρτη  Αρχαία 
Μακεδονία ). 
 
Οι  Βισάλτες  αναφέρονται  από  τον  Ηρόδοτο  (Η΄  116)  και  από  τον  Θουκυδίδη  (Β΄  99  –  Δ΄ 
106).  Ο  Ηρόδοτος  συγκεκριμένα  διηγείται,  ότι  κατά  την  εκστρατεία  του  Ξέρξη  εναντίον 
της  Ελλάδος,  ο  βασιλεύς  των  Βισαλτών  δεν  δέχθηκε  να  τον  ακολουθήσει  και  κατέφυγε 
στην  Ροδόπη.  Οι  έξη  υιοί  του  όμως  τον  παράκουσαν  και  συνεξεστράτευσαν  με  τους 
Πέρσες, αλλά όταν επέστρεψαν τους τιμώρησε σκληρά, τυφλώνοντάς τους. 
 
 
Αργυρό οκτάδραχμο Βισαλτών (περίπου 475‐465 π.Χ.) 
 
Η  Βισαλτία  κατελήφθη  από  τον  Βασιλέα  της  Μακεδονίας  Αλέξανδρο  τον  Α΄,  μετά  την 
μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) και εκτός από μικρά διαστήματα, θα παραμείνει από τότε 
επαρχία του Μακεδονικού Βασιλείου. Οι Βισάλτες, στην διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, θα 
εξελληνισθούν και θα αφομοιωθούν πλήρως. 
 
Βρίγες, Βρύγοι ἤ Βρύγες:  
Με την ονομασία Βρίγες και Βρύγοι (βλ. Στράβων Ζ΄ VΙΙ. 8), μνημονεύεται στις αρχαίες 
πηγές  ένα  μικρό  φύλο  στην  Ιλλυρία.  Τα  μέλη  αυτού  του  φύλου  αναφέρονται  ως  οι 
παλαιότεροι  κάτοικοι  της  περιοχής,  σύμφωνα  με  την  παράδοση  για  την  ίδρυση  της 
Επιδάμνου  (αποικία  των  Κερκυραίων,  σημερινό  Δυρράχιο  της  Αλβανίας),  την  οποία 
κατέγραψε  ο  Αλεξανδρινός  ιστοριογράφος  του  2ου  μ.Χ.  αιώνα  Αππιανός  και  που  τους 
διαδέχθηκαν  αργότερα  οι  Ταυλάντιοι,  με  τους  οποίους,  όπως  σαφώς  συμπεραίνεται,  οι 
Βρίγες δεν είχαν καμιά σχέση ή συγγένεια. 
 
Η νεώτερη έρευνα προσδιόρισε ότι το φύλο αυτό ταυτίζεται με τους Βρίγες του Ηροδότου 
(Ζ΄  73),  που  εντοπίζονται  στην  Μακεδονία,  πριν  από  την  μαζική  τους  αναχώρηση  και 
εγκατάσταση στην Μικρά Ασία, όπου θα γίνουν γνωστοί με την ονομασία Φρύγες. Θα 
πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει (ΣΤ΄ 45 και Ζ΄ 185) και κάποιους 
άλλους Βρύγες, «Βρύγοι Θρήικες», οι οποίοι επιτέθηκαν στον στρατό του Μαρδονίου, σε 
μια νυκτερινή επιχείρηση, κάπου στην «Μακεδονία», χωρίς να προσδιορίζεται ακριβώς η 
περιοχή  (σύμφωνα με  τον  Ν.  Χάμμοντ – «Ιστορία της Μακεδονίας»  τομ.  Α΄ σελ. 329  ‐ 
μάλλον  στην  βόρεια  Χαλκιδική),  κατά  την  εκστρατεία  του  εναντίον  της  Ελλάδος  (492 
π.Χ.).  Ίσως  αυτός  είναι  και  ο  λόγος  που  ο  Στέφανος  Βυζάντιος  διακρίνει  τους  Βρίγες 
«έθνος  Θρακικόν»,  από  τους  Βρύγες,  που  τους  θεωρεί  «Μακεδονικόν  έθνος,  προσεχές 
Ιλλυριοίς».  Φαίνεται  ότι  αυτοί  οι  Βρύγες  ή  Βρίγες  ή  Βρύγοι,  ήσαν  υπόλειμμα  των 
εκτεταμένων  φρυγικών  εγκαταστάσεων  στον  βορειοελλαδικό  χώρο  (βλ.  Ιστορικό 
Περίγραμμα στο «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι‐ελλαδικών φύλων»). Όσο 
για  τον  χαρακτηρισμό  τους,  «Θράκες»,  αυτός  οφείλεται  μάλλον  στις  συγκεχυμένες 
απόψεις  του  Ηροδότου  και  της  εποχής  του,  που  επαναλαμβάνονται  και  από  άλλους 
αρχαίους συγγραφείς (π.χ. Στράβων Ζ΄ ΙΙΙ. 2). 
 
Βίστωνες ή Βίστονες:  
Αρχαίος  λαός  της  ανατολικής  Μακεδονίας,  που  οι  παλαιότερες  αντιλήψεις  τον 
κατέτασσαν στα θρακικά ή παιονικά φύλα: 
 
«…Θράκες προς τω Αιγαίω, παρά τη Βιστωνίδι λίμνη, ανατολικώς των Αβδήρων (Ηροδ. Ζ΄, 
137 – Στρβ. Ζ΄, 331)…»  
(Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή: Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας ‐ Αθήναι 1888). 
 
«…Αρχαίος φιλοπόλεμος λαός της Θράκης, κατοικών μεσημβρινώς του όρους Ροδόπης…»  
(Ανέστη Κωνσταντινίδου: Λεξικό των Κυρίων Ονομάτων, Κωνσταντινούπολις 1900). 
 
Ο  Στέφανος  Βυζάντιος  (Εθνικά),  στο  σχετικό  λήμμα  αναφέρει  τα  εξής:  «…Βιστονία, 
πόλις  Θράκης,  από  Βιστόνος  του  Άρεος  και  Καλλιρρόης  του  Νέστου.  Αδελφός  δε  ήν 
Οδόμαντος και Ηδωνού. Ένιοι δε Παίονος του Άρεος παιδός…». 
 
Σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις, οι Βίστωνες θεωρούνται φρυγικό φύλο, το οποίο 
αναμείχθηκε στην συνέχεια με τους Θράκες στην περιοχή εγκατάστασής τους, που ήταν 
γύρω  από  την  λιμνοθάλασσα  στα  βόρεια  του  κόλπου  που  σήμερα  είναι  γνωστός  ως 
Πόρτο‐Λάγος  και  με  τον  οποίον  επικοινωνεί  με  αβαθή  δίαυλο. 
Κοντά  τους  ήσαν  εγκατεστημένα  τα  γνήσια  θρακικά  φύλα  των  Κικόνων  και  των 
Σαππαίων. Λάτρευαν κυρίως τις πολεμικές θεότητες Άρη, Αθηνά και Ενυώ. 
 
Φημίζονταν  για  την  αγριότητά  τους  και  την  αγάπη  τους  για  τον  πόλεμο  και  γενικώς 
στην αρχαιότητα θεωρούνταν πολεμοχαρείς και επιθετικοί. Χαρακτηριστική αυτών των 
αντιλήψεων  είναι  και  η  αναφορά  στους  ελληνικούς  μύθους,  όπου  μνημονεύεται  ο 
βασιλιάς  τους  Διομήδης,  ο  οποίος  έτρεφε  ανθρωποφάγα  άλογα.  Συγκεκριμένα,  οι 
Βίστωνες αναφέρονται στον όγδοο άθλο του Ηρακλέους, ο οποίος μετά από μάχη, πήρε 
τις φοράδες του βασιλιά τους Διομήδη αφού τον σκότωσε: 
 
«…Όγδοον άθλον επέταξεν αυτώ τας Διομήδους ίππους εις Μυκήνας κομίζειν˙ ήν δε ούτος 
Άρεος  και  Κυρήνης,  βασιλεύς  Βιστόνων  έθνους  Θρακίου  και  μαχιμωτάτου,  είχε  δε 
ανθρωποφάγους ίππους…» (Απολλοδωρος Β΄ V. 8) 
 
Οι  Βίστωνες,  εξαφανίσθηκαν  σχετικά  νωρίς  από  το  ιστορικό  προσκήνιο,  πιθανόν  λόγω 
των συνεχών συγκρούσεων με τα γειτονικά τους φύλα. 
 
Βοττιαῖοι:  
Οι  αρχαιότατοι  κάτοικοι  της  Βοττιαίας.  Βοττιαία, Βοττία  ή  Βοττιαιΐς,  στην  αρχαιότητα 
ονομαζόταν  η  χώρα  γύρω  από  την  Πέλλα  και  την  ευρύτερη  περιοχή  της,  μεταξύ  των 
ποταμών  Λουδία  και  Αξιού.  Την  ονομασία  της  την  έλαβε  από  τους  Βοττιαίους  που 
κατοικούσαν εκεί. 
 
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Βοττιαίοι, ήσαν απόγονοι αποίκων από την Κρήτη, που 
μετά από παραμονή τους στην Σικελία, απεχώρησαν και κατέληξαν στην Μακεδονία με 
επικεφαλής τον ηγεμόνα τους Βόττωνα (Στρβ. ΣΤ΄ ΙΙΙ.2 και Ζ΄, απόσπ. 11) και οι οποίοι 
εγκαταστάθηκαν στην βόρεια ακτή του Θερμαϊκού, μεταξύ των εκβολών του Λουδία και 
του Εχέδωρου ποταμού (σημερ. Γαλλικός. Θα πρέπει βεβαίως να υπενθυμίσουμε, ότι η 
διαμόρφωση  της  ακτογραμμής,  αλλά  και  της  περιοχής  κατά  την  αρχαιότητα  ήταν 
τελείως διαφορετική από την σημερινή). 
 
Εικάζεται ότι οι άποικοι αυτοί ήσαν φυγάδες που εγκατέλειψαν την Κρήτη γύρω στο 1400 
π.Χ. μετά την κατάκτησή της από τους Αχαιούς. 
 
Τα παραπάνω γεγονότα επιβεβαιώνονται από αρχαία κρητικά τοπωνύμια στην περιοχή 
καθώς  και  από  την  διάδοση  της  παράστασης  του  διπλού  πέλεκυ  με  την  μορφή 
ορειχάλκινων εμβλημάτων στις γύρω περιοχές (Βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ‐ Εκδοτική Αθηνών – 
Αθήνα 1982, σελ. 48).  
 
 

Αργυρός στατήρ Βοττιαίων, περίπου 500 π.Χ. 

Οι Βοττιαίοι θα εκτοπισθούν, αρκετά αργότερα (στην διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ.), από 
τους Μακεδόνες και θα καταφύγουν στην Χαλκιδική, όπου η περιοχή της εγκατάστασής 
τους θα ονομαστεί Βοττική, με πρωτεύουσά τους πιθανόν την Σπάρτολο (Θουκυδίδης, 
Β΄ 79 και Ε΄ 18), κοντά στην Όλυνθο. 
 
Η  ετυμολογία  του  ονόματος  της  περιοχής,  κατά  μία  ερμηνεία,  προέρχεται  από  την 
αρχαϊκή  (Ομηρική)  λέξη  βοτήρ  και  βότης  ή  βούτης  που  σημαίνει  βοσκός.  Επομένως 
Βοττιαία σημαίνει χώρα, περιοχή βοσκών, περιοχή με βοσκοτόπια. Αν λάβουμε υπόψη 
ότι ακόμη και σήμερα η πεδινή περιοχή ανάμεσα σε Λουδία και Αξιό, με τις πεδινές της 
εκτάσεις  και  τα  άφθονα  νερά,  είναι  ιδανικός  χώρος  για  εκτροφή  κοπαδιών  μικρών  και 
ιδίως μεγάλων ζώων, νομίζουμε ότι η ονομασία της υπήρξε ιδιαίτερα εύστοχη. 
 
Δέρρωνες:  
Λαός που συνδέεται με το ακρωτήριο Δέρρις της Σιθωνίας στην Χαλκιδική (Π‐Λ‐Μπ) και 
πιθανόν με την αρχαία πόλη της Σιθωνίας Τορώνη ή Τερόνη. Είναι γνωστός μόνον από 
νομίσματα του 5ου π.Χ. αιώνα. 
 
Εικάζεται ότι πρόκειται περί θρακικού φύλου, του ιδίου ή συγγενούς με τους Δερραίους 
που  αναφέρει  ο  Στέφανος  Βυζάντιος  «…Δερραῖοι,  Θράκιον  έθνος.  Ηρόδοτος  Δερσαίους 
αυτούς φησί…». 

Αργυρό δωδεκάδραχμο με την επιγραφή ΔΕΡΟΝΙΚΟΝ 
Περίπου 500‐480 π.Χ. 

Αντίθετα ο N. G. L. Hammond (The Macedonian State, σελ. 40), τους θεωρεί Παίονες και 
τους τοποθετεί ανατολικά του μέσου ρου του Αξιού, στην περιοχή του παραποτάμου του, 
Άστιβου  (σημερ.  Bregalnitsa).  Κατά  τον  ίδιο  συγγραφέα  οι  Δέρρωνες  πήραν  το  όνομά 
τους από τον Δάρρωνα ή Δέρρωνα, μια ιαματική θεότητα.  
 

Αργυρό δωδεκάδραχμο Δερρώνων 
(αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) 

 
 
Ἐλιμιῶται ἤ Ἐλιμειῶται:  
Οι κάτοικοι της Ελίμειας ή Ελιμιώτιδος, περιοχής της αρχαίας άνω Μακεδονίας, η οποία 
κάλυπτε  το  νότιο  τμήμα  του  σημερινού  Νομού  Κοζάνης  και  το  ανατολικό  του  Νομού 
Γρεβενών,  στην  κοιλάδα  του  μέσου  ρου  του  ποταμού  Αλιάκμονος  (Βλ.  Χάρτη  Αρχαία 
Μακεδονία).  Στην  αρχαιότητα  ανήκε  στο  ομώνυμο  βασίλειο,  το  οποίο  μαζί  με  τα 
υπόλοιπα  ʹʹάνωθεν  βασίλειαʹʹ  (Τυμφαίας,  Ορεστίδος,  Εορδαίας,  Λυγκηστίδος, 
Πελαγονίας  και  Δερριόπου)  αποτελούσαν  την  λεγόμενη  Άνω  Μακεδονία,  όπως 
προαναφέρθηκε. 
Σύμφωνα  με  τις  νεώτερες  αντιλήψεις  θεωρούνται  Δυτικό  (Ηπειρωτικό)  φύλο,  που 
συμμετείχε  στην  ομοσπονδία  των  Ηπειρωτών  Μολοσσών  μαζί  με  τους  Ορέστες,  τους 
Λυγκηστές,  τους  Πελαγόνες  και  τους  Τυμφαίους,  πριν  από  την  δημιουργία  του 
μακεδονικού βασιλείου. 
 

 
Ο αρχαιολογικός χώρος της Αιανής 
 
Σπουδαιότερη πόλη της περιοχής και πιθανότατα η πρωτεύουσα ήταν η Αιανή, η οποία 
γνώρισε μεγάλη ακμή στα αρχαϊκά και κλασσικά χρόνια (6ος και 5ος αι. π.Χ.). Κατά τον 
Στέφανο  Βυζάντιο  ονομάσθηκε  έτσι  «…από  Αιανού  παιδός  Ελύμου,  του  βασιλέως 
Τυρρηνών…».  Από  τον  ίδιο  συγγραφέα  αναφέρεται  και  πόλη  Ελιμία:  «…πόλις 
Μακεδονίας,  Στράβων  εβδόμω.  από  Ελύμου  του  ήρωος  ή  από  Ελένου  ή  από  Ελύμα  του 
Τυρρηνών βασιλέως…». 
 
