Sie sind auf Seite 1von 2

Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το Όνειρο στο κύμα έχει τη συνήθη τριαδική δομή που συναντούμε αρκετά συχνά σε διηγήματα της εποχής.
Δηλαδή υπάρχει μια αρχική κατάσταση, η ανατροπή της ή η δοκιμασία της και η αποκατάσταση της ισορροπίας με μια
νέα συνθήκη - κατάσταση. Έχουμε με άλλα λόγια μια στοιχειώδη αφηγηματική ακολουθία που μπορούμε να πούμε
ότι συνίσταται από τρεις λειτουργίες … στον Παπαδιαμάντη το δίλημμα παραμένει μετέωρο. Μπορεί στο επίπεδο
της πλοκής τα διλήμματα να λύνονται τελικά απ' έξω, με το βέλασμα της Μοσχούλας ή την εμφάνιση της βάρκας, αλλά το
εσωτερικό δίλημμα εξακολουθεί να υφίσταται φορτίζοντας συναισθηματικά το διήγημα και βρίσκοντας κάποια διαφυγή
στην ανεκπλήρωτη ευχή του τέλους: «"Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τά δρη!...»….. στο διήγημα όμως του Παπαδιαμάντη
δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη λύση· η ανέφικτη επιθυμία του τέλους δεν αποτελεί λύση αλλά υπεκφυγή, εντείνοντας την
ερμηνευτική απροσδιοριστία αλλά Κάι το ενδιαφέρον του διηγήματος. Και νομίζω πως αυτή ακριβώς η νοηματική
αβεβαιότητα είναι αποτέλεσμα της έντεχνης δόμησης και γραφής του… Όταν μιλώ για ερμηνευτική απροσδιοριστία δεν
εννοώ απαραίτητα ερμηνευτική δυσκολία, δηλαδή το Όνειρο ατό κϋμα δεν είναι ένα ερμητικό κείμενο αλλά ένα κείμενο
πολυσημικό το οποίο είναι γραμμένο και οργανωμένο ούτως ώστε να προσφέρεται σε διάφορες ερμηνείες. Βέβαια
ορισμένες από αυτές τις ερμηνείες θα ήταν πιο επίκαιρες την εποχή που γράφτηκε το διήγημα και άλλες σήμερα.,Αξίζει
όμως να τις συζητήσουμε με τη σειρά.
Μια πρώτη ερμηνεία του διηγήματος, που θα ταίριαζε και στο πνεύμα ίσως της εποχής του αλλά και στην
καθιερωμένη θεώρηση του Παπαδιαμάντη, είναι μια ερμηνεία από ηθικο-θρησκευτική σκοπιά. Η ιστορία μπορεί να
διαβαστεί ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική ιδανική κατάσταση ευδαιμονίας (που περιγράφεται
με αναφορές στο τΑσμα Ασμάτων: ποίημα ερωτικό και ποιμενικό (σ. 264)) σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή. Ακόμη
μπορεί να ιδωθεί πως «εξεικονίζει την ουσία του πειρασμού»13 και τις συνέπειες του. Από αυτή την οπτική γωνία
το «μήνυμα» του διηγήματος μπορεί να εκληφθεί ότι είναι το ακόλουθο. Κάθε παροδική παρέκβαση ή ερωτικός
πειρασμός ή κρυφή απόλαυση συνεπάγονται τιμωρία ή κάποιο τίμημα: στην προκειμένη περίπτωση το θάνατο της
αγαπημένης κατσίκας του αφηγητή («έπλήρωσα τά λύτρα διά την ζωήν της» σ. 273). Ένας τρόπος για να λυτρωθεί
κανείς ή να αποφύγει τέτοιους πειρασμούς είναι ο εγκλεισμός σε μοναστήρι ή το να γίνει μοναχός μετά το αμάρτημα.
