Beruflich Dokumente
Kultur Dokumente
ο αναρχισμός είναι μια έκφραση της πάλης ενάντια στην καταπίεση και την
εκμετάλλευση, μια γενίκευση των εμπειριών και των αναλύσεων των
εργαζόμενων για το τι είναι λάθος στο παρόν σύστημα και μια έκφραση των
ελπίδων και των ονείρων μας για ένα καλύτερο μέλλον.
ο αναρχισμός είναι μια έκφραση της πάλης ενάντια στην καταπίεση και την
εκμετάλλευση, μια γενίκευση των εμπειριών και των αναλύσεων των
εργαζόμενων για το τι είναι λάθος στο παρόν σύστημα και μια έκφραση των
ελπίδων και των ονείρων μας για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτή η πάλη υπήρχε
πολύ προτού ονομαστεί αναρχισμός, όμως το ιστορικό αναρχικό κίνημα
(ομάδες ανθρώπων που ονόμαζαν τις ιδέες τους αναρχικές και επιδίωκαν μια
αναρχική κοινωνία) είναι ουσιαστικά ένα προϊόν της πάλης της εργατικής
τάξης ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος, ενάντια στην καταπίεση και
την εκμετάλλευση και υπέρ μιας ελεύθερης κοινωνίας ισότιμων ατόμων.
Ενώ η κοινή αντίληψη για τον αναρχισμό είναι ότι πρόκειται για ένα
βίαιο, αντι-Κρατικό κίνημα, ο αναρχισμός αποτελεί μία πολύ περισσότερο
εκλεπτυσμένη και γεμάτη αποχρώσεις παράδοση από το να είναι μια απλή
αντίσταση στην κρατική εξουσία. Οι αναρχικοί αντιτίθενται στην αντίληψη
ότι η εξουσία και η κυριαρχία είναι απαραίτητες για την κοινωνία και
αντιθέτως είναι υπέρμαχοι περισσότερο συνεργατικών, αντιιεραρχικών
μορφών κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης. («Η Πολιτική της
Ατομικότητας» σελ. 106)
«από τη στιγμή που θεωρήθηκε ότι κάποια κυβέρνηση είναι απαραίτητη και
πως χωρίς κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να υπάρξει τίποτα άλλο παρά αταξία
και σύγχυση, ήταν φυσικό και λογικό πως η αναρχία, που σημαίνει απουσία
κυβέρνησης, θα ακουγόταν αναγκαστικά ως απουσία τάξης.» («Αναρχία», σελ. 16)
«Αλλάξτε τους γνώμη, πείστε το λαό ότι η κυβέρνηση δεν είναι μόνο
περιττή, αλλά και εξαιρετικά επιζήμια, και τότε η λέξη αναρχία, μόνο και
μόνο με το να σημαίνει απουσία κυβέρνησης, θα φτάσει για τον καθένα να
σημαίνει : φυσική τάξη, ενότητα των ανθρώπινων αναγκών και των
συμφερόντων όλων, ολοκληρωμένη ελευθερία μέσα σε ολοκληρωμένη
αλληλεγγύη». [Op. Cit., pp. 16]
1
(Νικόλα Σάκκο και Βαρθολομαίου Βαντζέτι. Γράμματα του Σάκκο και του
Βαντζέτι, σελ. 174)
Όπως παρατηρεί ο Τζεφ Ντρον, «ενώ πάντοτε υπήρξε ένα λανθάνον κομμάτι
του «επαναστατικού προγράμματος, μόλις πρόσφατα έχει αυτή η ευρύτερη
αντίληψη της αντι-ιεραρχίας αναδειχθεί προς λεπτομερέστερη διερεύνηση.
Παρ’ όλα αυτά, τη ρίζα της μπορεί εύκολα να τη δει κανείς στις ελληνικές
ρίζες της λέξης «αναρχία» (Μεταξύ Αναρχισμού και Ελευθεριακής
ιδεολογίας: Ορίζοντας ένα Νέο Κίνημα) Επισημαίνουμε ότι αυτή η αντίθεση
στην ιεραρχία δεν περιορίζεται, για τους αναρχικούς, μόνο στο κράτος ή
την κυβέρνηση. Περιλαμβάνει όλες τις εξουσιαστικές οικονομικές και
κοινωνικές σχέσεις καθώς και τις πολιτικές, κι ιδιαίτερα εκείνες που
έχουν σχέση με την καπιταλιστική ιδιοκτησία και την μισθωτή εργασία.
Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από το επιχείρημα του Προυντόν ότι «το
Κεφάλαιο…στο πολιτικό πεδίο είναι το ανάλογο της κυβέρνησης….Η
οικονομική έννοια του Καπιταλισμού, της πολιτικής της κυβέρνησης ή της
εξουσίας και η θεολογική έννοια της Εκκλησίας είναι τρεις ταυτόσημες
έννοιες, που συνδέονται με διάφορους τρόπους. Το να επιτεθεί κανείς στη
μία ισοδυναμεί με το να επιτεθεί σε όλες τους…Αυτό που κάνει το κεφάλαιο
στην εργασία, και το Κράτος στην ελευθερία, το κάνει η Εκκλησία στο
πνεύμα. Η τριάδα της απολυταρχίας είναι εξίσου ολέθρια στις πρακτικές
της όσο και στη φιλοσοφία της. Το πλέον αποτελεσματικό μέσο καταπίεσης
των ανθρώπων θα ήταν να υποδουλώσεις ταυτόχρονα το σώμα, τη βούληση και
τη λογική τους. (Η Κόκκινη Έμμα μιλά, σελ. 50). Σαράντα χρόνια νωρίτερα
ο Μπακούνιν έκανε την ίδια επισήμανση όταν τόνισε ότι κάτω απ’ το παρόν
σύστημα «ο εργάτης πουλάει τον εαυτό του και την ελευθερία του για
ορισμένο χρόνο» στον καπιταλιστή με αντάλλαγμα κάποιο μισθό. (. [Op.
Cit., p. 187]).
3
πως σε μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία «κάθε αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων
που υπερβαίνει τη διαπροσωπική – με την έννοια ότι παίρνει κάποιου
είδους θεσμική μορφή- στην κοινότητα, το χώρο δουλειάς, την οικογένεια,
την ευρύτερη κοινωνία, όποια κι αν είναι αυτή, θα πρέπει να υπόκειται
στον άμεσο έλεγχο των συμμετεχόντων σε αυτήν. Αυτό θα σήμαινε εργατικά
συμβούλια στη βιομηχανία, λαϊκή δημοκρατία στις κοινωνίες, αλληλεπίδραση
μεταξύ τους, ελεύθερες συνενώσεις σε μεγαλύτερες ομάδες, μέχρι και στο
επίπεδο της οργάνωσης μια διεθνούς κοινωνίας». [Anarchism Interview].
Κατά συνέπεια ο αναρχισμός είναι τόσο θετικός όσο και αρνητικός. Αναλύει
και επικρίνει την παρούσα κοινωνία ενώ ταυτόχρονα προσφέρει το όραμα
μιας πιθανής νέας κοινωνίας – μιας κοινωνίας που ικανοποιεί ορισμένες
ανθρώπινες ανάγκες τις οποίες η παρούσα δεν αναγνωρίζει. Αυτές οι
ανάγκες, κατά βάση, είναι η ελευθερία, η ισότητα και η αλληλεγγύη, που
θα τις πραγματευτούμε στο Α.2 μέρος.
Ο αναρχισμός ενώνει την κριτική ανάλυση με την ελπίδα, διότι, όπως ο
Μπακούνιν (στις προ-αναρχισμού μέρες του) υπογράμμισε, «η ορμή για
καταστροφή είναι μια δημιουργική ορμή». Δεν μπορεί κάποιος να
οικοδομήσει μια καλύτερη κοινωνία, χωρίς να κατανοήσει τι πρόβλημα
υπάρχει στην παρούσα.
5
κίνητρο για αγώνα ενάντια στα πράγματα ως έχουν, και υπέρ των πραγμάτων
που μπορεί να υπάρξουν…»
«Οι αναρχικοί δεν απέχουν από τους λαϊκούς αγώνες ούτε προσπαθούν να
κυριαρχήσουν σε αυτούς. Επιζητούν να συμβάλλουν πρακτικά με όποιον τρόπο
μπορούν και επίσης ενισχύουν στο εσωτερικό τους το μέγιστο δυνατό
επίπεδο τόσο ατομικής αυτοπραγμάτωσης όσο και συλλογικής αλληλεγγύης.