Η γεωγραφική θέση της Αιανής ορίζεται δυτικά από το βουνό Βούρινος, νοτιοανατολικά 
από  τα  όρη  των  Καμβουνίων  και  βορειοανατολικά  από  την  τεχνητή  λίμνη  του 
Πολυφύτου.  Βρίσκεται  23  χλμ.  νότια  της  Κοζάνης  και  απέχει  5  χιλ.  από  τον  ποταμό 
Αλιάκμονα.  Η  αρχαία  πόλη  βρίσκεται  τα  τελευταία  χρόνια  στο  επίκεντρο  του  διεθνούς 
επιστημονικού,  αρχαιολογικού  και  ιστορικού  ενδιαφέροντος  εξαιτίας  των 
πολυσήμαντων  αρχαιολογικών  ευρημάτων  που  βρέθηκαν  σε  αυτή:  μνημεία,  δημόσια 
κτήρια,  πλούσιες  ιδιωτικές  κατοικίες,  μοναδικά  αγάλματα  και  βασιλικοί  τάφοι  που 
περιείχαν  πλήθος  κτερισμάτων  όπως  χάλκινα  σκεύη,  όπλα,  σιδερένια  ομοιώματα 
αμαξιών  με  πήλινα  και  χάλκινα  αλογάκια,  πήλινα  μελανόμορφα  και  ερυθρόμορφα 
αγγεία,  πήλινα  ειδώλια,  οστέινα  περίτμητα  πλακίδια  που  είναι  αριστουργήματα  της 
μικροτεχνίας,  γυάλινα  και  αλαβάστρινα  αγγεία.  Οι  συστηματικές  ανασκαφές  άρχισαν 
το 1983 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.  
 
Η οργανωμένη ζωή στην περιοχή ξεκινά από την Ύστερη Εποχή του Ορειχάλκου, ενώ 
στα μέσα περίπου της πρώτης χιλιετίας η Ελίμεια καθιστά την ύπαρξη της αισθητή στον 
ελλαδικό  χώρο.  Περίφημο  στην  αρχαιότητα  υπήρξε  το  βαρύ  ιππικό  των  Ελιμιωτών  που 
θα διακριθεί σε πολλές μάχες για την πειθαρχία του και την γενναιότητά του. 
 
Ο  πρώτος  ηγεμών  των  Ελιμιωτών  και  πιθανόν  ιδρυτής  της  βασιλικής  δυναστείας  της 
περιοχής, για τον οποίο έχουμε ιστορική αναφορά (σχολιαστής στον Θουκυδίδη Ι. 57. 3) 
ήταν  ο  Δέρδας  Α΄,  γιος  του  μέλους  της  μακεδονικής  βασιλικής  δυναστείας  των 
Αργεαδών, Αρριδαίου. Ο Αρριδαίος ήταν γιος του βασιλέως των Μακεδόνων Αμύντα Α΄ 
(540  –  498/497  π.Χ.)  και  επομένως  αδελφός  του  ιδιαίτερα  γνωστού  από  την  δράση  του 
στους  Περσικούς  πολέμους  Αλεξάνδρου  Α΄  του  Φιλέλληνος  (498/497  –  454  π.Χ.). 
Φαίνεται  ότι  στον  Αρριδαίο  είχε  ανατεθεί  η  διοίκηση  της  Ελιμιώτιδος  είτε  από  τον 
Αμύντα  Α΄  είτε  το  πιθανότερο  από  τον  ίδιο  τον  Αλέξανδρο  Α΄,  ο  οποίος  είχε  συνάψει 
σχέσεις  επιγαμίας  (ο  ίδιος  ή  η  αδελφή  του)  με  τον  προϋπάρχοντα  βασιλικό  οίκο  της 
Ελίμειας (βλ. E. Borza: The Emergence of Macedon, σελ. 124). Ο Δέρδας Α΄ κληρονόμησε 
λοιπόν  το  βασίλειο  της  Ελιμιώτιδος  από  τον  πατέρα  του  και  θα  σπεύσει  να 
ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως από το Βασίλειο της Μακεδονίας, μάλλον κατά την διάρκεια 
των  ταραγμένων  χρόνων  που  ακολούθησαν  την  δολοφονία  του  Αλεξάνδρου  Α΄.  Ο 
Δέρδας  Α΄  θα  εμπλακεί μάλιστα  και στην  δυναστική  διαμάχη των  εξαδέλφων  του  (των 
υιών του Αλεξάνδρου Α΄), Φιλίππου και Περδίκκα, στηρίζοντας στρατιωτικά τον Φίλιππο 
εναντίον  του  αδελφού  του,  ο  οποίος  είχε  καταλάβει  τον  θρόνο  της  Μακεδονίας 
(Περδίκκας Β΄). Ο διάδοχος του Περδίκκα Β΄, ο Αρχέλαος (413 – 399 π.Χ.), θα ανανεώσει 
τους  συγγενικούς  δεσμούς  των  Αργεαδών  με  τους  Ελιμιώτες  δίνοντας  την  κόρη  του  ως 
σύζυγο (το 400 π.Χ. σύμφωνα με τους υπολογισμούς του N. Hammond. Αναφέρεται στο 
The Emergence of Macedon, σελ. 164) στον Δέρδα Β΄ που ήδη είχε διαδεχθεί τον πατέρα 
του, Δέρδα Α΄ (σύμφωνα με άλλους ιστορικούς ήταν παππούς του και όχι πατέρας του), 
στον θρόνο της Ελίμειας. 
 
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ‐ΜΕΝΤΕΣΙΔΗ 
 
Ο  Δέρδας  Β΄  θα  αποκτήσει  από  την  κόρη  του  Αρχελάου  δυο  γιους,  τον  Δέρδα  και  τον 
Μαχάτα και μια κόρη, την Φίλα, την οποία θα πάρει (σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις 
των ιστορικών) ως πρώτη σύζυγο ο  Φίλιππος Β΄  (και όχι την Ιλλυρίδα Αυδάτα, η οποία 
θεωρείται  πλέον  ως  η  δεύτερη  κατά  σειράν  σύζυγός  του). 
Σημειώνουμε  ότι  ο  γενάρχης  της  μακεδονικής  Δυναστείας  των  Αντιγονιδών,  ο 
Αντίγονος Α΄ ο ονομαζόμενος Μονόφθαλμος ή Κύκλωψ (382‐301 π.Χ.), προερχόταν από 
το  γένος  των  ηγεμόνων  της  Ελιμιώτιδος  και  ήταν  γιος  του  Φιλίππου,  γιου  του 
προαναφερθέντα  Μαχάτα.  Υπενθυμίζουμε  ότι  ο  Φίλιππος  διορίστηκε  από  τον  Μ. 
Αλέξανδρο  ως  Σατράπης  (διοικητής)  του  τμήματος  των  Ινδιών,  που  κατακτήθηκε  στην 
διάρκεια  της  σχετικής  εκστρατείας.  Δολοφονήθηκε  το  326  π.Χ.  μετά  την  ανταρσία  των 
μισθοφορικών στρατευμάτων που διοικούσε (Αρριανού, Ανάβασις VI.27.2). 
 
Το βασίλειο της Ελιμιώτιδος θα ενσωματωθεί οριστικά επί Φιλίππου Β΄ στο Μακεδονικό 
Βασίλειο  και  θα  αποτελέσει  αναπόσπαστο  τμήμα  αυτού  σε  όλη  την  υπόλοιπη  διάρκεια 
της ύπαρξής του, μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση (168/167 π.Χ.). 
 
Ἐορδοί:  
Αρχαίο  φύλο  εντοπιζόμενο  στην  άνω  Μακεδονία.  Κατά  τις  απόψεις  των  νεώτερων 
ερευνητών  οι  Εορδοί  ή  Εορδαίοι  (βλ.  Στεφ.  Βυζ.  στην  λέξη  Εορδαίαι),  διείσδυσαν  στην 
Μακεδονία  και  εγκαταστάθηκαν  στην  περιοχή  δυτικά  του  Βερμίου,  στην  διάρκεια  της 
Εποχής  του  Ορειχάλκου.  Θεωρούνταν  ως  Ιλλυρικό  φύλο  και  σωστότερα  Πρωτο  ‐ 
Ιλλυρικό.  Σύμφωνα  όμως  με  νεώτερες  απόψεις  (βλ.  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ  σελ.  66),  θεωρούνται 
πλέον ως Παίονες. 
 
Κατά  την  πρώτη  περίοδο  της  επέκτασης  του  Μακεδονικού  βασιλείου,  η  περιοχή  των 
Εορδών  θα  κατακτηθεί  από  τους  Μακεδόνες,  οι  οποίοι  θα  τους  εξοντώσουν.  Όσοι 
επέζησαν  θα  καταφύγουν  στην  Φύσκα  της  Μυγδονίας  (Θουκυδίδης  Β΄  99),  απ’  όπου 
είχαν  ήδη  εκδιωχθεί  οι  κάτοικοί  της  Ήδωνες,  που  είχαν  καταλάβει  την  χώρα  μετά  την 
παλαιότερη  (γύρω  στο  800  π.Χ.)  αποχώρηση  του  μεγαλύτερου  τμήματος  του  φρυγικού 
φύλου  των  Μυγδόνων,  ενώ  στην  Εορδαία  θα  εγκατασταθούν  Μακεδόνες.  Από  τότε  η 
περιοχή  θεωρείται  ως  μια  από  τις  βασικές  επαρχίες  του  Μακεδονικού  βασιλείου. 
Γύρω  στο  350  π.Χ.  ο  Φίλιππος  Β΄  θα  ενσωματώσει  στην  Μακεδονία  τους  Παραυαίους, 
τους Τυμφαίους και τους Ορέστες, ενώ στην περιοχή των Πρεσπών (σημερ. πεδιάδα της 
Κορυτσάς), θα δημιουργήσει από τους κατοίκους της περιοχής και Μακεδόνες αποίκους, 
ένα  νέο  φύλο  που  τους  ονόμασε  Εορδαίους  (N.G.L.  Hammond:Macedonian  State, 
σελ.192, καθώς και N.G.L.Hammond “The march of Alexander the Great on Thebes in 335 
B.C.”  στο  συλλογικό  έργο  «Μέγας  Αλέξανδρος:  2300  χρόνια  από  το  θάνατό  του» 
Θεσσαλονίκη  1980,  172‐175).  Πιθανόν  να  ταυτίζονται  με  τους  Εορδήτες,  που 
αναφέρονται  από  τον  Κλαύδιο  Πτολεμαίο  (Γ΄  13.  26)  στην  περιοχή  του  άνω  ρου  του 
ποταμού  Δεβόλη  (ο  ένας  από  τους  δύο  μεγάλους  παραπόταμους  του  Άψου‐Semeni)  και 
του  παραποτάμου  του,  Εορδαϊκού.  Από  αυτήν  την  (μακεδονική  πλέον)  Εορδαία, 
καταγόταν  (σύμφωνα  με  τα  Λεξικά  «ΗΛΙΟΥ»  και  «Πάπυρος‐Λαρούς‐Μπριτάνικα»)  ο 
στρατηγός  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου  Πτολεμαίος  ο  Λάγου,  ο  ιδρυτής  της  περίφημης 
δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, γνωστότερος με το όνομα Πτολεμαίος Α΄ ο 
Σωτήρ,  αλλά  κατά  τον  Στέφανο  Βυζάντιο,  ο  Πτολεμαίος  κατήγετο  από  μια  πόλη  των 
Ορεστών, την Ορεστία.  
 
 
Ἢδωνες:  
Αρχαίο  φύλο  εγκατεστημένο  μεταξύ  των  ποταμών  Στρυμόνος  και  Νέστου,  το  οποίο 
σύμφωνα με τις παλαιότερες αντιλήψεις, θεωρούσαν ως θρακικό. Έτσι το Λεξικό Κυρίων 
Ονομάτων αναφέρει στο σχετικό λήμμα: «…Ήδωνες και Ηδωνοί: Έθνος θρακικόν παρά τω 
ποταμώ Στρυμόνι, κατοικούν την Ηδωνίδα χώραν …», κατά δε τον Στέφανο Βυζάντιο:  
 
«…έθνος Θράκης, από Ηδωνού του Μύγδονος αδελφού…». 
 
Ο  ίδιος  συγγραφεύς  αναφέρει  και  τους  Ώδονες,  ένα  άλλο  θρακικό  φύλο,  που  είτε 
ταυτίζεται με τους Ήδωνες, είτε έχει στενή συγγένεια μαζί τους. Εξ άλλου εάν λάβουμε 
υπόψη  ότι  η  ίδια  ρίζα  Οδο‐  (Ωδο‐  ή  Οδω‐)  περιέχεται  τόσο  στο  όνομα  ενός  ακόμη 
θρακικού φύλου (Οδόμαντες), όσο και στην παλαιότερη ονομασία της Θάσου (Οδωνίς, 
κατά  τον  Ησύχιο),  συμπεραίνουμε  ότι  όλοι  αυτές  οι  ονομασίες  άρα  και  οι  λαοί, 
σχετίζονται στενά μεταξύ τους (βλ. Cambridge Ancient History Vol. III part 2, σελ. 602). 
 
Ο Στράβων (αποσπ. 11, εκ του Ζ΄) είναι πιο κατατοπιστικός, δίνοντας μεν περισσότερες 
πληροφορίες, αλλά μάλλον περιπλέκει τα πράγματα, αφού διακρίνει τους Ήδωνες από 
τους Ηδωνούς, κάτι που δεν μαρτυρείται από αλλού : 
 
«…Οι  Ηδωνοί  και  οι  Βισάλτες  κατείχαν  την  υπόλοιπη  Μακεδονία  έως  τον  Στρυμόνα.  Από 
τους λαούς αυτούς, οι Βισάλτες ονομάζονταν έτσι, Βισάλτες, ενώ από τους Ηδωνούς, άλλοι 
λέγονταν Μύγδονες, άλλοι Ήδωνες κι άλλοι Σίθωνες…». 
 
Επίσης,  πρέπει  να  αναφέρουμε  και  την  παράδοση  σύμφωνα  με  την  οποία  ο  Ηδωνός,  ο 
Μύγδων, ο Οδόμας και ο Βιστωνός ήσαν αδέλφια. 
 
Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε τον σχετικό μύθο (βλ. Απολλοδ. Γ΄ V. 1) για τον θεό 
Διόνυσο όπου μνημονεύονται οι Ηδωνοί και ο βασιλιάς τους Λυκούργος (βλ. και Ιλιάς Ζ 
130‐140). Υπήρχε μάλιστα και έργο του μεγάλου τραγικού ποιητή Αισχύλου με τον τίτλο 
«Ηδωνοί», καθώς και η τραγωδία «Λυκούργος» του ιδίου, με θέμα τον προαναφερθέντα 
μύθο. 
 
Συνδυάζοντας  όλα  τα  παραπάνω,  αλλά  και  τα  πορίσματα  νεωτέρων  ερευνών, 
υποστηρίζεται  σήμερα  ότι  οι  Ήδωνες  υπήρξαν  αρχικά  ένα  φρυγικό  φύλο  (βλ. 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ  –  «Εκδοτική  Αθηνών»,  σελ.  48‐49),  που  εγκαταστάθηκε  στην  περιοχή 
ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα, γύρω από το όρος Παγγαίον, μέσα στα όρια περίπου 
του  σημερινού  Νομού  Καβάλας.  Φαίνεται  ότι  στην  συνέχεια  αναμείχθηκαν  με 
γειτονικά  τους  θρακικά  φύλα,  από  τα  οποία  πιθανόν  παρέλαβαν  θρησκευτικά  και 
άλλα έθιμα, με αποτέλεσμα αργότερα να θεωρούνται Θράκες. 
 