Όσο απλοϊκή και να φαίνεται αυτή η ανάγνωση, μια τέτοια ηθικο-λογική-θρησκευτική εξήγηση υποστηρίζεται από το
πλαίσιο της κυρίως ιστορίας καί ιδιαίτερα από την ιστορία του Σισώη, ο οποίος ήταν μοναχός, παρεκτράπη και μετά
λυτρώθηκε. Η εκτενής αναφορά, επομένως, στην περίπτωση και την τύχη του Σισώη δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό από
το να στηρίζει αυτού του είδους την ερμηνεία, διαφορετικά δεν προσθέτει τίποτε στην πλοκή. Το ίδιο ισχύει και για
το πλαίσιο του τέλους όταν ο αφηγητής αναρωτιέται:
Τάχα ή μοναδική εκείνη περίστασις, ή ονειρώδης, εκείνη άνάμνησις της λουόμενης κόρης, μ' έκαμε νά μή γίνω κληρικός; Φεϋ! ακριβώς ή
άνάμνησις εκείνη έπρεπε νά μέ κάμη νά γίνω μοναχός. Όρθως ελεγεν ό γηραιός Σισώης δτι «άν ήθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν έπρεπε νά
μέ στείλουν εξω από τό μοναστήρι...» Διά τήν σωτηρίαν τής ψνχνς μου ήρκουν τά ολίγα έκεϊνα κολλυβογράμματα, τά όποια αυτός μέ είχε
διδάξει, καί μάλιστα ΐισαν καί πολλά!... (273)
Μια δεύτερη ερμηνεία που συνδέεται στενά με την προηγούμε νη είναι να ιδωθεί το διήγημα ως μια εκδήλωση της
αντίθεσης φύσης και πολιτισμού14. Η φύση αντιπροσωπεύει την εφηβική ηλικία του αφηγητή, όταν είναι ωραίος και
ευτυχισμένος έφηβος αλλά και «φυσικός άνθρωπος», ενώ ο πολιτισμός ταυτίζεται με την ώριμη ηλικία, όταν εργάζεται
στο γραφείο ενός δικηγόρου και αισθάνεται δέσμιος και καταπιεσμένος. Η φύση, δηλαδή, εκφράζει στο διήγημα τη φτώχεια
και την απαιδευσία αλλά και την ευτυχία μαζί με την ελευθερία και την ομορφιά της εξοχής και του κορμιού. Από την
άλλη πλευρά, ο πολιτισμός μπορεί να προσφέρει άνεση, ευμάρεια, αστική ζωή και παιδεία αλλά δεν κάνει τον άνθρωπο
ευτυχισμένο. Στο σημείο όπου αυτή η ερμηνεία μπορεί να συγκλίνει με την πρώτη είναι στο να ιδωθεί η αντίθεση ανάμεσα
στη φύση-και τον πολιτισμό ηθικολογικά, δηλαδή η φύση ως μια εκδήλωση αθωότητας και ο πολιτισμός ως εκδήλωση
διαφθοράς. Αν τώρα σε αυτή την αντίθεση προσθέσουμε καί τη θρησκεία ως τρίτο ενδιάμεσο παράγοντα, τότε ποιο είναι
τελικά το λυτρωτικό καταφύγιο του αφηγητή; Σαφώς γι' αυτόν τα λίγα κολλυβογράμματα στο μοναστήρι αρκούν για τη
σωτηρία της ψυχής, χωρίς να χρειάζονται οι ιερατικές σχολές και επομένως η παιδεία και ο πολιτισμός ως λύση υποσκε-
λίζονται από τον κλήρο. Έτσι το δίλημμα παραμένει ανάμεσα στη φύση και στη θρησκεία. Η τελευταία φράση του
διηγήματος ("Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τά όρη!...) φαίνεται σαφώς να πριμοδοτεί
αναδρομικά τη φυσική ζωή των ενστίκτων και των ζωικών ορμών αλλά αν αυτή η επιλογή είναι ξεκάθαρη, τότε γιατί
επιμένει τόσο λεπτομερειακά στην ιστορία του Σισώη ο οποίος γυρίζει λυτρωτικά στη μοναχική ζωή; Αυτή ακριβώς η
αμφιθυμία είναι που αυξάνει τον ερμηνευτικό ζήλο αλλά και τη γοητεία του διηγήματος.
