Sie sind auf Seite 1von 5

Ο τρόπος και η σημασία των πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων

στον Παπαδιαμάντη

Ο όρος πρωτοπρόσωπη (ή ομοδιηγητική) αφήγηση, γενικώς,


χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ότι ο αφηγητής ταυτίζεται με έναν από
τους ήρωες της ιστορίας. Στον τύπο της ομοδιηγητικής αφήγησης ο
αφηγητής δεν παρουσιάζεται με δευτερεύοντα ρόλο, αλλά είναι ο
κεντρικός ήρωας της δικής του ιστορίας, ο πρωταγωνιστής.
Η αυτοδιηγητική αφήγηση επομένως είναι η περιοχή της εσωτερικής
εστίασης μέσω του αφηγητή.
Το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε στις
αναμνήσεις που μοιάζουν με απομνημονεύματα και περιορίζονται σε
κάποιες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή. Αυτό που
υπογραμμίζεται είναι κάποιο γεγονός που σχετίζεται από τον αφηγητή με
την ιδιωτική πλευρά της ύπαρξής του, αυτό προβάλλει την τάση
μετάβασης από τα εξωτερικά γεγονότα στον εσωτερικό άνθρωπο,
συνιστά δηλαδή μια εξομολογητική τάση. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η
αυτοδιηγητική αφήγηση του Παπαδιαμάντη βρίσκεται ανάμεσα στο
απομνημόνευμα και στην εξομολόγηση. Ο συγγραφέας υιοθετεί το
ακόλουθο σχήμα: προκρίνει δυο στιγμές, που είναι χρονικά
απομακρυσμένες η μια από την άλλη. Η πρώτη αναφέρεται στην παιδική
ηλικία του ήρωα, ενώ η δεύτερη δηλώνει το πέρασμα προς την
ωριμότητα.
Το Εγώ αυτών των αφηγήσεων έχει διπλή υπόσταση: είναι το Εγώ της
ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης, που συνήθως αντιπροσωπεύουν
αντίστοιχα τον εαυτό που βιώνει και τον εαυτό που αφηγείται. Οι δυο
αυτές πλευρές του Εγώ χωρίζονται μεταξύ τους από ένα διάστημα χρόνου
(την αφηγηματική απόσταση). Έτσι στην αυτοδιηγητική αφήγηση η φωνή
μπορεί να είναι μία (αφού δεν υπάρχει διαφορά στην προσωπική
αντωνυμία), αλλά υπάρχει ενδεχομένως διαφορά στην προοπτική ανάμεσα
στο Εγώ που αφηγείται, ειδικά στο «Όνειρο στο κύμα», όπου η
αφηγηματική απόσταση είναι μεγάλη.

Η γλώσσα και το ύφος του Παπαδιαμάντη


Ο Παπαδιαμάντης γράφει σε εντελώς προσωπική και ιδιότυπη
καθαρεύουσα γλώσσα. Συχνά λέγεται πως είναι επηρεασμένη από τη
βυζαντινή ή την εκκλησιαστική γλώσσα.

1
Στους διαλόγους χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την
ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους
ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με βάση
βέβαια την καθαρεύουσα, μαι καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή και
καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη πολλών στοιχείων της δημοτικής – αυτό
είναι ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. Και, τέλος, υπάρχει και μια
προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα που ο Παπαδιαμάντης την
επιφυλάσσει στις περιγραφές, καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις.
Οι περιγραφές – λεπτομερείς, ακριβείς, λυρικές και ποιητικές – αποτελούν
συχνά αποτύπωση του οράματος για τη ζωή ή απεικόνιση του ψυχικού
κόσμου του αφηγητή.

Ερμηνευτικά για το «Όνειρο στο Κύμα»

Το «Όνειρο στο Κύμα» αποτελεί το χαρακτηριστικότερο διήγημα με θέμα


την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της
ωριμότητας.
Η αντίθεση είναι καθαρότερη στο διήγημα αυτό, επειδή ο αυτοδιηγητικός
αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως πλήρης βιολογική
ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό από τον συγγραφέα, ώστε
είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Έτσι, ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί
αυτόν τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να
καταγράψει τον μετασχηματισμό του «από βοσκού εις τα όρη» σε
δικηγόρο «με δίπλωμα προλύτου», που αντιστοιχεί με το πέρασμα από το
βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την
παραδεισένια ελευθερία στην όλο μέριμνες δουλεία αυτού του κόσμου (με
έμφαση στο κοινωνικό στοιχείο).
Ο πρώην βοσκός και νυν δικηγόρος μπορεί να μην υποκαθιστά τον
απολεσθέντα παράδεισο με κάποιον εσωτερικό παράδεισο, μαθαίνει όμως
γράμματα και μέσω της τέχνης, δηλαδή των απείρων δυνατοτήτων της
γλώσσας, κατορθώνει να ενοποιεί σε «ποιητικό σύνολο» τα θραύσματα
της ατομικής του εμπειρίας.
Ο πρόλογος του διηγήματος (μέσω της εσωτερικής ομοδιηγητικής
πρόληψης [=προοικονομίας]) μάς παρέχει το πέρασμα από τη μια
κατάσταση στην άλλη, ωστόσο δεν μας αποκαλύπτει την αιτία της