Τα  παραπάνω  επιβεβαιώνονται  και  από  σχετική  μνεία  του  Στράβωνος  (Ι΄  ΙΙΙ.  16)  στους 
Ηδωνούς και την αναφορά στίχων του Αισχύλου (από το χαμένο έργο του ʺΗδωνοίʺ) για 
την πόλη τους Κότυ και τις τελετουργίες τους, καταλήγοντας με τα λόγια: «…όλα αυτά 
μοιάζουν  φρυγικά,  και  δεν  είναι  παράξενο  αφού  οι  Φρύγες  είναι  άποικοι  Θρακών…».  Η 
άποψη αυτή βεβαίως περί καταγωγής από τους Θράκες δεν είναι αποδεκτή σήμερα και 
έχει  ανατραπεί  από  καιρό.  Σπουδαιότερη  πόλη  των  Ηδωνών  ήταν  η  Μύρκινος,  την 
οποία  αναφέρουν  τόσον  ο  Ηρόδοτος  (Ζ΄  11),  όσο  και  ο  Στέφανος  Βυζάντιος,  ο  οποίος 
κατέγραψε και μια διαφορετική γραφή της «…Παρθένιος δε Μυρκιννίαν αυτήν φησι…». 

Αργυρό οκτάδραχμο του βασιλέως των Ηδωνών 
Γέτα (475 – 465 π.Χ.) 

 
Ἠδωνοί:  Άλλη  ονομασία  με  την  οποία  ήσαν  γνωστοί  οι  Ήδωνες.  Κατά  τον  Στράβωνα 
(αποσπ.  11,  εκ  του  Ζ΄),  οι  Ηδωνοί  υποδιαιρούντο  σε  Μύγδονες,  Σίθωνες  και  Ήδωνες. 
 
 
 
Ιλλυριοί:  
Ομάδα φύλων του δυτικού τμήματος της χερσονήσου του Αίμου. Η ονομασία τους αυτή, 
με την οποία έγιναν γνωστοί στις αρχαιοελληνικές πηγές, φαίνεται ότι προήλθε αρχικά 
από  ένα  μικρό  φύλο  της  Ιλλυρίδος  (*),  δηλ.  της  περιοχής  της  σημερινής  κεντρικής 
Αλβανίας, με το οποίο ήλθαν σε επαφή για πρώτη φορά οι Έλληνες και στην συνέχεια η 
χρήση  του  διαδόθηκε  και  περιέλαβε  όλα  τα  «ιλλυρικά»  φύλα.  Μια  ένδειξη  για  την 
ύπαρξη αυτού του φύλου προέρχεται από το έργο του Πλίνιου του Πρεσβύτερου «Φυσική 
Ιστορία», που γράφτηκε στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. και στο οποίο αναφέρεται (ΙΙΙ. 144) 
η  ύπαρξη  ενός  λαού  στην  περιοχή  των  εκβολών  του  ποταμού  Δρίλωνος  (σημερ.  Drin) 
στην Αδριατική, που τον αποκαλεί «οι λεγόμενοι κυρίως Ιλλυριοί» (Illyrii proprie dicti). 
Οι  πρόγονοι  των  Ιλλυριών  υποστηρίζεται  ότι  προήλθαν  από  την  συγχώνευση  των 
Νεολιθικών  κατοίκων  της  περιοχής  με  τους  Αριοευρωπαίους  εισβολείς,  η  οποία 
σημειώθηκε  στην  διάρκεια  της  Χαλκολιθικής  Εποχής  (4η  χιλιετία  π.Χ.),  κυρίως  στις 
περιοχές  της  κεντρικής  και  ανατολικής  χερσονήσου  του  Αίμου.  Στο  δυτικό  τμήμα  θα 
διεισδύσουν αργότερα, με αποτέλεσμα η περιοχή να εμφανίζει καθυστέρηση και η Εποχή 
του Ορειχάλκου να αρχίσει μόλις το 2100/2000 π.Χ. 
 
Η  φάση  πάντως  του  σχηματισμού  των  λεγομένων  Πρωτο‐Ιλλυριών  (Proto‐Illyrians) 
καλύπτει ολόκληρη την Εποχή του Ορειχάλκου (Bronze Age, 2100/2000 – 1100 π.Χ.), ενώ 
στην  διάρκεια  των  πρώτων  αιώνων  της  Εποχής  του  Σιδήρου  (1100  –  700  π.Χ.),  έχουμε 
την  διαμόρφωση  των  Πρώϊμων  Ιλλυριών  (First  Illyrians).  Από  το  700  π.Χ.  και  μετά 
αναφερόμαστε  πλέον  στα  ήδη  σχηματισμένα  φύλα  των  Ιλλυριών  που  αναφέρονται 
στους  αρχαίους  Έλληνες  και  Ρωμαίους  συγγραφείς  (βλ.  λεπτομέρειες  στην  Αρχαία 
Ιστορία του Πανεπιστημίου Καίημπριτζ–Cambridge Ancient History, C.A.H. Vol. III, part 
1 σελ. 585). 
 

 
Η ρωμαϊκή επαρχία του ʺΙλλυρικούʺ (Illyricum) 
 
Θα πρέπει πάντως να τονίσουμε, ότι οι συστηματικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών, 
που  συγκέντρωσαν  έναν  τεράστιο  όγκο  αρχαιολογικού  και  γλωσσολογικού  υλικού, 
απέδειξαν  ότι  οι  Ιλλυριοί  δεν  απετέλεσαν  ποτέ  μια  ομοιογενή  εθνική  και  φυλετική 
οντότητα (Illyrians, 1996 σελ. 38). Η ανομοιογένεια αυτή ερμηνεύεται όχι μόνον από την 
ανάμειξη  των  ιθαγενών  Νεολιθικών  πληθυσμών  με  τους  Αριοευρωπαίους  εισβολείς 
όπως προαναφέραμε, αλλά και από την είσοδο κεντροευρωπαϊκών λαών των λεγομένων 
«πολιτισμών  των  Τεφροδόχων»  (Urnfield  cultures**)  στις  κεντρικές  και  δυτικές 
περιοχές της χερσονήσου του Αίμου. 
 
__________________________________ 
(*)  Γεωγραφικός  όρος,  που  διαφέρει  από  τους  όρους  «Ιλλυρία»  (=γενικά,  οι  σημερινές 
περιοχές  της  Αλβανίας  και  της  πρώην  ενιαίας  Γιουγκοσλαβίας)  και  «Ιλλυρικόν»  (=  η 
ρωμαϊκή επαρχία ειδικότερα, Illyricum). 
(**)  Πολιτισμός  της  Μέσης  Εποχής  του  Εποχής  Ορείχαλκου  (Bronze  Age)  της  Κεντρικής 
Ευρώπης (περίπου 1800 π.Χ.), που ανήκει σε ομάδα συγγενών πολιτισμών οι οποίοι είναι 
γνωστοί  με  την  ονομασία  Ούρνφιλντ  (Urnfield  cultures  =  Πολιτισμοί  των  τεφροδόχων). 
Χαρακτηριστικό  αυτών  των  πολιτισμών  ήταν  το  ταφικό  έθιμο  της  καύσης  των  νεκρών 
και  της  τοποθέτησης  της  τέφρας  (στάχτης)  σε  ειδικά,  συνήθως  κεραμικά,  αγγεία 
(τεφροδόχοι, Urns). 
__________________________________ 
 
Η  είσοδος  αυτών  των  λαών  έγινε  σε  δύο  κύματα:  Το  πρώτο  σημειώθηκε  γύρω  στο  1200 
π.Χ.  και  ταυτίζεται  με  την  μεγάλη  «Φρυγική  μετανάστευση»,  ενώ  το  δεύτερο 
πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα και στην διάρκεια του 11ου αιώνα π.Χ. Αυτό 
το δεύτερο κύμα είχε αξιοσημείωτη επίδραση ειδικά στις δυτικές περιοχές, όχι μόνον στα 
υλικά  στοιχεία  των  τοπικών  πολιτισμών,  αλλά  κυρίως  στο  ότι  προκάλεσε  νέες 
μετακινήσεις  λαών  από  τα  ανατολικά  παράλια  της  Αδριατικής  προς  την  ιταλική 
χερσόνησο  και  ειδικότερα  το  νοτιοανατολικό  της  άκρο  (αρχ.  Ιαπυγία  ή  Καλαβρία, 
σημερινή Απουλία). 
 
Οι  λαοί  που  εγκαταστάθηκαν  στις  ιταλικές  ακτές  της  Αδριατικής  ήσαν  οι Ιάπυγες  (δεν 
πρέπει  να  συγχέονται  με  τους  Ιάζυγες,  ένα  Σαρματικό  φύλο  και  τους  Κελτο‐Ιλλυριούς 
Ιάποδες των βορειοανατολικών παραλίων της Αδριατικής), οι Μεσσάπιοι και οι Χώνες 
(Chonians).  Για  τους  τελευταίους,  πιστεύεται  ότι  σχετίζονται  με  το  Δυτικό  (Ηπειρωτικό) 
ελληνικό φύλο των Χαόνων (βλ. C.A.H. Vol. III part 1, σελ. 229).  
 
Γλώσσα  των  προαναφερθέντων  αυτών  λαών  ήταν  η  συμβατικά  ονομαζόμενη 
Μεσσαπική, η οποία θεωρείται συγγενής της Ιλλυρικής γλώσσας, αλλά επειδή προήλθε 
από  μια  προγονική  μορφή  της  Ιλλυρικής  (την  λεγόμενη  Προ‐ιλλυρική,  pre‐Illyrian), 
διαφοροποιήθηκε  έντονα  στην  διάρκεια  των  ιστορικών  χρόνων  με  αποτέλεσμα  να 
αντιμετωπίζεται  σήμερα  ως  ξεχωριστή  οντότητα  μεταξύ  των  πρώϊμων  γλωσσών  της 
ιταλικής χερσονήσου. Είναι γνωστή από περισσότερες από 300 επιγραφές, γραμμένες σε 
μια μορφή του ελληνικού αλφαβήτου που υιοθετήθηκε γύρω στο 500 π.Χ. 
 
Τα  νότια  όρια  εξάπλωσης  των  ιλλυρικών  φύλων  τοποθετούνται  στην  κοιλάδα  του 
ποταμού Αώου, στην σημερινή νότια Αλβανία, ενώ ορισμένοι τα τοποθετούν βορειότερα, 
στην κοιλάδα του ποταμού Γενούσου (σημερ. Shkumbi). 
 
Το  θέμα  αυτό  έχει  επιλυθεί  πλέον  μετά  από  τα  νεώτερα  ευρήματα  και  τις  πρόσφατες 
έρευνες, οι οποίες απέδειξαν ότι μέχρι τον 9ο αιώνα π.Χ. τα όρια μεταξύ ιλλυρικών και 
Δυτικών  (Ηπειρωτικών)  ελληνικών  φύλων  προσδιορίζονταν  από  τον  ποταμό  Γενούσο. 
Αυτή η περίοδος όμως, ήταν η εποχή κυριαρχίας στην ανατολική Αδριατική ενός ισχυρού 
λαού της περιοχής, των Λιβουρνών (Liburnians). Οι Λιβουρνοί ανήκαν στους λεγόμενους 
Βενετικούς  (Venetic)  λαούς  (βλ.  παρακάτω),  που  ήσαν  εγκατεστημένοι  στον  μυχό  της 
Αδριατικής  και  στις  Δαλματικές  ακτές  και  αποτελούσαν  το  νοτιότερο  φύλο  τους.  Το 
πρώτο  μισό  του  8ου  αιώνα  π.Χ.  είχαν  εγκατασταθεί  στην  Κέρκυρα,  την  οποία 
μοιράζονταν με τους Έλληνες αποίκους από την Ερέτρια της Εύβοιας, μέχρι την εκδίωξή 
τους από την περιοχή και την οριστική απώθησή τους, στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. από 
τον  πανίσχυρο  στόλο  των  Κορινθίων,  που  θα  καταλάβουν  την  Κέρκυρα  και  θα 
αποκτήσουν  έτσι  τον  έλεγχο  της  νότιας  Αδριατικής  και  των  επικερδών  θαλάσσιων 
επικοινωνιών με την Ιταλία. 
 
Φαίνεται  ότι  την  περίοδο  της  κυριαρχίας  των  Λιβουρνών,  οι  Ταυλάντιοι  και  άλλα 
ιλλυρικά  φύλα  προωθήθηκαν  νοτιότερα  και  κατέλαβαν  τις  εύφορες  παραλιακές 
πεδιάδες  μεταξύ  Γενούσου  και  Αώου  (βλ.  λεπτομέρειες  για  τα  παραπάνω  στο  Illyrians, 
σελ.183‐188 και C.A.H. Vol. III part 3 σελ. 266‐267). Στην συνέχεια όμως, τα ελληνικά φύλα 
των  Χαόνων  φαίνεται  ότι  απώθησαν  και  πάλι  τα  ιλλυρικά  φύλα  βορειότερα,  στον 
ποταμό  Γενούσο,  ο  οποίος  μέχρι  τα  τέλη  περίπου  του  5ου  αιώνα  π.Χ.  θα  παραμείνει  το 
όριο  μεταξύ  τους.  Στην  διάρκεια  του  4ου  και  3ου  αιώνα  π.Χ.,  εποχή  ισχυροποίησης  και 
επέκτασης των ιλλυρικών κρατών της περιοχής, ο Αώος θα ξαναγίνει το όριο ιλλυρικών 
και ελληνικών φύλων (βλ. Dragoslav Srejović: The Illyrians and the Thracians‐Malta 1998, 
σελ. 14). 
 
Ο  ιστορικός  του  2ου  μ.Χ.  αιώνα  Αππιανός  ο  Αλεξανδρεύς,  περιέλαβε  στο  ιστορικό  του 
έργο (Ρωμαϊκά), ένα βιβλίο για τους Ιλλυριούς και τους πολέμους των Ρωμαίων εναντίον 
τους,  το  οποίο  περιέχει  σημαντικές  πληροφορίες  για  τα  διάφορα  ιλλυρικά  φύλα.  Εκεί 
παραδίδεται  και  μια  μυθολογική  γενεαλογία  των  λαών  της  εποχής  εκείνης  που  ήσαν 
εγκατεστημένοι στην Ιλλυρία. Σύμφωνα με αυτήν, από τον Κύκλωπα Πολύφημο και την 
γυναίκα του Γαλάτεια, γεννήθηκαν τρεις γιοι, ο Κελτός, ο Ιλλυριός και ο Γάλας, οι οποίοι 
μετανάστευσαν από την πατρίδα τους Σικελία και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες χώρες 
όπου  οι υπήκοοί τους  ονομάσθηκαν αντίστοιχα Κέλτες, Ιλλυριοί και Γαλάτες, γεγονός 
που αποκαλύπτει την σύγχυση και την άγνοια εθνολογικών δεδομένων του Αππιανού, ο 
οποίος διαχωρίζει τους Κέλτες από τους Γαλάτες! 
 