Μια τρίτη ερμηνεία είναι η αισθητική ή αισθησιακή προσέγγιση που βλέπει στο διήγημα μια αμφιταλάντευση ανάμεσα
στο υψηλό και το αισθησιακό, στην παραίσθηση και την υπερβατικότητα. Πρόκειται με τα λόγια του Ελύτη για μια
διαρκή «μετατόπιση παλινδρομική ανάμεσα στην αίσθηση και στην καθαρότητα της αίσθησης, ένα είδος αντικατοπτρισμού
στό ηθικό επίπεδο, πού τού είναι ήδη στό αισθητικό, προσφιλής»15. Ο ίδιος διακρίνει στο διήγημα τρία χαρακτηριστικά
διαδοχικά στάδια: την «καθαρή αίσθηση» που γίνεται αρχικά μια στιγμή ευτυχίας και μετά μετασχηματίζεται σε «ιδανικό
υψηλό» για να προβληθεί τελικά «στο επίπεδο το πέραν του θανάτου». Αν και μια τέτοια ερμηνεία στηρίζεται στην
αισθητική μέθεξη και λιγότερο στην αναλυτική λογική, ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρισθεί καθόλου, όπως και μια άλλη
ερμηνεία του διηγήματος που έχει ως άξονα «την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της
ωριμότητας»16. Μπορεί δηλαδή να ερμηνευθεί ως μια ιστορία μετασχηματισμού του βοσκού σε δικηγόρο, που
αντιστοιχεί σε ένα πέρασμα από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα. Καθώς είναι φανερό μια
τέτοια ερμηνεία επικαλύπτει κάπως τη δεύτερη.
Στο όνειρο στο κύμα ο Ελύτης διακρίνει τα εξής διαδοχικά στάδια: η καθαρή αίσθηση ( όταν το βοσκόπουλο βλέπει τη
Μοσχούλα γυμνή στο κύμα)· αυτή η καθαρή αίσθηση γίνεται μια στιγμή ευτυχίας( όταν αγγίζει με τα χέρια το ίδιο το
όνειρό του)· αυτή η στιγμή ευτυχίας γίνεται ύστερα υψηλό ιδανικό. Ένα ιδανικό που παραμένει άπιαστο, αφού η
Μοσχούλα αργότερα μεταβάλλεται σε μια γυναίκα συμβατική, ενώ, συμβολικά, τη στιγμή του ονείρου χάνεται το
αγαπημένο του ζωάκι, η ευνοούμενή του κατσίκα που έχει το ίδιο όνομα με την κοπέλα.
Μια πέμπτη ερμηνεία θα ήταν ψυχαναλυτική. Το διήγημα αντι προσωπεύει την καταστολή της επιθυμίας, το
στραγγαλισμό μιας εφηβικής φαντασίωσης, την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στη
φυσική ζωή και στην τεχνητή, στη Μοσχούλα γυναίκα και στη Μοσχούλα κατσίκα. Αυτές οι δύο καταστάσεις δεν
αντιμάχονται η μία την άλλη αλλά η μία επιβάλλεται και καταπιέζει την άλλη. Με φροϋδικούς όρους αυτή η καταστολή
αντιπροσωπεύει την επιβολή της «αρχής της πραγματικότητας» πάνω στην «αρχή της ευχαρίστησης» που συμβολίζει
την καταπίεση της σεξουαλικότητας και τη βίαιη αναίρεση της φυσικής ζωής. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αφηγητής
ταυτίζεται με την κατσίκα του Μοσχούλα μέσα από το σύμβολο του σχοινίον, το οποίο αντιπροσωπεύει την αναστολή
της επιθυμίας και της ελευθερίας.Καί τώρα, όταν ενθυμούμαι τό κοντόν έκεϊνο σχοινίον, από τό όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη ή
Μοσχούλα, ή κατσίκα μου, καί άναλογίξοψαι τό άλλο σχοινίον της παραβολής, μέ τό όποιον είναι δεμένος ό σκύλος είς τήν αύλήν τού