2
μεταβολής. Η κύρια αφήγηση που ακολουθεί, περιέχει με έναν
πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της ευτυχίας και το αίτιο της
μεταβολής στο χειρότερο.
Το πρόβλημα – δηλαδή η νοσταλγία για την αρχική κατάσταση – θα
μπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής ακολουθούσε την πορεία του πατέρα
Σισώη, του οποίου η ιστορία έχει θεματική σχέση με την κυρίως αφήγηση.
Η απλή υπόθεση της ιστορίας περιπλέκεται από την ευφυή ομωνυμία
στην οποία δυο διαφορετικά νοήματα (της κόρης και της κατσίκας)
αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η
ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην κατά τη
γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δυο αντικειμένων αναφοράς, με τη
σειρά της κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δυο
παραδείγματα (κόρη – κατσίκα) συνδέονται με τέτοιον τρόπο στη
συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η
υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι
περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη
υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγμάτων σε αντικατάσταση που
γίνεται όλο και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας επίμονης επιλογής. Η
τελική επιλογή υπέρ της σωτηρίας της κοπέλας συνεπάγεται τη θυσία της
κατσίκας, αποδεικνύοντας ότι η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δεν
συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Η ομωνυμία, που σήμαινε
πιθανόν μια προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σε έναν ενιαίο κόσμο,
αποδεικνύεται κάτι αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Ο κόσμος φανερώνει τη
θραυσματικότητά του.

Τρία στοιχεία κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισμένης ζωής, της


παιδικής και της εφηβικής ηλικίας του ήρωα: 1) η συνοπτική αφήγηση
επαναλαμβανόμενων καταστάσεων, 2) οι παρομοιώσεις που δηλώνουν τη
σχέση του ανθρώπου με τα φυσικά φαινόμενα και 3) η επίμονη χρήση της
κτητικής αντωνυμίας προκειμένου να περιγραφεί η σχέση του ήρωα με τα
πράγματα του κόσμου. Και τα τρία μπορούν να αποδοθούν στην εστίαση
του ήρωα. Αυτός είναι ο τρόπος που αισθάνεται τη φύση, τον χρόνο και
τον εαυτό του.
Η «φυσική ζωή» είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων ή μάλλον
καταστάσεων που γίνονται σ’ έναν καθορισμένο τόπο και σε έναν
απροσδιόριστο χρόνο. Μέσα σ’ αυτόν τον χωροχρόνο ο ήρωας βιώνει τη

3
σχέση του με τη φύση, πράγμα που γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω
των παρομοιώσεων.
Η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας δεν δηλώνει κτήση, αλλά
επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου με τον κόσμο, όχι
μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.
Η συναισθηματική σχέση μεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης σε έναν ενιαίο
κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, υπαινίσσεται την αλλοτινή χωρίς
όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την έλλειψη ενδιαφέροντος
ακόμα και για την ανθρώπινη γνώση.
Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η
συνάφεια ανθρώπου – φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης
του ανθρώπου. Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από
τον δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η
προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυροτέρου.
Ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που περιγράφει·
ωστόσο, δεν τις παρουσιάζει, γιατί αυτή η προοπτική θα αφαιρούσε όλη
την αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην υποκατάσταση και
υποδηλώνει την εισαγωγή στην ωριμότητα. Μιας και ξέρουμε το
αποτέλεσμα εκ των προτέρων, η αφήγηση δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο
κατοχυρώνει τις συνθήκες που θα ωθήσουν αφενός στην αντικατάσταση
(της κόρης από την κατσίκα) και αφετέρου στην ίδια τη βασανιστική
στιγμή της επιλογής.
Τα δύο αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται με δυο εναλλαγές της εστίασης του
αφηγητή. Πρώτα με την παράληψη (= ο αφηγητής παρέχει περισσότερες
πληροφορίες απ’ αυτές που του επιτρέπει η εσωτερική εστίαση να
γνωρίζει), η οποία συνδέεται με την περιγραφή της Μοσχούλας-κόρης. Η
περιγραφή αυτή αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της
αναλογία με το απόσπασμα από το «Άσμα Ασμάτων», στο οποίο
παραπέμπει ο αφηγητής. [σχολ. βιβλ., σελ.166]. Η περιγραφή, ωστόσο,
παραλείπεται (=παράλειψη), δεν αναφέρεται στο «Όνειρο στο κύμα»,
αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά και υπονοείται από ένα άλλο
κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «ποίημα ερωτικό, ποιμενικό» [δες
τη σημείωση 30 στη σελ. 165 του βιβλίου]. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η
περιγραφή της κόρης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή αναφορά σ’ ένα
στερεότυπο ομορφιάς, αλλά είναι δυνατόν να ερμηνευθεί και με
διαφορετικό τρόπο.

4
Οι αναδρομικές αφηγήσεις στο διήγημα έχουν ιδιαίτερο ρόλο, καθώς ο
αφηγητής υιοθετεί – εκτός από την απλή αφήγηση της εξέλιξης και της
έκβασης των γεγονότων – και την αρχική πρόθεση του εαυτού του ως
ήρωα που μένει τελικά ανεκτέλεστη. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόθεση
και την έκβαση υπογραμμίζει την τραγωδία και η παράθεση του
μέλλοντος του παρελθόντος από την προοπτική του μέλλοντος συνιστά
δραματική ειρωνεία.
Η μετάδοση όλων των συλλογισμών του Εγώ-αφηγητή-ήρωα χωρίς
καμιά διευθέτησή τους προκαλεί τις αντιφάσεις που «ακούγονται» στην
αφηγηματική φωνή και είναι αυτές οι αντιφάσεις που εξεικονίζουν την
ουσία του διλήμματος/πειρασμού: ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα
σε πράγματα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης
πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά. Γι’
αυτό και το πέρασμα από τον «φυσικό» στον δυστυχισμένο άνθρωπο
παραμένει απροσδιόριστο και φευγαλέο. (Ο τίτλος του διηγήματος είναι
ενδεικτικός: «Όνειρο στο Κύμα»).

Das könnte Ihnen auch gefallen