Ο Ιλλυριός απέκτησε έξη γιους, τον Εγχελέα (Encheleus), τον Αυταριέα (Autarieus), τον 
Δάρδανο  (Dardanus),  τον  Μαίδο  (Maedus),  τον  Ταύλα  (Taulas)  και  τον  Περραιβό 
(Perrhaebus),  αλλά  και  κόρες  όπως  την  Παρθώ  (Partho),  την  Δαορθώ  (Daortho),  την 
Δασσαρώ  (Dassaro)  και  άλλες.  Από  τα  παιδιά  αυτά  του  Ιλλυριού  κατάγονται  οι 
Ταυλάντιοι,  οι  Περραιβοί,  οι  Εγχελείς,  οι  Αυταριάτες,  οι  Δάρδανοι,  οι  Παρθίνοι,  οι 
Δασσαρήτες  και  οι  Δάρσιοι  (σημ.  ΔΕΕ  μάλλον  εννοούνται  οι  Δαόρσοι).  Συνεχίζοντας, 
αναφέρει ότι ο Αυταριεύς είχε ένα γιο, τον Παννόνιο ή Παίονα και αυτός είχε γιους, τον 
Σκορδίσκο  και  τον  Τριβαλλό,  από  τους  οποίους  κατάγονται  οι  αντίστοιχοι  λαοί. 
Προφανώς,  η  γενεαλογία  του  Αππιανού  και  η  «μεγάλη  Ιλλυρία»  του,  στην  οποία 
περιελάμβανε λαούς εθνικά και γεωγραφικά άσχετους με τους Ιλλυριούς, ήσαν τεχνητά 
κατασκευάσματα,  τα  οποία  εξυπηρετούσαν  συγκεκριμένους  πολιτικούς, 
δημοσιονομικούς  και  διοικητικούς  στόχους  της  Ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας,  μετά  την 
ενσωμάτωση  των  δυτικών  περιοχών  της  χερσονήσου  του  Αίμου  (βλ.  και  Srejović,  1998 
σελ. 13). 
 
Η αρχαιότερη πάντως περιγραφή των ιλλυρικών φύλων, γίνεται στον Περίπλου, ο οποίος 
γράφτηκε  τον  4ο  αιώνα  π.Χ.  και  λανθασμένα  αποδίδεται  στον  θαλασσοπόρο  και 
γεωγράφο Σκύλακα τον Καρυανδέα (Ψευδο‐Σκύλαξ). Τους Ιλλυριούς μνημονεύει και ο 
μεγάλος  Γεωγράφος  της  αρχαιότητος  (3ος  αιώνας  π.Χ.)  Ερατοσθένης,  καθώς  και  ο 
Γεωγράφος  του  2ου  αιώνα  π.Χ.  Σκύμνος  ο Χίος. Το  νοτιότερα  εγκατεστημένο  φύλο  των 
Ιλλυριών  φαίνεται  ότι  ήσαν  οι  Βυλλίονες  (Bylliones),  στην  ενδοχώρα  της  ελληνικής 
αποικίας  της  Απολλωνίας,  στην  κοιλάδα  του  ποταμού  Αώου,  που  γειτόνευε  στα  νότια 
του με το ελληνικό Ηπειρωτικό φύλο των Χαόνων. Σήμερα πάντως υποστηρίζεται ότι οι 
Βυλλίονες ήσαν ελληνικό και όχι ιλλυρικό φύλο (C.A.H. Vol. III part 3, σελ. 268).  
 

Ρωμαϊκή Ιλλυρία 

Για το φύλο των Ατιντάνων/Αντιντάνων/Ατιντανών, εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση 
και ως προς την καταγωγή του όσο και ως προς την ακριβή θέση εγκατάστασής του. Η 
σύγχρονη  έρευνα  πάντως  τείνει  να  καταλήξει  στην  παραδοχή  ότι  πρόκειται  για  δύο 
διαφορετικά  φύλα:  Το  ελληνικό  φύλο  των  Ηπειρωτών  Ατιντάνων,  εγκατεστημένο 
μεταξύ των Χαόνων και των Μολοσσών και το ιλλυρικό φύλο των Ατιντανών, στα βόρεια 
της σημερινής πόλης του Ελβασάν. 

Οι  Ταυλάντιοι,  αποτελούσαν  μια  ομάδα  ιλλυρικών  φύλων,  που  κατά  καιρούς 
κυριαρχούσε  στο  μεγαλύτερο  μέρος  της  παραλιακής  πεδιάδας  μεταξύ  των  ποταμών 
Αώου  στα  νότια  και  Δρίλωνος  (σημερ.  Drin)  στον  βορρά.  Η  παράδοση  για  την  ίδρυση 
(γύρω  στο  627  π.Χ.)  της  Επιδάμνου  (αποικία  των  Κερκυραίων,  σημερινό  Δυρράχιο  της 
Αλβανίας),  την  οποία  κατέγραψε  επίσης  ο  Αππιανός,  αναφέρει  τους  Βρίγες  ως  τους 
παλαιοτέρους  κατοίκους  της  περιοχής,  που  τους  διαδέχθηκαν  αργότερα  οι  Ταυλάντιοι, 
με  τους  οποίους,  όπως  σαφώς  συμπεραίνεται,  οι  Βρίγες  δεν  είχαν  καμιά  σχέση  ή 
συγγένεια. 

Ο  περίφημος  αρχαίος  Γεωγράφος  του  6ου  αιώνα  π.Χ.  Εκαταίος  ο  Μιλήσιος,  μνημονεύει 
ως  φύλο  των  Ταυλαντίων,  τους  Άβρους  (Abri),  οι  οποίοι  γειτόνευαν  ανατολικά  με  ένα 
άλλο  ιλλυρικό  φύλο,  τους  Χελιδόνες,  εγκατεστημένους  στο  εσωτερικό,  στα  νότια  του 
μέσου ρου του ποταμού Δρίλωνος. 

Στα  ανατολικά  των  Ταυλαντίων,  στο  εσωτερικό,  ήσαν  εγκατεστημένοι,  οι  Παρθεινοί 
(Λεξικό  Κυρίων  Ονομάτων,  Κωνσταντινούπολις  1893)  ή  Παρθίνοι  (Στέφανος 
Βυζάντιος),  οι  ανατολικοί  γείτονες  των  οποίων  ήσαν  οι  Εγχελείς,  στην  περιοχή  της 
λίμνης  Αχρίδος.  Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  οι  ηγεμόνες  των  Εγχελέων,  θεωρούσαν  τους 
εαυτούς  τους  απογόνους  του  μυθικού  ήρωος  Κάδμου  και  της  συζύγου  του  Αρμονίας 
(κόρης του Άρεως και της Αφροδίτης). 
 
Σύμφωνα  όμως  με  νεώτερες  απόψεις,  οι  Εγχελείς  κατοικούσαν  στην  πραγματικότητα 
στην  περιοχή  της  λίμνης  Σκόδρας  (αρχ.  Λαβαιάτις),  στο  βορειότερο  σημείο  της 
σημερινής  Αλβανίας  και  όχι  στην  περιοχή  βορείως  της  Αχρίδας.  Η  άποψη  αυτή 
ενισχύεται  και  από  το  γεγονός  ότι  και  στον  προαναφερθέντα  Περίπλου,  οι  Εγχελείς 
τοποθετούνται  βορείως  των  Ταυλαντίων,  άρα  στα  νότια  της  λίμνης  Σκόδρας.  Το  θέμα 
αυτό πάντως σήμερα έχει ξεκαθαρίσει. Υποστηρίζεται λοιπόν, ότι πρόκειται μάλλον για 
κάποιο  Παλαιο‐Βαλκανικό  φύλο,  εγκατεστημένο  αρχικά  στα  βόρεια  της  πλούσιας  σε 
αλιεύματα  και  κυρίως  χέλια  (με  αυτά  σχετίζεται  ετυμολογικά  και  η  ονομασία  του 
φύλου),  λίμνη  της  Αχρίδος,  το  οποίο  βαθμιαία  επεκτάθηκε  κατά  μήκος  του  ποταμού 
Δρίλωνος  (σημερ.  Drin),  μέχρι  την  περιοχή  της  λίμνης  Σκόδρας,  με  αποτέλεσμα  να 
υπάρχει σύγχυση στις αρχαίες πηγές. 
 

 
Αργυρός στατήρ της Επιδάμνου (Δυρράχιον) 
Κόπηκε για λογαριασμό του ηγεμόνος των Ιλλυριών Μονουνίου (περίπου 300‐280 
π.Χ.) 
 
 
Βορείως  της  λίμνης  Σκόδρας  αναφέρονται  τα  φύλα  των  Αρδιαίων  (Ardiaei),  ενώ  στα 
ανατολικά της λίμνης τα φύλα των Γραβαίων (Grabaei) και των Λαβαιατών (Labeates). 
Ακόμη  βορειότερα,  στα  παράλια  της  Αδριατικής,  ήσαν  εγκατεστημένοι  οι  Δαόρσοι  και 
βορειότερα  οι  Νεστοί.  Ανατολικοί  γείτονες  αυτών  των  λαών  στο  εσωτερικό,  ήσαν  οι 
Δαλματοί ή Δελμέτες, οι οποίοι μετά τον 2ο αιώνα π.Χ. θα κυριαρχήσουν στην περιοχή 
που θα πάρει και το όνομά της από αυτό το φύλο (Δαλματία). 
 
Στις  εκτεταμένες  περιοχές  του  εσωτερικού  της  Ιλλυρίας,  κυριαρχούσαν  οι  μεγάλες 
ομάδες  φύλων  όπως  οι  Αυταριάτες,  οι  Δάρδανοι  και  στην  συμβολή  των  ποταμών 
Μοράβα, Σαύου και Δούναβη το κελτικό φύλο των Σκορδίσκων, οι οποίοι αργότερα θα 
αναμειχθούν με Ιλλυριούς. 
 
Για τους  Παίονες, πρέπει  να τονίσουμε  ότι  δεν  θεωρούνται  πλέον  ιλλυρικό  φύλο,  όπως 
παλαιότερα, σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις (βλ. N. G. L. Hammond: The Macedonian 
State,  Oxford  University  Press,  1989  και  Dragoslav  Srejović:  The  Illyrians  and  the 
Thracians, Malta 1998). 
 
Επίσης  για  τα  φύλα  των  Ενετών  (Veneti),  των  Λιβουρνών  ή  Λιβυρνών  (Liburni),  των 
Κάρνων  (Carni)  και  των  Ιστρίων  (Histri),  που  ζούσαν  στις  περιοχές  της  σημερινής  Β.Α. 
Ιταλίας  (κοιλάδα του  Πάδου), στις  βορειότερες  ακτές  της  Δαλματίας,  στην  σημερινή ΒΔ 
Σλοβενία και στην χερσόνησο της Ιστρίας (στον μυχό της Αδριατικής) αντίστοιχα, είναι 
πλέον  γενικά  αποδεκτό  ότι  δεν  είχαν  σχέση  με  τους  Ιλλυριούς. 
Θεωρούνται  ως  φύλα  ενός  ιδιαίτερου  Αριοευρωπαϊκού  λαού,  των  Βενετών,  φορέων  της 
Βενετικής γλώσσας (Venetic language), οι οποίοι κατά την παράδοση (Στράβων Δ΄ IV. 1, 
Ε΄  Ι.  4  και  ΙΒ΄  ΙΙΙ.  25),  κατάγονταν  από  τους  Ενετούς  της  Παφλαγονίας,  που  με 
επικεφαλής  τον  Τρώα  αρχηγό  Αντήνορα,  μετανάστευσαν  στην  Αδριατική  μετά  την 
άλωση  της  Τροίας.  Τέλος  οι  Ιάποδες,  στις  ΒΑ  ακτές  της  Αδριατικής,  οι  νότιοι  γείτονες 
των Ιστρίων, θεωρούνται Κελτο‐ιλλυρικός λαός.  
 

 
ΙΛΛΥΡΙΣ και γύρω περιοχές 

 
Οι  Ιλλυριοί  έγιναν  γνωστοί  κυρίως  από  τις  μόνιμες  και  επίφοβες  επιδρομές  τους 
εναντίον  των  Μακεδόνων,  το  βασίλειο  των  οποίων  συχνά  έφθασε  στα  όρια  της 
εξαφάνισης  και  της  υποδούλωσης  στους  Ιλλυριούς.  Θα  συντριβούν  οριστικά  από  τον 
Φίλιππο Β΄ και τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά στα χρόνια των Διαδόχων και των Ελληνιστικών 
κρατών, το φύλο των Δαρδάνων, θα ισχυροποιηθεί και θα αρχίσει και πάλι τις επιδρομές 
εναντίον της Μακεδονίας. 
 
Οι Ιλλυριοί θα υποκύψουν στις αλλεπάλληλες εκστρατείες των Ρωμαίων και μέχρι το 9 
μ.Χ. θα ενταχθούν οριστικά στο ρωμαϊκό κράτος, όπου βαθμιαία θα αφομοιωθούν και θα 
χάσουν ακόμη και την γλώσσα τους, ενώ παράλληλα ένα τμήμα τους εξελληνίσθηκε και 
συγχωνεύθηκε  με  τα  γειτονικά  ελληνικά  φύλα.  Ο  κύριος  όγκος  τους  πάντως 
αφομοιώθηκε  από  τα  κύματα  των  Σλάβων  που  θα  εγκατασταθούν  στα  Βαλκάνια  μετά 
τον 6ο αιώνα μ.Χ. 
 
Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  από  την  γλώσσα  των  Ιλλυριών  (η  οποία  δεν  απέκτησε  ποτέ 
γραπτή  μορφή),  ελάχιστα  ίχνη  έχουν  απομείνει  σήμερα,  με  αποτέλεσμα  να  είμαστε 
βέβαιοι  μόνον  για  το  γεγονός  ότι  η  Ιλλυρική  ανήκει  σαφώς  στις  Αριοευρωπαϊκές 
(Ινδοευρωπαϊκές) γλώσσες. 
 
Κρίσιμο σημείο παραμένει η θέση τις Ιλλυρικής σε σχέση με τις δύο βασικές ομάδες των 
Αριοευρωπαϊκών  γλωσσών:  Την  Ανατολική  ή  ομάδα  satem,  που  περιλαμβάνει  την 
Θρακική, τις Σλαβικές, Ιρανικές (Περσική, Κουρδική, Αφγανική) και Ινδικές γλώσσες (την 
προγονική  Σανσκριτική  και  τις  σύγχρονες  Hindi,  Bengali,  Punjabi,  Urdu  κ.λ.π.)  και  την 
Δυτική  ή  ομάδα  centum  στην  οποία  ανήκουν  η  Ελληνική  και  η  Φρυγική  καθώς  και  οι 
Κελτικές,  οι  Ιταλικές  (αρχαίες:  Λατινο‐Φαλισκική,  Οσκο‐Ουμβρική,  Πικεντική  και  οι 
σύγχρονες  Ρωμανικές‐Λατινογενείς:  Ιταλική,  Ισπανική,  Γαλλική  κ.λ.π.)  και  Τευτονικές 
(Γερμανική, Αγγλική, Ολλανδική, Σκανδιναβικές) γλώσσες. 
 

 
 
Ιλλυρική πόρπη 
 
Η  κρισιμότητα  του  ζητήματος  προκύπτει  από  το  γεγονός  ότι  η  σημερινή  Αλβανική 
γλώσσα (που είναι γνωστή από γραπτές πηγές μόλις από τον 15ο αιώνα μ.Χ.) και η οποία 
ανήκει  στην  ομάδα  satem  (Ανατολική  ομάδα),  διεκδικεί  την  καταγωγή  της  από  την 
Ιλλυρική,  η  οποία,  όπως  τείνει  να  αποδείξει  η  σύγχρονη  έρευνα,  ανήκει  μάλλον  στην 
Δυτική  ομάδα  centum  και  επομένως  αποκλείεται  να  είναι  προγονική  γλώσσα  της 
Αλβανικής, άρα και οι Ιλλυριοί πρόγονοι των Αλβανών. 
 