αφέντη του, διαπορώ μέσα μου άν τά δύο δέν είχαν μεγάλην συγγένειαν, καί άν δέν ϊισαν ώς «σχοίνιαμα κληρονομιάς» δι' έμέ, όπως ή
Γραφή λέγει. (273)

Το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης βάζει στον τίτλο του διηγήματος του τη λέξη όνειρο είναι επίσης δηλωτικό, γιατί η
αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως η σύγκρουση ανάμεσα στην ελεύθερη
εκδήλωση της σεξουαλικότητας και την καταστολή της. Η επιθυμία μπορεί να εκφραστεί ως όνειρο αλλά να μην μπορεί να
εκπληρωθεί. Από αυτή την πλευρά ίσως να παρουσιάζει ενδιαφέρον και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας όταν
αναφέρεται στο χώρο ("Όλα εκείνα ήσαν Ιδικά μου, ό βράχος ό δικός μου) σε αντιδιαστολή με το περιτειχισμένο κτήμα
του κυρίου Μόσχου. Το περιτειχισμένο κτήμα πιθανώς συμβολίζει το απαγορευμένο, το αθέατο, το ανέγγιχτο, το
απόρθητο που μεταφορικά μπορεί να αντιπροσωπεύει το γυναικείο σώμα και την ατελέσφορη σεξουαλική ορμή. Έτσι το
διήγημα μπορεί να διαβαστεί ούτως ώστε ο ανολοκλήρωτος έρωτας να μην αποβαίνει απλώς μια ανεκπλήρωτη
επιθυμία αλλά μια τραυματική εμπειρία, τόσο καθοριστική για τη μετέπειτα ζωή του αφηγητή που δεν μπορεί να
υποκατασταθεί ούτε από την παιδεία ούτε από την επαγγελματική επιτυχία.
Ο αβυσσαλέος ερωτισμός του πρωταγωνιστή εκδηλώνεται ως ονειρική φαντασίωση, η οποία μετουσιώνεται σε ασκητικό
πάθος ή διανοητική κάθαρση και έτσι το διήγημα μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει μια βαθμίδα στην κλίμακα
των μεταμορφώσεων του καταπιεσμένου ερωτικού ενστίκτου του Παπαδιαμάντη. Η θέα του γυμνού κορμιού που με το
Όνειρο στο κύμα εικονογραφείται για πρώτη φορά στη νεοελληνική πεζογραφία" είναι συνάμα βασανιστική και
λυτρωτική. Ο ερωτισμός του Παπαδιαμάντη όπου «συνυπάρχουν, άξεχώριστες, ή λαγνεία τού καλόγερου και ή έκσταση
του έφηβου»18 μεταστοιχειώνεται και εκτονώνεται σε ένα είδος άτολμης ηδονοβλεψίας, χωρίς αυτό να του αφαιρεί τον
τίτλο του κατεξοχήν νεοέλληνα ερωτικού πεζογράφου".
Μια άλλη ίσως ερμηνεία του διηγήματος μπορεί να προκύψει και από ένα είδος διακειμενικής σύγκλισης, αν
συναρτήσουμε το "Ονειρο στο κύμα με ένα άλλο διήγημα του Παπαδιαμάντη "Ερως-ήρως, καθώς και με τις
διακειμενικές αναφορές του Μυριβήλη στη Δασκάλα μέ τά χρυσά μάτια, όπου το διήγημα εμφανίζεται ως ένα είδος λάιτ
μοτίφ20. Από αυτή τη διακειμενική προοπτική, ό,τι προεξέχει είναι η σχέση ερωτισμού και ηρωισμού. Αν στον
Παπαδιαμάντη αυτά τα δύο μοιάζουν ασυμβίβαστα, εφόσον ο ηρωισμός (ή μάλλον ο καθωσπρεπισμός) φαίνεται να
αναστέλλει τη σεξουαλική επιθυμία και τον ερωτικό παραλογισμό, στο Μυριβήλη ο ερωτισμός δίνει την εντύπωση ότι
αποδεσμεύεται από τον εφιάλτη του ηρωισμού, καθώς ο Λεωνής Δρίβας απαλλάσσεται από την οπτασία του φίλου
του Βρανά (που πέθανε από τις πληγές του στον πόλεμο) και συνευρίσκεται τελικά με τη Σαπφώ. Ενώ στο
