Beruflich Dokumente
Kultur Dokumente
στον Παπαδιαμάντη
1
Στους διαλόγους χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την
ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους
ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με βάση
βέβαια την καθαρεύουσα, μαι καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή και
καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη πολλών στοιχείων της δημοτικής – αυτό
είναι ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. Και, τέλος, υπάρχει και μια
προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα που ο Παπαδιαμάντης την
επιφυλάσσει στις περιγραφές, καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις.
Οι περιγραφές – λεπτομερείς, ακριβείς, λυρικές και ποιητικές – αποτελούν
συχνά αποτύπωση του οράματος για τη ζωή ή απεικόνιση του ψυχικού
κόσμου του αφηγητή.
2
μεταβολής. Η κύρια αφήγηση που ακολουθεί, περιέχει με έναν
πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της ευτυχίας και το αίτιο της
μεταβολής στο χειρότερο.
Το πρόβλημα – δηλαδή η νοσταλγία για την αρχική κατάσταση – θα
μπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής ακολουθούσε την πορεία του πατέρα
Σισώη, του οποίου η ιστορία έχει θεματική σχέση με την κυρίως αφήγηση.
Η απλή υπόθεση της ιστορίας περιπλέκεται από την ευφυή ομωνυμία
στην οποία δυο διαφορετικά νοήματα (της κόρης και της κατσίκας)
αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η
ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην κατά τη
γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δυο αντικειμένων αναφοράς, με τη
σειρά της κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δυο
παραδείγματα (κόρη – κατσίκα) συνδέονται με τέτοιον τρόπο στη
συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η
υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι
περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη
υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγμάτων σε αντικατάσταση που
γίνεται όλο και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας επίμονης επιλογής. Η
τελική επιλογή υπέρ της σωτηρίας της κοπέλας συνεπάγεται τη θυσία της
κατσίκας, αποδεικνύοντας ότι η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δεν
συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Η ομωνυμία, που σήμαινε
πιθανόν μια προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σε έναν ενιαίο κόσμο,
αποδεικνύεται κάτι αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Ο κόσμος φανερώνει τη
θραυσματικότητά του.
3
σχέση του με τη φύση, πράγμα που γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω
των παρομοιώσεων.
Η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας δεν δηλώνει κτήση, αλλά
επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου με τον κόσμο, όχι
μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.
Η συναισθηματική σχέση μεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης σε έναν ενιαίο
κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, υπαινίσσεται την αλλοτινή χωρίς
όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την έλλειψη ενδιαφέροντος
ακόμα και για την ανθρώπινη γνώση.
Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η
συνάφεια ανθρώπου – φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης
του ανθρώπου. Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από
τον δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η
προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυροτέρου.
Ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που περιγράφει·
ωστόσο, δεν τις παρουσιάζει, γιατί αυτή η προοπτική θα αφαιρούσε όλη
την αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην υποκατάσταση και
υποδηλώνει την εισαγωγή στην ωριμότητα. Μιας και ξέρουμε το
αποτέλεσμα εκ των προτέρων, η αφήγηση δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο
κατοχυρώνει τις συνθήκες που θα ωθήσουν αφενός στην αντικατάσταση
(της κόρης από την κατσίκα) και αφετέρου στην ίδια τη βασανιστική
στιγμή της επιλογής.
Τα δύο αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται με δυο εναλλαγές της εστίασης του
αφηγητή. Πρώτα με την παράληψη (= ο αφηγητής παρέχει περισσότερες
πληροφορίες απ’ αυτές που του επιτρέπει η εσωτερική εστίαση να
γνωρίζει), η οποία συνδέεται με την περιγραφή της Μοσχούλας-κόρης. Η
περιγραφή αυτή αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της
αναλογία με το απόσπασμα από το «Άσμα Ασμάτων», στο οποίο
παραπέμπει ο αφηγητής. [σχολ. βιβλ., σελ.166]. Η περιγραφή, ωστόσο,
παραλείπεται (=παράλειψη), δεν αναφέρεται στο «Όνειρο στο κύμα»,
αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά και υπονοείται από ένα άλλο
κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «ποίημα ερωτικό, ποιμενικό» [δες
τη σημείωση 30 στη σελ. 165 του βιβλίου]. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η
περιγραφή της κόρης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή αναφορά σ’ ένα
στερεότυπο ομορφιάς, αλλά είναι δυνατόν να ερμηνευθεί και με
διαφορετικό τρόπο.
4
Οι αναδρομικές αφηγήσεις στο διήγημα έχουν ιδιαίτερο ρόλο, καθώς ο
αφηγητής υιοθετεί – εκτός από την απλή αφήγηση της εξέλιξης και της
έκβασης των γεγονότων – και την αρχική πρόθεση του εαυτού του ως
ήρωα που μένει τελικά ανεκτέλεστη. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόθεση
και την έκβαση υπογραμμίζει την τραγωδία και η παράθεση του
μέλλοντος του παρελθόντος από την προοπτική του μέλλοντος συνιστά
δραματική ειρωνεία.
Η μετάδοση όλων των συλλογισμών του Εγώ-αφηγητή-ήρωα χωρίς
καμιά διευθέτησή τους προκαλεί τις αντιφάσεις που «ακούγονται» στην
αφηγηματική φωνή και είναι αυτές οι αντιφάσεις που εξεικονίζουν την
ουσία του διλήμματος/πειρασμού: ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα
σε πράγματα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης
πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά. Γι’
αυτό και το πέρασμα από τον «φυσικό» στον δυστυχισμένο άνθρωπο
παραμένει απροσδιόριστο και φευγαλέο. (Ο τίτλος του διηγήματος είναι
ενδεικτικός: «Όνειρο στο Κύμα»).