Νεώτερες απόψεις (βλ. σχετικό λήμμα από τον Βαλκανιολόγο Αχ. Λαζάρου στο Π‐Λ‐Μπ) 
θέλουν τους Αλβανούς να κατάγονται από κάποιο θρακικό φύλο της ενδοχώρας και να 
εγκαταστάθηκαν στην σημερινή Αλβανία τους πρώτους αιώνες του Βυζαντινού κράτους. 
Πιθανότερη  πάντως  φαίνεται  η  καταγωγή  του  αρχικού  φυλετικού  πυρήνα  (από  τον 
οποίον  προέκυψαν  οι  σημερινοί  Αλβανοί  και  ιδίως  οι  Γκέγκηδες  του  βορείου  τμήματος 
της  χώρας)  από  το  αρχαίο  Δακικό  φύλο  των  Κάρπων,  το  οποίο  εικάζεται  ότι 
μετακινήθηκε από τα βόρεια των Καρπαθίων, όπου εντοπίζεται τον 2ο‐3ο αιώνα μ.Χ. και 
εγκαταστάθηκε τελικώς στην περιοχή γύρω από την Σκόδρα, κάποια περίοδο μεταξύ του 
5ου‐10ου αιώνα.  
 

 
Χάρτης Παν‐Ιλλυρικών φαντασιώσεων, με την εξάπλωση των ιλλυρικών φύλων να 
φθάνει μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο! 
 
 
Κρήστωνες ή Κρηστωναίοι:  
Αρχαίο  πελασγο  –  θρακικό  φύλο,  εγκατεστημένο  στην  ορεινή  περιοχή  μεταξύ  των 
ποταμών  Αξιού  και  Στρυμόνα,  η  οποία  στην  αρχαιότητα  ήταν  γνωστή  ως  Κρηστωνία, 
Γρηστωνία ή Κρηστωνική. 
 
Αναφέρονται από πολλούς κλασσικούς συγγραφείς (Ηροδτ. Ε΄ 3,5 και Ζ΄ 124 Θουκυδ. Β΄ 
99.6  Στράβων  Ζ΄  αποσπ.  41)  άλλοτε  ως  Θράκες  και  άλλοτε  ως  Πελασγοί.  Κατά  τον 
΄Οθωνα Άβελ (Ιστορία της Μακεδονίας, σελ. 177) ήσαν Πελασγοί που αφομοιώθηκαν 
από τους Βισάλτες. 
 
Σύμφωνα  με  τις  νεώτερες  απόψεις  οι  Κρήστωνες  προέκυψαν  από  την  συγχώνευση 
Θρακών με Πελασγούς, οι οποίοι είτε είχαν εγκατασταθεί εκεί στα τέλη της Νεολιθικής 
είτε  είχαν  προέλθει  από  το  κύμα  των  Θρακο‐Πελασγών,  που  εισέβαλαν  στον  ελλαδικό 
χώρο γύρω στο 1200 π.Χ. (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, σελ. 48). 
 
Λυγκησταί:  
Αρχαίο  φύλο  της  άνω  (ορεινής)  Μακεδονίας.  Κατά  το  Λεξικόν  της  Ελληνικής 
Αρχαιολογίας  (Αλεξάνδρου  Ρ.  Ραγκαβή  ‐  Αθήναι  1888),  οι  Λυγκηστές  ήσαν:  «…Λαός 
αυτόνομος, την Λυγκηστίδα οικών, χώραν Β.Δ. της Μακεδονίας κειμένην. Κατ’ αρχάς είχον 
ιδίους  βασιλείς  εκ  του  γένους  των  Βακχιαδών,  είτα  δε  ηνώθησαν  μετά  της  Μακεδονίας. 
Πρωτεύουσα αυτών ην ο Λύγκος (Θουκυδ. Β, 93 και Δ, 8) ή Λύκος…». 
 
Σύμφωνα  με  το  Λεξικό  των  Κυρίων  Ονομάτων  (Ανέστη  Κωνσταντινίδου  ‐ 
Κωνσταντινούπολις  1900)  ο  Λύγκος  παλαιότερα  ονομαζόταν  Πιερία. 
Κατά  τον  Στέφανο  Βυζάντιο  «Λύγκος,  πόλις  Ηπείρου,  Στράβων  εβδόμη.  εκλήθη  από 
Λυγκέως. το εθνικόν Λυγκησταί. το θηλυκόν Λυγκηστίς…». 
 
Η  χώρα  των  Λυγκηστών  εκτεινόταν  στα  ανατολικά  των  Πρεσπών,  νότια  του  ποταμού 
Εριγόνος και περιελάμβανε τις πεδιάδες της Φλωρίνης και του Μοναστηρίου (Βιτώλια). 
(Βλ. Χάρτη Αρχαία Μακεδονία). 
 
Παλαιότερα  είχε  υποστηριχθεί  ότι  οι  Λυγκηστές  ήσαν  Ιλλυρικό  φύλο,  αλλά  η  νεώτερη 
έρευνα  έχει  ανατρέψει  πλήρως  αυτή  την  άποψη.  Σήμερα  είναι  βεβαιωμένο  ότι  οι 
Λυγκηστές ήσαν ένα από τα Δυτικά (Ηπειρωτικά) ελληνικά φύλα (βλ. N. Hammond: The 
Macedonian State, σελ. 39). 
 
Ο  ηγεμονικός  οίκος  των  Λυγκηστών  διεκδικούσε  την  καταγωγή  του  από  το 
αριστοκρατικό γένος των Βακχιαδών (Στράβων Ζ΄ VII. 8), που βασίλευσε στην Κόρινθο 
από  τον  9ο  π.Χ.  αιώνα  μέχρι  το  657  π.Χ.  οπότε  ανατράπηκε  από  τον  Κύψελο,  ο  οποίος 
κατέλαβε  την  εξουσία  ως  τύραννος  (=κυβερνήτης)  της  Κορίνθου,  για  να  τον  διαδεχθεί 
στην εξουσία το 587 π.Χ. ο γιος του Περίανδρος, ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαίας 
Ελλάδος. 
 
Ουσιαστικά όμως, ιδρυτής του βασιλικού οίκου των Λυγκηστών θεωρείται ο Αρραβαίος 
Α΄  (μέσα  του  5ου  αιώνα  π.Χ.),  ο  οποίος  αντιτάχθηκε  σθεναρά  στις  προσπάθειες  του 
βασιλέως  των  Μακεδόνων  Περδίκκα  Β΄  (448‐413  π.Χ.),  να  επαναπροσαρτήσει  την 
περιοχή  στο  Μακεδονικό  Βασίλειο,  κάτι  που  είχε  επιτευχθεί  επί  της  βασιλείας  του 
Αλεξάνδρου Α΄ του Φιλέλληνος (498/497 – 454 π.Χ.). Ο Αρραβαίος Α΄ επωφελήθηκε από 
τις  δυναστικές  διαμάχες  που  είχαν  ξεσπάσει  στην  Μακεδονία  μετά  την  δολοφονία  του 
Αλεξάνδρου  Α΄,  για  να  εδραιώσει  την  θέση  του.  Ο  Περδίκκας  Β΄  θα  εγκαταλείψει  την 
συμμαχία με την Αθήνα και θα στραφεί στους Σπαρτιάτες για να πετύχει την υποταγή 
των  Λυγκηστών  (424  π.Χ.).  Το  423  ο  ένδοξος  στρατηγός  των  Σπαρτιατών  Βρασίδας  θα 
φθάσει στην Μακεδονία και θα συνεκστρατεύσει μαζί με τον Περδίκκα Β΄ εναντίον του 
Αρραβαίου Α΄ (Θουκυδ. Δ΄ 124. 1). 
 
Τα  στρατεύματα  των  συμμάχων  θα  πετύχουν  να  κατατροπώσουν  τις  δυνάμεις  του 
Αρραβαίου στην μάχη που δόθηκε κοντά στο σημερινό Μοναστήρι (Βιτώλια). Διαφωνίες 
θα  ξεσπάσουν  μεταξύ  του  Περδίκκα  και  του  Βρασίδα  και  η  πληροφορία  ότι  οι  Ιλλυριοί 
συμμάχησαν  με  τον  Αρραβαίο  θα  έχει  ως  τελικό  αποτέλεσμα  να  αποτύχει  πλήρως  η 
εκστρατεία  και  ο  Περδίκκας  Β΄  να  διαλύσει  την  συμμαχία  του  με  την  Σπάρτη  και  να 
ζητήσει την βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι θα τον εξαναγκάσουν να συμφιλιωθεί με 
τον Αρραβαίο Α΄. Οι προσπάθειες των Αργεαδών‐Τημενιδών βασιλέων της Μακεδονίας 
να  υποτάξουν  τους  Λυγκηστές  θα  συνεχισθούν  και  επί  της  βασιλείας  του  γιου  και 
διαδόχου  του  Περδίκκα  Β΄,  Αρχελάου  (413 –  399 π.Χ.),  ο  οποίος  για  να  εξασφαλίσει  την 
στρατιωτική υποστήριξη των Ελιμιωτών και του περίφημου ιππικού τους, θα παντρέψει 
την  μεγαλύτερη  κόρη  του  με  τον  ηγεμόνα  τους  Δέρδα  Β΄  (το  400  π.Χ.). 
Πιθανόν  ο  γάμος  αυτός  να  έγινε  στα  πλαίσια  μιας  μεγάλης  εκστρατείας  εναντίον  του 
Αρραβαίου Β΄ και του γαμπρού του, ηγεμόνα των Ορεστών Σίρρα ή Ίρρα, που σχεδίαζε ο 
Αρχέλαος,  αλλά  θα  τον  προλάβει  η  δολοφονία  του  το  399  π.Χ. 
Μετά  τον  θάνατο  του  Αρχελάου  θα  προκληθεί  χάος  από  τις  δυναστικές  διαμάχες  στην 
αυλή  των  Αργεαδών.  Στο  διάστημα  399‐391  π.Χ.  έξη  βασιλείς  συνολικά  (Ορέστης, 
Αέροπος  Β΄,  Αμύντας  Β΄  ο  Μικρός,  Παυσανίας,  Αμύντας  Γ΄  και  Αργαίος  Β΄)  θα 
καταλάβουν  τον  θρόνο  της  Μακεδονίας  και  ένας  από  αυτούς  (ο  Αργαίος  Β΄  392/1)  θα 
ανέλθει  στον  μακεδονικό  θρόνο  με  την  βοήθεια  των  Ιλλυριών  και  των  Λυγκηστών, 
απομακρύνοντας τον νόμιμο βασιλέα Αμύντα Γ΄. 
 
Ο  Αμύντας  Γ΄  θα  υποχρεωθεί  να  συνδιαλλαγεί  με  τους  Λυγκηστές  και  θα  πάρει  ως 
σύζυγο  την  εγγονή  του  Αρραβαίου  Α΄  και  κόρη  του  Σίρρα,  την  δυναμική  Ευριδίκη,  την 
μητέρα  του  Φιλίππου  Β΄.  Έτσι  θα  ανακτήσει  τον  θρόνο  (το  391  π.Χ.)  και  θα  λήξει  η 
μακρόχρονη  εχθρότητα  στις  σχέσεις  μεταξύ  Λυγκηστών  και  Αργεαδών. 
Όταν αργότερα θα ανέβει στον θρόνο ο Φίλιππος Β΄, ο γιος της Ευρυδίκης, θα συντρίψει 
την δύναμη των Ιλλυριών και θα προσαρτήσει οριστικά την Λυγκηστίδα στο μακεδονικό 
κράτος. 
 
Σπουδαιότερη πόλη της Λυγκηστίδας ήταν η Ηράκλεια (Ηράκλεια Λυγκηστών/Λύγκου), 
που  κτίσθηκε  από  τον  Φίλιππο,  νοτιότερα  του  σημερινού  Μοναστηρίου  το  358  π.Χ. 
Αναφορικά  με  τις  πόλεις  της  περιοχής  μόνο  η  Ηράκλεια  Λύγκου  θεωρείται  σήμερα  ότι 
έχει  ταυτιστεί  με  σιγουριά.  Για  τον  προσδιορισμό  της  υπήρξε  διχογνωμία  ανάμεσα  σε 
εκείνους που την τοποθετούσαν στο Λόφο του Αγ. Παντελεήμονα (Αντ. Κεραμόπουλος) 
στην σημερινή πόλη της Φλώρινας και σε όσους τη συσχέτιζαν με τη σημερινή πόλη του 
Μοναστηρίου (F.Y.R.O.M.). Η διάσταση απόψεων οφείλεται και σε μνεία του Συνέκδημου 
του  Ιεροκλή  (Ιεροκλής,  528‐535)  σύμφωνα  με  την  οποία  υπάρχουν  δύο  Ηράκλειες  η 
Λύγκου  και  η  Πελαγονίας.  Η  σύγχυση  αυτή  θα  πρέπει  να  αποδοθεί  στις  διοικητικές 
μεταβολές  που  επέφεραν  οι  Ρωμαίοι  οι  οποίοι  υπήγαγαν  την  πόλη  της  Ηράκλειας 
Λύγκου στην περιοχή της Πελαγονίας και οδήγησαν στην ταύτιση πόλης και περιοχής. 
Σήμερα  επικρατούσα  και  βεβαιωμένη  θεωρείται  η  άποψη  ότι  η  Ηράκλεια  Λύγκου 
βρίσκεται  δύο  χιλιόμετρα  νότια  από  το  Μοναστήρι  στα  μετόχια  του  μοναστηριού  του 
Μπουκόβου  (Βλ.  Κατερίνα  Τρανταλίδου:  «Αρχαιολογική  τοπογραφία  του  νομού 
Φλώρινας»  Συνοπτική  Επισκόπηση  –  Πρέσπες  1995,  σ.  21  και  L.  Heuzey  –  H.  Daumet: 
Mission archaeologique de Macedoine – 1876, σελ. 300). 
 
 
Μύγδονες: 
 Αρχαίος  λαός  εγκατεστημένος  στην  Μακεδονία,  για  τον  οποίο  υπήρχε  παλαιότερα  η 
άποψη  ότι  επρόκειτο  για  θρακικό  φύλο.  Σύμφωνα  όμως  με  νεώτερες  απόψεις  (βλ.  τόμο 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,  σελ.  48‐49)  θεωρούνται  φρυγικό  φύλο  που  εγκαταστάθηκε  στην 
Μακεδονία,  όταν  ένα  μέρος  από  τους  Φρύγες  παρέμεινε  στην  χώρα,  στην  διάρκεια  της 
μεγάλης  φρυγικής  μετανάστευσης  (γύρω  στο  1200  π.Χ.). 
Η περιοχή εγκατάστασής τους θα ονομασθεί Μυγδονία και περιελάμβανε τις εκτάσεις 
γύρω  από  τις  λίμνες  Βόλβη  και  Κορώνεια.  Μετά  την  αποχώρηση  των  Φρυγών  από  την 
Μακεδονία γύρω στο 800 π.Χ., το μεγαλύτερο μέρος από τους Μύγδονες θα παραμείνει 
στην  περιοχή  τους.  Μέχρι  τον  5ο  αιώνα  π.Χ.  φαίνεται  ότι  ήσαν  γνωστοί  με  την  γενική 
ονομασία  Βρύγες(Φρύγες),  Βρύγοι  ή  Βρίγες.  Έτσι  αναφέρονται  στον  Ηρόδοτο  (ΣΤ΄  45 
και  Ζ΄  185,  αλλά  και  73),  ο  οποίος  όμως  τους  θεωρεί  θρακικό  φύλο,  πιθανόν  λόγω  της 
ανάμειξής τους με γειτονικά θρακικά φύλα. 
 