"Ονειρο στό κύμα ο αφηγητής μετά την ηρωική διάσωση της Μοσχούλας δεν εκφράζει καν την ερωτική του
διάθεση απέναντι της καί στο "Ερως – ήρως ο νεαρός Γιωργής «κατέστειλε το πάθος, έπραΰνθη, κατενυγη, έκλαυσε κι
έφάνη ηρως εις τόν ερωτά του», εκεί που σκεφτόταν να βυθίσει τη βάρκα για να πνιγεί ο άνδρας της Αρχόντως κι ο
ίδιος να τη σώσει για να την παντρευτεί…. Η ερωτική επιθυμία εκεί αναστέλλεται και αναβάλλεται πιθανώς λόγω
κοινωνικού κομφορμισμού, προσωπικού δισταγμού, μοιρολατρίας ή και ανδρικού φιλότιμου και όλα αυτά καλύπτονται
και εξωραΐζονται από την παραμυθητική επίφαση του ηρωισμού, ώστε να απαλυνθεί το προσωπικό αδιέξοδο και η
απελπισία του ανέκφραστου και ατελέσφορου…
Μια άλλη ερμηνεία του διηγήματος, διόλου άσχετη με τις προηγούμενες, θα μπορούσε να εστιάσει στην ερωτική
διάσταση της θάλασσας, εξετάζοντας από αυτή τη σκοπιά τρία διηγήματα του Παπαδιαμάντη: Όνειρο ατό κύμα, Ή
Νοσταλγός, και Έρως-Ήρως21. Έχοντας ως θεωρητική αφετηρία την άποψη ότι η συσχέτιση του νερού με τη γυμνή γυναίκα
είναι παγκόσμια καθώς και τη θεωρία ότι η θάλασσα είναι προσφιλές σύμβολο για το ασυνείδητο, το οποίο εκ φύσεως
θεωρείται θηλυκό, επισημαίνεται πως σε αυτά τα διηγήματα η θάλασσα είναι ο χώρος όπου ο ήρωας σμίγει στιγμιαία με
την αγαπημένη του. Έτσι το στοιχείο της θάλασσας μεσολαβεί προσωρινά ανάμεσα στην επιθυμία του άνδρα και την
απρόσιτη γυναίκα, αντιπροσωπεύοντας συνάμα τη φευγαλέα εκπλήρωση της επιθυμίας και την απελευθέρωση από τα
δεσμά του χρόνου, του τόπου και της ηθικής. Η συσχέτιση της θάλασσας με τον έρωτα, την έκσταση, την ιδεατή γυναίκα
και το αίσθημα της αποδέσμευσης από το χρόνο και το χώρο δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό του Παπαδιαμάντη αλλά το
συναντούμε και στο Σολωμό και ιδιαίτερα στον Κρητικό, όπου, πέρα από το σύμβολο της Φεγγαροντυμένης, η
αγαπημένη του πρωταγωνιστή, που σφίγγεται πάνω του καθώς εκείνος παλεύει με τα κύματα, βρίσκεται νεκρή μόλις
φτάνουν στην ξηρά. Όπως στον Παπαδιαμάντη, έτσι και στο Σολωμό η θάλασσα αντιπροσωπεύει την ένωση (έστω και
στιγμιαία) ενώ η ξηρά τον αποχωρισμό και το θάνατο. Βέβαια αυτή η αντίθεση δεν είναι καθολική στο έργο του
Παπαδιαμάντη,….
Τέλος, μια γλωσσολογική - σημειολογική ανάγνωση του διηγήματος θα υπογράμμιζε ίσως την αμφισημία του
σημαίνοντος Μοσχούλα, που δεν παίρνει απλώς τη μορφή διλήμματος αλλά προσκαλεί και την ερμηνευτική απορία.
Ενώ όλο το διήγημα βασίζεται σε καθαρές δυαδικές αντιθέσεις που δεν γεννούν αμφιβολίες, το σημαίνον Μοσχούλα είναι
αυτό που θολώνει τελικά το νοηματικό στόχο. Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση θα τόνιζε ίσως ότι η πραγματικότητα,
όπως και η ζωή του πρωταγωνιστή του διηγήματος, είναι μια σύγχυση σημαινόντων ενώ το σημαινόμενο είναι πάντοτε
κάτι λανθάνον, μια ανέφικτη επιθυμία

Das könnte Ihnen auch gefallen