Στην  χώρα  των  Μυγδόνων  θα  εξαπλωθούν  οι  επίσης  φρυγικής  καταγωγής  Ήδωνες  ή 
Ηδωνοί (περιορίζοντας τους εναπομείναντες Μύγδονες στην περιοχή μεταξύ του μυχού 
του  Θερμαϊκού  και  του  Αξιού)  και  οι  οποίοι  θα  εκδιωχθούν  από  τους  Μακεδόνες,  ίσως 
στην διάρκεια της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α΄ του Φιλέλληνος (498/497‐454 π.Χ.). 
 
Ο  Στράβων  (αποσπ.  11,  εκ  του  Ζ΄)  θεωρούσε  τους  Μύγδονες  φύλο  των  Ηδωνών:  «…Οι 
Ηδωνοί  και  οι  Βισάλτες  κατείχαν  την  υπόλοιπη  Μακεδονία  έως  τον  Στρυμόνα.  Από  τους 
λαούς  αυτούς,  οι  Βισάλτες  ονομάζονταν  έτσι,  Βισάλτες,  ενώ  από  τους  Ηδωνούς,  άλλοι 
λέγονταν Μύγδονες, άλλοι Ήδωνες κι άλλοι Σίθωνες…». 
 
Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε και την παράδοση (Στέφανος Βυζάντιος) σύμφωνα με την 
οποία  ο  Ηδωνός,  ο  Μύγδων,  ο  Οδόμας  και  ο  Βιστωνός  ήσαν  αδέλφια. 
Μύγδονες  θα  εγκατασταθούν  και  στην  περιοχή  βορείως  της  μεγάλης  Φρυγίας  στην  Μ. 
Ασία,  όπου  η  περιοχή  θα  ονομασθεί  επίσης  Μυγδονία  (βλ.  Στέφανος  Βυζάντιος  στο 
σχετικό  λήμμα).  Αν  λάβουμε  υπ’  όψιν  ότι  ένας  από  τους  αρχηγούς  των  Φρυγών, 
συμμάχων των Τρώων, ονομαζόταν Μύγδων (Ιλιάς, Γ 185), τότε πρέπει να δεχθούμε ότι 
ένα  μέρος  από  τους  Μύγδονες  δεν  παρέμεινε  στην  Μακεδονία,  αλλά  συνέχισε  με  το 
υπόλοιπο  κύμα  της  φρυγικής  μετανάστευσης  και  πέρασε  στην  Μικρά  Ασία,  όπου 
εγκαταστάθηκε  στην  περιοχή  βορείως  του  όρους  Όλυμπος  της  Μυσίας,  στην 
Προποντίδα,  μεταξύ  των  λιμνών  Ασκανίας  και  Δασκυλίτιδος  (Στράβων,  ΙΒ΄  VIII.  10). 
Πιθανόν αργότερα, με την αποχώρηση των Φρυγών από την Μακεδονία, ένα μέρος από 
τους  Μύγδονες  της  Μακεδονίας  να  μετακινήθηκαν  και  να  εγκαταστάθηκαν  στην 
περιοχή των συγγενών τους της Μ. Ασίας . 
 
Οι Μύγδονες της Μακεδονίας θα αφομοιωθούν και θα εξαφανισθούν στην διάρκεια των 
ελληνιστικών  χρόνων,  ενώ  οι  Μύγδονες  της  Μ.  Ασίας  υπήρχαν  μέχρι  την  εποχή  του 
Στράβωνος  (1ος  αιών  π.Χ.)  και  αφομοιώθηκαν  το  αργότερο  μέχρι  τους  πρώτους 
χριστιανικούς χρόνους.  
 
Παίονες και Παιονία: 
Το τελευταίο χρονικό διάστημα ακούγεται συχνά η πρόταση να πάρουν οι κάτοικοι της 
περιοχής των Σκοπίων το όνομα των αρχαίων κατοίκων της περιοχής, που ονομάζονταν 
Παίονες (κάτι όχι απόλυτα ακριβές). Προσωπικώς θεωρώ ότι η άποψη αυτή είναι μάλλον 
ουτοπική  και  πολύ  συζητήσιμη  για  πολλούς  λόγους,  πέρα  από  το  γεγονός  ότι  οι 
ιθύνοντες των Σκοπίων θα την απορρίψουν (εάν ποτέ γίνει επισήμως) μετά βδελυγμίας 
χωρίς  δεύτερη  σκέψη.  Παρ’  όλα  αυτά  θεωρώ  ότι  είναι  χρήσιμη  η  ενημέρωση  των 
επισκεπτών  της  ιστοσελίδας  σχετικά  με  το  φύλο  των  Παιόνων.  Αντιγράφω  το  σχετικό 
λήμμα από το «Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου». 
 
Παίονες:  
Ένα από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα φύλα των κεντρικών περιοχών της χερσονήσου 
του  Αίμου,  κατά  την  αρχαιότητα.  Οι  Παίονες  μνημονεύονται  από  τον  Όμηρο  ως 
σύμμαχοι  των  Τρώων,  με  αρχηγό  τον  Πυραίχμη  (Ιλιάς,  Β  848)  «…που  οδηγούσε  τους 
Παίονες  με  τα  κυρτά  τόξα,  μακριά  από  την  Αμυδόνα,  από  τον  πλατύ  Αξιό…»  και  στην 
συνέχεια,  μετά  τον  θάνατο  του  Πυραίχμη  από  το  δόρυ  του  Πατρόκλου  (Π  284‐293),  τον 
γιο του Ίππασου, Απισάονα, (Ρ 347‐351) «…τον κυβερνήτη του στρατού, που είχε έλθει από 
την  εύφορη  Παιονία…»,  ο  οποίος  σκοτώθηκε  από  τον  Λυκομήδη.  Βασιλιάς  τους  ήταν  ο 
Αστεροπαίος, ο γιος του Πηλεγόνα, που τον γέννησε ο Αξιός. Ο Αστεροπαίος θα βρεί τον 
θάνατο  από  τον  Αχιλλέα,  όπως  και  άλλοι  Παίονες  που  αναφέρονται  ονομαστικά: 
Θερσίλοχος,  Μύδων,  Αστύπυλος,  Μνήσος,  Θράσιος,  Αίνιος  και  Οφελέστης  (Φ  139‐212). 
Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι, Ε΄ 1 και 12‐17 Ζ΄ 113, 124) αναφέρει τους Παίονες ως κατοίκους της 
βόρειας περιοχής μεταξύ του Αξιού και του Στρυμόνα, καθώς και τα παιονικά φύλα των 
Αγριάνων, Λαιαίων, Παιόπλων, Σιριοπαιόνων και Δοβήρων. 
 
Ο  Στράβων  (Γεωγραφικά,  Ζ΄  αποσπ.  4  και  38)  τους  ταυτίζει  με  τους  Πελαγόνες, 
τονίζοντας  μάλιστα  ότι  οι  Παίονες  παλαιότερα  λέγονταν  Πελαγόνες  και  συσχετίζει  το 
όνομα του πατέρα του Αστεροπαίου, του Πηλεγόνα (βλ. παραπάνω), με τους Πελαγόνες 
(Πηλεγόνας‐Πελαγόνας),  ενώ  αναφέρει  και  την  άποψη  ότι  οι  Παίονες  θεωρούνται 
άποικοι  Φρυγών  ή  σύμφωνα  με  άλλους,  αρχηγοί  τους.  Σε  άλλο  όμως  σημείο  (Ζ΄ 
απόσπασμα 11) τους θεωρεί Θράκες. 
 
Τέλος,  ο  Θουκυδίδης  (Ιστορία,  Β΄  96)  αναφέρει  τα  παιονικά  φύλα  των  Αγριάνων  και 
Λαιαίων ως υπηκόους του βασιλιά των Οδρυσών, του Σιτάλκη. 

 
Αργυρό τετράδραχμο του βασιλέως των Παιόνων 
Πατράου (340‐315 π.Χ.) 
 
Η  νεώτερη  έρευνα  δεν  έχει  καταλήξει  ακόμη  οριστικά  στο  ζήτημα  της  καταγωγής  των 
Παιόνων.  Άλλοι  τους  θεωρούν  Θράκες  (βλ.  Λεξικό  Ελληνικής  Αρχαιολογίας),  άλλοι 
Ιλλυριούς (βλ. R. A. Crossland ‐ Cambridge Ancient History, Vol. III part 1, σελ. 837), ενώ 
τελευταίως  υποστηρίζεται  η  φρυγική  καταγωγή  των  Παιόνων  (βλ.  Λεξικό  Π‐Λ‐Μπ). 
Κατά τον N. G. L. Hammond (Macedonian State, σελ. 40) οι Παίονες δεν ήσαν Ιλλυριοί 
ούτε Θράκες και φυσικά ούτε Έλληνες, αφού μιλούσαν μια διαφορετική γλώσσα από 
τους λαούς αυτούς. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει (βλ. C.A.H. Vol. III. part 3, σελ. 278‐279) 
ότι οι Παίονες εκτόπισαν τους Ιλλυριούς και εξαπλώθηκαν σε μεγάλες εκτάσεις μεταξύ 
των ετών 750‐530 π.Χ. 
 
Θα  πρέπει  στο  σημείο  αυτό  να  αναφερθεί  ότι  τα  τελευταία  χρόνια  έχει  αρχίσει  να 
εμφανίζεται  συχνά  μια  νέα  άποψη  με  ισχυρή  επιχειρηματολογία  (βλ.  τις  θέσεις  του 
Σέρβου  αρχαιολόγου  του  Πανεπιστημίου  του  Βελιγραδίου  Ντραγκοσλάβ  Σρέγιοβιτς‐
Dragoslav Srejović: The Illyrians and the Thracians‐Malta 1998), σύμφωνα με την οποία τα 
φύλα των κεντρικών περιοχών της χερσονήσου του Αίμου Παίονες, Τριβαλλοί, Δάρδανοι 
κ.λ.π. δεν ανήκαν ούτε στους Θράκες ούτε στους Ιλλυριούς. Τα φύλα αυτά αποτελούσαν 
μια  ιδιαίτερη  αυτοτελή  ομάδα  Παλαιο‐Βαλκανικών  λαών,  που  κατείχαν  τις  περιοχές 
μεταξύ  Θρακών  και  Ιλλυριών,  με  αποτέλεσμα  να  αποτραπεί  οποιαδήποτε  στενότερη 
πολιτιστική  επαφή,  αλλά  και  ουσιαστική  πολιτική  συνεργασία  μεταξύ  των  δύο 
τελευταίων. 
 

 
 
Η θεωρία αυτή κερδίζει σήμερα έδαφος και αν αποδειχθεί οριστικά θα θέσει τέρμα στις 
διενέξεις  του  παρελθόντος,  που  θεωρούσαν  τα  φύλα  των  κεντρικών  περιοχών  άλλοτε 
Θράκες,  άλλοτε  Ιλλυριούς  και  άλλοτε  Φρύγες,  παρ’  όλο  που  το  φρυγικό  στοιχείο 
αναμφισβήτητα συμμετείχε στην διαμόρφωση των φύλων που ήσαν εγκατεστημένα στις 
κεντρικές περιοχές της χερσονήσου του Αίμου (βλ. Χάρτη).  
 
Η πρωτεύουσα των Παιόνων ηγεμόνων ήταν αρχικά η Άστιβος – Astibus (βλ. Ν. Χάμμοντ 
«Ιστορία  της  Μακεδονίας»  τομ.  Β΄  σελ.  68  και  113  ‐  «Μάλλιαρης»  1995),  το  μετέπειτα 
Στίπειον  (σημερ.  Ištip  ή  Štip),  στις  όχθες  του  παραπόταμου  του  Αξιού  Άστιβου 
(σημερινός  Bregalnitsa)  ή  σύμφωνα  με  άλλη  όχι  τόσο  αξιόπιστη  πηγή  (ιστοσελίδα 
Wikipedia  ‐  λήμμα  Stobi)  τα  Βυλάζωρα  (σημερ.  Veles,  πρώην  Tito  Veles,  τα  βυζαντινά 
Βελεσά), απ’  όπου  αργότερα  μετακινήθηκε  στην  πόλη  Στόβοι  στην  συμβολή  του  Αξιού 
με τον Εριγόνα (σημερινός Cerna). 
 
Οι  Παίονες  ήσαν  κατ’  εξοχήν  γεωργικός  λαός  και  η  εκμετάλλευση  των  εύφορων 
περιοχών ανατολικά του Αξιού, καθώς και των πλούσιων μεταλλείων χρυσού, αργύρου, 
χαλκού  και  σιδήρου  θα  τους  αποφέρει  μεγάλο  πλούτο,  όπως  αποτυπώνεται  στα  βαριά 
ασημένια πρώϊμα νομίσματά τους με χαρακτηριστικές παραστάσεις μεγαλόσωμων 
βοδιών (βλ. αντίστοιχες εκδόσεις νομισμάτων από τους Δέρρωνες και Ήδωνες).  
 
 
Αργυρό οκτάδραχμο του Παιονικού φύλου των Ορεσκίων 
 
Σύμφωνα  με  τα  υπάρχοντα  στοιχεία,  οι  Παίονες  κατείχαν  στην  διάρκεια  της  Ύστερης 
Εποχής του Ορειχάλκου και ειδικότερα προς το τέλος της, την Αμφαξίτιδα (τις εκτάσεις 
γύρω  από  τις  δυο  όχθες  του  κάτω  ρου  του  Αξιού),  την  Ημαθία,  την  Αλμωπία,  την 
Εορδαία,  την  Πιερία,  την  Πελαγονία  και  βορειότερα  την  κοιλάδα  του  Αξιού  μέχρι  την 
περιοχή της σημερινής πόλης των Σκοπίων. Με την έναρξη της εποχής του Σιδήρου και 
τις μετακινήσεις λαών που σημειώθηκαν, οι Παίονες θα αφομοιωθούν, θα εκτοπισθούν 
ή  θα  εξολοθρευτούν  από  τους  Φρύγες,  τους  Θράκες  και  τους  Πελασγούς,  που  θα 
εισβάλουν  στις  περιοχές  τους  (βλ.  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,  «Εκδοτική  Αθηνών»  1982  σελ.  48‐49). 
Οι  Άλμωπες  και  οι  Εορδοί,  ενώ  παλαιότερα  θεωρούνταν  Ιλλυρικά  φύλα,  σήμερα 
θεωρούνται ότι ήσαν φύλα των Παιόνων, που αργότερα αναμίχθηκαν ως ένα βαθμό με 
Ιλλυριούς,  που  κατέλαβαν  αυτές  τις  περιοχές  πριν  από  την  εξάπλωση  των  Μακεδόνων 
(βλ.  πληροφορίες  για  τα  φύλα  αυτά  στο:  Δημ.  Ε.  Ευαγγελίδη  «Λεξικό  των  Αρχαίων 
Ελληνικών και περι‐ελλαδικών φύλων» ‐ Θεσσαλονίκη 2002). 
 
Οι Ιλλυριοί κυριάρχησαν στον χώρο της Μακεδονίας, μετά την αποχώρηση των Φρυγών 
γύρω  στο  800  π.Χ.  Οι  Παίονες,  με  επικεφαλής  το  πολεμοχαρές  φύλο  των  Λαιαίων,  θα 
επανέλθουν  βαθμιαία  και  από  το  750  π.Χ.  όπως  προαναφέρθηκε  θα  εκτοπίσουν  τους 
Ιλλυριούς  από  την  κοιλάδα  του  Αξιού  και  θα  ισορροπήσουν  την  πίεση  των  θρακικών 
φύλων πέρα από τον Στρυμόνα, μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. 
 
Στις περιοχές αυτές θα εγκατασταθεί ένα ισχυρό παιονικό φύλο, οι Σιριοπαίονες, από το 
όνομα  του  οποίου  προήλθε  και  η  σημερινή  ονομασία  της  πόλης  των  Σερρών  (βλ. 
λεπτομέρειες στο Macedonian State, ό.π. σελ. 40‐41). 
 
Με  την  Περσική  εισβολή  στην  Ευρώπη  (512/511  π.Χ.),  οι  Παίονες  θα  δεχθούν  ισχυρό 
πλήγμα και τα επόμενα χρόνια θα υποχωρούν διαρκώς κάτω από την αυξανόμενη πίεση 
των θρακικών φύλων από τα ανατολικά και των Μακεδόνων από τα δυτικά. Στα χρόνια 
του  Πελοποννησιακού  Πολέμου  (δεύτερο  μισό  του  5ου  αιώνα  π.Χ.)  φαίνεται  ότι  ήσαν 
σύμμαχοι  ή  υπήκοοι  του  βασιλιά  των  Οδρυσών,  όπως  προαναφέραμε.  Λίγο  αργότερα, 
πιθανόν  να  αποσύρθηκαν  στην  άνω  κοιλάδα  του  Αξιού  και  των  πηγών  του  Στρυμόνα, 
όπου συγκρότησαν ενιαίο ανεξάρτητο βασίλειο. Μας είναι γνωστός ένας βασιλιάς τους 
από  την  περίοδο  αυτήν,  ο  Άγις  (δεύτερο  τέταρτο  του  4ου  αιώνα  π.Χ.).  Οι  Παίονες  θα 
διατηρήσουν την ουσιαστική ανεξαρτησία τους μέχρι τον θάνατο του Άγι (358 π.Χ.). Τότε, 
ο  Φίλιππος  Β΄  της  Μακεδονίας,  εισέβαλε  στην  Παιονία,  κερδίζοντας  μια  αποφασιστική 
νίκη,  η  οποία  του  έδωσε  την  δυνατότητα  να  επιβάλλει  στον  νέο  ηγεμόνα  των  Παιόνων 
Λύππειο  (ή  Λύκκειο,  όπως  αναγράφεται  στα  νομίσματα,  περίπου  358‐340  π.Χ.),  μια 
συνθήκη  ειρήνης  ευνοϊκή  για  τους  Μακεδόνες  (βλ.  Ν.  Χάμμοντ  ‐  Ιστορία  της 
Μακεδονίας,  ʺΜάλλιαρηςʺ  1995  τόμ.  Β΄  σελ.  247).  Δύο  χρόνια  μετά,  ο 
Λύππειος/Λύκκειος,  μαζί  με  τον  Κετρίπορι,  ηγεμόνα  των  Οδρυσών  και  τον  Γράβο, 
ηγεμόνα  των  Γραβαίων,  με  την  υποκίνηση  των  Αθηναίων  θα  συμπήξουν  συμμαχία 
εναντίον της Μακεδονίας, αλλά ο στρατηγός του Φιλίππου Β΄, ο ικανότατος Παρμενίων, 
θα τους συντρίψει το 356 π.Χ. (βλ. Macedonian State, ό.π. σελ. 110‐111 και Διόδωρος ΙΣΤ΄ 
22.3). Το βασίλειό τους θα γίνει από τότε υποτελές στους Μακεδόνες.  

 
Νόμισμα Παιόνων (ΛΥΚΚΕΙΟΣ) 
 
Θα  πάρουν  μέρος  στην  εκστρατεία  του  Μ.  Αλεξάνδρου  με  δική  τους  μονάδα  ελαφρά 
οπλισμένων  ιππέων‐ανιχνευτών.  Σύμφωνα  με  τον  Λατίνο  ιστορικό  Κούρτιο  (Quintus 
Curtius  Rufus,  1ος  αιών  μ.Χ.),  οι  Παίονες  και  ο  διοικητής  τους  Αρίστων  θα  πολεμήσουν 
ηρωϊκά  και  θα  συντρίψουν  ένα  τμήμα  περσικού  ιππικού  που  προσπάθησε  να 
παρεμποδίσει την διάβαση του ποταμού Τίγρη από τον στρατό του Μ. Αλεξάνδρου, λίγες 
μέρες  πριν  από  την  μάχη  των  Γαυγαμήλων  (Historiae  ΙV.  9.  24‐25).  Οι  Παίονες  θα 
επωφεληθούν  των  εμφυλίων  συγκρούσεων  που  ακολούθησαν  τον  θάνατο  του  Μ. 
Αλεξάνδρου και θα αποκτήσουν και πάλι την ανεξαρτησία τους, μέχρι την υποταγή τους 
το 281 π.Χ. στον Λυσίμαχο και στην συνέχεια στους Γαλάτες (Κέλτες) επιδρομείς που θα 
κατακτήσουν  την  περιοχή.  Μας  είναι  γνωστοί  οι  ηγεμόνες  των  Παιόνων  αυτής  της 
περιόδου  Πατράος  (340–315  π.Χ.),  Αυδωλέων  (310–286  π.Χ.),  Αρίστων  (286–285),  Λέων 
(278–250 π.Χ.) και Δρωπίων (250–225 π.Χ.).  
 

 
Αργυρό νόμισμα Παιόνων με την επιγραφή ΑΥΔΩΛΕΟΝ[ΤΟΣ] 
 
Για  τον  βασιλέα  Αυδωλέοντα  ή  Αυδολέοντα  (=  αυτός  που  έχει  φωνή  λιονταριού, 
μεγαλόφωνος),  γνωρίζουμε  ότι  όταν  το  310  π.Χ.  η  ανεξαρτησία  της  Παιονίας  διέτρεξε 
κίνδυνο  από  τους  Αυταριάτες  Ιλλυριούς,  σώθηκε  με  τη  βοήθεια  του  βασιλέως  της 
Μακεδονίας  Κασσάνδρου.  Υπήρξε  φίλος  και  σύμμαχος  των  Αθηναίων  κατά  του 
Δημητρίου  του  Πολιορκητή  και  γι΄  αυτό  το  λόγο  είχε  τιμηθεί  με  ψήφισμα  από  την 
εκκλησία  του  δήμου.  Για  τον  βασιλέα  Δρωπίονα  πρέπει  να  αναφερθεί  ότι  το  1877 
ανακαλύφθηκε στην αρχαία Ολυμπία ένα βάθρο ανδριάντα με επιγραφή ότι είχε στηθεί 
από τους Παίονες προς τιμήν του.  
 
Γύρω στο 225 π.Χ. η Παιονία θα υποταχθεί στον Αντίγονο Γ΄ τον Δώσοντα (229‐221 π.Χ.) 
και  ο  διάδοχός  του,  Φίλιππος  Ε΄  (221‐179  π.Χ.),  θα  την  ενσωματώσει  οριστικά  στο 
Βασίλειο  της  Μακεδονίας,  όπου  θα  παραμείνει  μέχρι  την  ρωμαϊκή  κατάκτηση.  Οι 
Παίονες  θα  συγχωνευθούν  με  τους  γειτονικούς  τους  λαούς  και  στην  διάρκεια  της 
Ρωμαιοκρατίας θα παύσουν να αναφέρονται ως ξεχωριστό φύλο. 
 
Απόσπασμα χάρτη της αρχαίας Μακεδονίας επί Ρωμαιοκρατίας (DʹIsle 1708) 
 
 
Ὀδόμαντες:  
Αρχαίος λαός εγκατεστημένος στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνος και Νέστου, βορείως του 
Παγγαίου,  η  οποία  έγινε  γνωστή  ως  Οδομαντίς  ή  Οδομαντική.  Παλαιότερα 
επικρατούσε η αντίληψη ότι ανήκαν στα θρακικά φύλα, αλλά σύμφωνα με τις νεώτερες 
απόψεις  (βλ.  τόμο  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,  σελ.  48‐49),  θεωρούνται  φρυγικής  καταγωγής  λαός,  ο 
οποίος  στην  συνέχεια  αναμίχθηκε  πιθανόν  με  γειτονικά  θρακικά  φύλα.  Οι  Οδόμαντες 
σχετίζονταν  στενά  με  τα  φύλα  των  Ηδωνών,  των  Βιστώνων,  των  Μυγδόνων  και  των 
Βισαλτών. Εξ άλλου, στην αρχαιότητα υπήρχε η παράδοση (Στεφ. Βυζ.) σύμφωνα με την 
οποία  ο  Ηδωνός,  ο  Μύγδων,  ο  Οδόμας  και  ο  Βιστωνός  ήσαν  αδέλφια. 
Η σύγχρονη έρευνα τέλος, έχει επισημάνει ότι η ίδια ρίζα Οδο‐, Ωδο‐ ή Οδω‐ περιέχεται 
τόσο στο όνομα και άλλων φύλων (Ώδονες, Ήδωνες), όσο και στην παλαιότερη ονομασία 
της  Θάσου  (Οδωνίς,  κατά  τον  Ησύχιο).  Συμπεραίνουμε  λοιπόν  ότι  όλοι  αυτές  οι 
ονομασίες άρα και οι λαοί, σχετίζονται στενά μεταξύ τους (βλ. και C. A. H. Vol. III part 2, 
σελ. 602). 
 
Οι Οδόμαντες μνημονεύονται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρει (Ζ΄ 
112) ότι εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου. 
 
Το  422  π.Χ.  στην  διάρκεια  της  εκστρατείας  του  Αθηναίου  στρατηγού  Κλέωνος  στην 
Θράκη,  ο  βασιλιάς  των  Οδομάντων  Πόλλης,  έθεσε  στην  διάθεσή  του  τους  πολεμιστές 
του (Θουκυδίδης, Ε΄ 6, 2). 
 
Οι  Οδόμαντες  θα  υποταχθούν  οριστικά  στον  Φίλιππο  Β΄  της  Μακεδονίας  και  θα 
αποτελέσουν  τμήμα  του  Μακεδονικού  Βασιλείου, οπότε θα αφομοιωθούν βαθμιαία
και θα εξαφανισθούν ως ξεχωριστό φύλο.

Ὀρέσται:  
Σύμφωνα  με  το  ʺΛεξικόν  Ελληνικής  Αρχαιολογίαςʺ:  «…Λαός  Ηπειρωτικός  εν 
Μολοσσίδι,  εν  τη  μεταξύ  των  ποταμών  Αώου  και  Αλιάκμονος  χώρα,  ήτις  κατ’  αυτήν 
εκαλείτο  Ορεστίς  ή  Ορεστιάς.  Ανεξάρτητοι  το  πριν,  υπετάγησαν  έπειτα  εις  τους 
Μακεδόνας,  αλλ’  οι  Ρωμαίοι  τοις  απέδωκαν  την  ελευθερίαν.  Ελέγοντο  δε  την  επωνυμίαν 
λαβόντες εκ του Ορέστου, καταφυγόντος παρ’ αυτοίς αφ’ ου εφόνευσε την μητέραν του…». 
Οι  πληροφορίες  που  διαθέτουμε  σήμερα  για  τους  Ορέστες,  δυστυχώς  δεν  είναι 
σημαντικά  περισσότερες  από  όσες  αναφέρονται  στο  παραπάνω  λήμμα,  παρ’  όλο  που 
έχει περάσει παραπάνω από ένας αιώνας από την συγγραφή του. Έτσι, αυτά που είναι 
γνωστά  με  βεβαιότητα  είναι  ότι  οι  Ορέστες  αποτελούσαν  ένα  ορεσίβιο  φύλο,  όπως 
υποδηλώνει  και  η  ονομασία  τους,  αλλά  και  το  όνομα  της  χώρας  τους,  που  σημαίνει 
«ορεινή  περιοχή/  χώρα».  Επιβεβαιώθηκε  επίσης  ότι  ανήκαν  στα  φύλα  των  Μολοσσών 
της  Ηπείρου,  κάτι  που  ήδη  από  τον  6ο  αιώνα  π.Χ.  είχε  επισημάνει  ο  περίφημος 
Γεωγράφος της αρχαιότητος, Εκαταίος ο Μιλήσιος (απόσπασμα 107).  

 
Οι Ορέστες ήσαν εγκατεστημένοι στις περιοχές της λίμνης Ορεστιάδος (Καστοριάς), των 
πηγών και του άνω ρου του Αλιάκμονα, ενώ στα δυτικά μοιράζονταν τις εκτάσεις μέχρι 
τον ποταμό Αώο με τους Παραυαίους βόρεια και τους Τυμφαίους νότια, επίσης ορεσίβια 
ποιμενικά φύλα. 
 
Σύμφωνα  με  την  παράδοση,  ο  Ορέστης,  μετά  τον  φόνο  της  μητέρας  του 
Κλυταιμνήστρας και του εραστή της Αίγισθου, που είχαν δολοφονήσει τον πατέρα του 
Αγαμέμνονα μετά την επιστροφή του από την Τροία, καταδιωκόμενος από τις Ερινύες, 
εγκατέλειψε τις Μυκήνες και μετά από περιπλάνηση θα καταλήξει στην άνω Μακεδονία 
όπου  θα  ιδρύσει  την  πόλη  Άργος  Ορεστικόν  και  θα  ονομάσει  την  περιοχή  Ορεστίδα 
(Στράβων, Ζ΄ VII. 8). 
 
Όπως προαναφέραμε όμως, Ορεστίς σημαίνει ορεινή χώρα, μάλλον αρχική ονομασία της 
περιοχής, παρά τον προαναφερθέντα μύθο. 
 
Οι  Ορέστες,  αποσπάσθηκαν  από  τους  Μολοσσούς  και  πέρασαν  στην  επικυριαρχία  των 
Μακεδόνων,  στην  διάρκεια  της  βασιλείας  του  Αλεξάνδρου  Α΄  (498/497‐454  π.Χ.).  Οι 
διάδοχοί  του  όμως  δεν  θα  μπορέσουν  να  επιβάλουν  την  πλήρη  εξουσία  τους  και  οι 
Ορέστες, όπως και τα άλλα φύλα της άνω Μακεδονίας, θα αποτελέσουν ημιανεξάρτητες 
ηγεμονίες με ιθαγενείς δυναστείες. 
 
Σε  μια  επιγραφή  του  415  π.Χ.  (βλ.  Hammond:  Macedonian  State,  σελ.  85)  η  οποία 
αναφέρεται  σε  μια  συνθήκη  μεταξύ  των  Αθηναίων,  του  βασιλιά  της  Μακεδονίας 
Περδίκκα  Β΄  και  των  συμμάχων  του  και  του  ηγεμόνα  των  Λυγκηστών  Αρραβαίου  και 
των  συμμάχων  του,  μνημονεύονται  ως  σύμμαχοι  του  Περδίκκα  Β΄,  εκτός  από  τον 
ηγεμόνα  των  Ελιμιωτών,  Δέρδα  και  ο  ηγεμών  των  Ορεστών  Αντίοχος. 
Το  όνομα  του  ηγεμόνα  των  Ορεστών  Αντιόχου  αναφέρεται  και  από  τον  Θουκυδίδη  (Β΄ 
80),  σε  σχέση  με  τα  γεγονότα  του  έτους  429  π.Χ.  στην  Ακαρνανία,  στις  αρχές  του 
Πελοποννησιακού Πολέμου. 
 
Μεταξύ  των  ετών  370  και  365  π.Χ.  οι  Ορέστες  θα  αποχωρήσουν  επισήμως  από  την 
(σκιώδη ούτως ή άλλως) επικυριαρχία του βασιλέα της Μακεδονίας και θα αποτελέσουν 
τμήμα του Μολοσσικού κράτους (=φυλετικής ομοσπονδίας) και από Ορέστες Μακεδόνες 
θα ξαναγίνουν Ορέστες Μολοσσοί. 
 
Το 350 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄, μετά την νίκη του επί του βασιλέως των Μολοσσών Αρύββα, 
θα  προσαρτήσει  οριστικά  στην  Μακεδονία  την  Παραυαία,  την  Τυμφαία  και  την 
Ορεστίδα.  Κατά  τον  Στέφανο  Βυζάντιο,  υπήρχε  στην  περιοχή  η  Ορεστία:  «…πόλις  εν 
Ορέσταις,  εν  όρει  υπερκειμένω  της  Μακεδονικής  γης,  εξ  ης  Πτολεμαίος  ο  Λάγου  πρώτος 
βασιλεύσας Αιγύπτου…». 
 
Άλλη πόλη της περιοχής  ήταν και το Κέλετρον [Celetrum, κατά τον Τίτο Λίβιο: oppidum 
(ΧΧΧΙ.  40.1)]  ή  Κήλητρον  (σημερινή  Καστοριά),  αιολική  αποικία  και  πρωτεύουσα  της 
Ορεστίδος,  η  οποία  πολιορκήθηκε  το  200  π.Χ.  και  παραδόθηκε  στους  Ρωμαίους,  στην 
διάρκεια  του  Β΄  Μακεδονικού  πολέμου  (200‐197  π.Χ.).  Στην  συνέχεια  ο  Ρωμαίος 
στρατηγός  και  Ύπατος  Π.  Σουλπίκιος  Γάλβας  προσπαθεί  να  διεισδύσει  στην  άνω 
Μακεδονία  και  παραβιάζοντας  μια  ορεινή  δίοδο  διατρέχει  στη  Λυγκηστίδα  και  φτάνει 
στην  Εορδαία  όπου  επιδίδεται  σε  καταστροφές  και  λεηλασίες.  Τον  προλαβαίνει  όμως  ο 
Φίλιππος ο Ε΄ και μετά από σφοδρότατη σύγκρουση τον εξαναγκάζει να εκκενώσει την 
περιοχή.  Αργότερα  ο  Φίλιππος  Εʹ  αναγκάστηκε  εκ  των  πραγμάτων  να  αφήσει  την 
περιοχή  του  ποταμού  Εριγώνος  και  κατέλαβε  τα  στενά  μεταξύ  Λυγκηστίδος  και 
Εορδαίας,  Στο  μέρος  εκείνο  των  στενών  μετά  από  πολλές  αψιμαχίες  συνήφθη  μάχη, 
κατά  την  οποία  οι  Μακεδόνες  έπαθαν  φοβερή  καταστροφή,  γιατί  δεν  μπορούσαν  να 
κάνουν  χρήση  όλων  των  δυνάμεων  που  είχαν  λόγω  της  στενότητας  και  του  δασώδους 
του τόπου. 
 
Μετά την μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. και την διάλυση του Μακεδονικού Βασιλείου από 
τους Ρωμαίους, οι Ορέστες θα αποσπασθούν και πάλι από την Μακεδονία σκόπιμα, με 
στόχο  την  εξασθένιση  των  Μακεδόνων.  Ήδη  όμως  οι  Ορέστες  είχαν  συγχωνευθεί  με 
τους  Μακεδόνες  σε  μεγάλο  ποσοστό  και  τους  επόμενους  αιώνες  θα  παύσουν  να 
εμφανίζονται ως ξεχωριστά φύλα. 
 
 
Σίθωνες ἤ Σιθωνοί:  
Αρχαίο  φύλο,  εγκατεστημένο  στην  Χαλκιδική  και  ειδικότερα  στην  χερσόνησο  της 
Σιθωνίας που πήρε το όνομά της από αυτούς. 
 
Κατά μία μυθολογική παράδοση (Τζέτζης, εις Λυκόφρονα, 583), η Σιθωνία ονομάσθηκε 
έτσι  από  τον  βασιλέα  του  θρακικού  φύλου  των  Οδομάντων,  Σίθωνα,  γιο  του  θεού 
Ποσειδώνα και της Όσσας. Ο Σίθων, απέκτησε από την νύμφη Μενδηΐδα δύο κόρες, την 
Παλλήνη και την Ροιτεία. Την Παλλήνη, θα κερδίσει ως σύζυγο σε μονομαχία με έναν 
από τους μνηστήρες, ο Κλείτος, ο οποίος θα διαδεχθεί τον Σίθωνα στον θρόνο. Από την 
Παλλήνη  ονομάσθηκε  αργότερα  η  ομώνυμη  χερσόνησος  της  Χαλκιδικής  (σημερινή 
χερσόνησος Κασσάνδρας). 
 
Οι Σίθωνες μνημονεύονται και από τον Στράβωνα (αποσπ. 11, εκ του Ζ΄): «…Οι Ηδωνοί 
και  οι  Βισάλτες  κατείχαν  την  υπόλοιπη  Μακεδονία  έως  τον  Στρυμόνα.  Από  τους  λαούς 
αυτούς,  οι  Βισάλτες  ονομάζονταν  έτσι,  Βισάλτες,  ενώ  από  τους  Ηδωνούς,  άλλοι  λέγονταν 
Μύγδονες, άλλοι Ήδωνες κι άλλοι Σίθωνες…». 
 
Σύμφωνα  με  τα  πορίσματα  νεωτέρων  ερευνών,  υποστηρίζεται  σήμερα  ότι  οι  Σίθωνες 
υπήρξαν αρχικά ένα φρυγικό φύλο (βλ. τόμο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ «Εκδοτικής Αθηνών» σελ. 
48‐49), το οποίο στην συνέχεια συγχωνεύθηκε με τους Θράκες (ίσως με ένα συγκεκριμένο 
θρακικό  φύλο,  τους  Δέρρωνες),  που  είτε  ήσαν  εγκατεστημένοι  ήδη  στην  περιοχή  είτε 
εγκαταστάθηκαν αργότερα εκεί, πιθανότατα τον 8ο αιώνα π.Χ. Αυτός είναι και ο λόγος 
που οι Σίθωνες παλαιότερα αναφέρονταν ως θρακικό φύλο. 
 
Πελαγόνες:  Αρχαίο  Ηπειρωτικό  φύλο  της  ομάδας  των  Μολοσσών,  σύμφωνα  με  τον 
Γεωγράφο  του  6ου  π.Χ.  αιώνα  Εκαταίο  (Μολοσσικά  έθνη),  τις  απόψεις  του  οποίου 
ενστερνίζεται  και  ο  Στράβων  στα  Γεωγραφικά  του  (C.A.H.  Vol.  III  part  3  ‐  σελ.  266).  Ο 
Λατίνος  Ιστορικός  Τίτος  Λίβιος,  αναφέρει  ότι  υπήρχε  η  Πελαγονική  Τρίπολις  που  την 
αποτελούσαν οι πόλεις Άζωρον, Πύθιον και Δολίχη (XLII 53), κάτι που επαναλαμβάνει 
και ο Στράβων (Ζ΄ VII. 9), αλλά μάλλον λανθασμένα αφού οι πόλεις αυτές ανήκαν στην 
Περραιβική  Τρίπολι  (βλ.  ʺAn  Inventory  of  Archaic  and  Classical  Poleisʺ‐Oxford 
University Press, 2004 σελ. 1402). 
 
Κατά τον N. G. L. Hammond (Macedonian State, σελ. 38‐39) οι Πελαγόνες, αποτελούσαν 
ένα  ορεσίβιο  ποιμενικό  φύλο,  το  οποίο  μαζί  με  τους  Ελιμιώτες,  τους  Τυμφαίους,  τους 
Ορέστες  και  τους  Λυγκηστές,  ανήκε  στην  ομοσπονδία  (=φυλετική  ομάδα)  των 
Ηπειρωτικών  φύλων,  κάτω  από  την  ηγεσία  των  Μολοσσών.  Όλα  τα  παραπάνω  φύλα 
είχαν τους δικούς τους ηγεμόνες και μιλούσαν την βορειοδυτική διάλεκτο της Ελληνικής. 
Την περίοδο των Περσικών πολέμων, ο Αλέξανδρος Α΄ της Μακεδονίας θα θέσει αυτά 
τα φύλα κάτω από την επικυριαρχία του, κάτι που θα διεκδικήσουν στην συνέχεια και οι 
διάδοχοί του. 
 
Πάντως,  μεταξύ  των  ετών  454  π.Χ. (θάνατος  Αλεξάνδρου  Α΄)  και  359 π.Χ.  (άνοδος  στον 
θρόνο της Μακεδονίας του Φιλίππου Β΄), οι Πελαγόνες ήσαν ουσιαστικά ανεξάρτητοι και 
συχνά συμμαχούσαν με τους εχθρούς των Μακεδόνων. 
 
Οι  Πελαγόνες  αποτελούσαν  το  βορειότερα  εγκατεστημένο  αρχαιοελληνικό  φύλο, 
γεγονός  που  οδήγησε  παλαιότερους  ερευνητές  να  τους  θεωρούν  ως  ένα  παιονικό  ή 
ιλλυρικό φύλο. 
 
Στα  νότια  των  Πελαγόνων  ήταν  εγκατεστημένο  το  μικρό  φύλο  των  Δευριόπων  ή 
Δουριόπων,  το  οποίο  συμμαχούσε  άλλοτε  με  τους  Πελαγόνες  και  άλλοτε  με  τους 
Λυγκηστές (Hammond ‐ Macedonian State, σελ. 89). 
 
Οι Πελαγόνες θα ενσωματωθούν οριστικά το 359 π.Χ. στο Βασίλειο της Μακεδονίας και 
στην διάρκεια των χρόνων του Φιλίππου Β΄ και του Μ. Αλεξάνδρου θα αφομοιωθούν από 
τους Μακεδόνες. 
 
 
Πίερες:  
Θρακικό  φύλο,  που  πήρε  το  όνομά  του  από  την  Πιερία,  μια  περιοχή  της  Μακεδονίας, 
στους πρόποδες του Ολύμπου. 
 
Σύμφωνα  με  το  Λεξ.  Ελλ.  Αρχ.  οι  Πίερες  ήσαν  «…αρχαίος  λαός  Θρακικός,  οικών  εν  τη 
Πιερία,  είτα  δε  επί  του  Παγγαίου,  πλησίον  των  Αβδήρων.  Οι  Πίερες  εξώσθησαν  υπό  των 
Μακεδόνων,  τη  ζ΄  εκατονταετηρίδι,  μετέβησαν  προς  ανατολάς  και  κατέλαβον  τα  παρά  το 
όρος  Πάγγαιον,  πέραν  του  Στρυμόνος  ποταμού  ένθα  ίδρυσαν  πόλεις…». 
Υπενθυμίζουμε,  ότι  γύρω  στο  1200  π.Χ.  σημειώθηκε  στον  χώρο  της  Μακεδονίας,  η 
Φρυγική  εισβολή  και  η  εγκατάσταση  φρυγικών  φύλων  σε  διάφορες  περιοχές  της.  Λίγο 
νωρίτερα,  καταγράφονται  και  εισβολές  Θρακικών  και  Πελασγικών  ομάδων  από  τα 
ανατολικά,  οι  οποίες  θα  προχωρήσουν  μέχρι  την Ανατολική  Στερεά  και  την  Ανατολική 
Πελοπόννησο. 
 
Στην  Μακεδονία,  ένα  τουλάχιστον  Θρακικό  φύλο  θα  εγκατασταθεί  στην  Πιερία  όπως 
συνάγεται  από  παραδόσεις,  διαφόρους  μύθους  αλλά  και  αρχαιολογικές  ενδείξεις.  Το 
όνομα όμως της περιοχής (Πιερία=πλούσια γη) είναι αναμφισβήτητα Ελληνικό, γεγονός 
που  δηλώνει  ότι  η  περιοχή  είχε  κατοικηθεί  προηγουμένως  (περίπου  1400‐1200  π.Χ.) από 
κάποιο  ελληνικό  φύλο,  πιθανότατα  τους  Μάγνητες,  τους  οποίους  ο  Ησίοδος 
τοποθετούσε στην Πιερία. 
 
Οι  ερευνητές  δέχονται  ότι  αυτό  το  θρακικό  φύλο  θα  παραμείνει  στην  Πιερία  μέχρι  τα 
τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. (βλ. Macedonian State, σελ. 8) και στην συνέχεια θα εκδιωχθεί 
από  τους  Μακεδόνες,  οι  οποίοι  κατέλαβαν  την  περιοχή,  ενώ  οι  επιζήσαντες  Πίερες 
κατέφυγαν  «…πέραν  του  Στρυμόνος  εις  την  πόλιν  Φάγρητα  και  άλλους  τόπους  εις  τους 
πρόποδας του Παγγαίου…» (Θουκυδίδης Β΄ 99), όπου μνημονεύεται η ύπαρξή τους τον 5ο 
π.Χ. αιώνα και από τον Ηρόδοτο (Ζ΄ 112). 
 
Από  τότε  η  Πιερία  αποτελεί  αναπόσπαστο  τμήμα  της  Μακεδονίας. 
 
Σίντοι ἤ Σιντοί:  
Θρακικό  φύλο  το  οποίο  σύμφωνα  με  το  Λ.Ε.Α.  κατοικούσε  στην  Σιντική,  την  περιοχή 
ανατολικώς  της  Κρηστωνίας  και  βορείως  της  Βισαλτίας,  μέχρι  τον  Στρυμόνα  και  την 
λίμνη Πρασιάδα (Κερκινίτις), στο ΒΑ τμήμα περίπου του σημερινού Νομού Σερρών, στην 
ανατολική  Μακεδονία  (βλ.  Αρχαία  Μακεδονία).  Η  άποψη  ότι  κατείχαν  και  την  περιοχή 
της  κοιλάδας  του  Στρυμόνα  βορείως  των  στενών  του  Ρούπελ,  όπως  υποστηρίχθηκε 
παλαιότερα  (βλ.  Fanoula  Papazoglou:  The  Macedonian  Cities  in  the  Roman  Period, 
Skopje  1957)  δεν  γίνεται  πλέον  αποδεκτή  από  την  νεώτερη  έρευνα  (βλ.  G.  Mihailov: 
Thrace – C.A.H. Vol. III part 2, σελ. 601). 
 
Ο  Θουκυδίδης  (Β΄  98)  μάλιστα,  διευκρινίζει  ότι  το  όρος  Κερκίνη  (σημερινό  Μπέλες), 
χωρίζει τους Σιντούς από τους Παίονες. 
 
Κατά  τον  Στράβωνα,  οι  Σιντοί,  όπως  τους  αναφέρει  (Αποσπ.  45  εκ  του  Ζ΄),  ταυτίζονται 
με  τους  ομηρικούς  Σίντιες,  κάτι  που  είναι  αδύνατον  να  επιβεβαιωθεί  από  την  έρευνα. 
Αξίζει  να  μνημονευθεί  το  αξιοπερίεργο  γεγονός  που  καταγράφεται  από  τον  Στέφανο 
Βυζάντιο στο λήμμα Σιντία (μια πόλη των Σιντών), όπου παραθέτει την παρατήρηση του 
Αριστοτέλη  (Ψευδο‐Αριστοτέλης,  Περί  Θαυμασίων  Ακουσμάτων),  σχετικά  με  κάποιες 
πέτρες  που  κατεβάζει  ο  ποταμός  της  περιοχής,  Πόντος  και  οι  οποίες  όταν  καίονται 
συμπεριφέρονται  αντίθετα  από  τα  ξυλοκάρβουνα  δηλ.  όταν  τις  φυσάς  σβήνουν,  ενώ 
όταν ραντίζονται με νερό ανάβουν περισσότερο και μάλιστα καιόμενες, μυρίζουν όπως η 
άσφαλτος τόσο άσχημα, ώστε κανένα ερπετό δεν μπορεί να αντέξει. 

Das könnte Ihnen auch gefallen