Είναι πιθανό να εντοπίσει κανείς αναρχικές ιδέες σχετικές με τις
αυτόβουλες σχέσεις, την ισότιμη συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης
αποφάσεων, την αλληλοβοήθεια και την αντίστοιχη κριτική όλων των μορφών
κυριαρχίας σε φιλοσοφικά, κοινωνικά και επαναστατικά κινήματα όλων των
καιρών και των τόπων.» (Η Γιαγιά μου με έκανε Αναρχικό, σελ. 162-3)
6
Αμερικανικής Κληρονομιάς, βλέπουμε ότι: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ: κάποιος που
πιστεύει στην ελευθερία πράξης και σκέψης, κάποιος που πιστεύει στην
ελεύθερη βούληση.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ: ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι παραγωγοί κατέχουν τόσο
την πολιτική ισχύ όσο και τα μέσα παραγωγής και διανομής αγαθών.
Ωστόσο, λόγω της δημιουργίας του Ελευθεριακού Κόμματος στις ΗΠΑ, πολλοί
άνθρωποι θεωρούν τώρα ότι η ιδέα του «ελευθεριακού σοσιαλισμού» είναι
αντιφατική ως προς τους όρους της. Για την ακρίβεια πολλοί
«Ελευθεριακοί» πιστεύουν ότι οι αναρχικοί απλώς επιχειρούν να
συσχετίσουν τις «αντι-ελευθεριακές» ιδέες του «σοσιαλισμού» (όπως τον
αντιλαμβάνονται οι Ελευθεριακοί) με την ελευθεριακή ιδεολογία
προκειμένου να κάνουν αυτές τις «σοσιαλιστικές ιδέες» πιο «αποδεκτές» –
με άλλα λόγια προσπαθούν να κλέψουν την ταμπέλα του «ελευθεριακού» από
τους νόμιμους ιδιοκτήτες της.
7
«γεμάτης κοιλιάς», αλλά ένα ζητούμενο ενός πολιτισμού που θα έχει
περιλάβει την έννοια της προσωπικότητας και της ελεύθερης πρωτοβουλίας
του ατόμου. Χωρίς την ελευθερία θα οδηγούσε μόνο σε ένα ζοφερό κρατικό
καπιταλισμό που θα θυσίαζε κάθε ατομική σκέψη και συναίσθημα στο βωμό
ενός εικονικού συλλογικού συμφέροντος. (παραπομπή από την «Εισαγωγή» του
Κόλιν Γουάρντ για τα Χρόνια του Λονδίνου του Ρούντολφ Ρόκερ, σελ.1)
9
ατομικιστής αναρχικός Ζοζέφ Λαμπαντιέ το θέτει (απηχώντας τόσο τον Τάκερ
όσο και τον Μπακούνιν) :
«Λέγεται ότι ο Αναρχισμός δεν είναι σοσιαλισμός. Αυτό είναι λάθος. Ο
Αναρχισμός είναι ο αυτόβουλος Σοσιαλισμός. Υπάρχουν δύο είδη
Σοσιαλισμού, ο αρχηγικός και ο αναρχικός, ο εξουσιαστικός και ο
ελευθεριακός, ο κρατικός και ο ελεύθερος. Για την ακρίβεια, κάθε πρόταση
για καλυτέρευση της κοινωνίας είναι είτε προς την ενίσχυση είτε προς την
αποδυνάμωση των δυνάμεων που επιβάλλονται έξωθεν και των καταναγκασμών
επί του ατόμου. Καθώς αυξάνονται αυτές γίνονται αρχηγικές καθώς
μειώνονται γίνονται αναρχικές.» (Αναρχισμός: Τι Είναι και Τι Δεν Είναι;)
10
εργασίας (Βλέπε τμήμα C). Ο ίδιος ο Μαρξ επηρεάστηκε έντονα από το
βιβλίο του Μαξ Στίρνερ «Το Εγώ και Το Δικό του», που περιέχει μια
εξαιρετική κριτική σε αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «βάναυσο/χυδαίο»
κομμουνισμό καθώς και κρατικό σοσιαλισμό. Υπάρχουν επίσης στοιχεία του
μαρξιστικού κινήματος που έχουν απόψεις πολύ κοντινές στο σοσιαλιστικό
αναρχισμό (ειδικά το αναρσυνδικαλιστικό παρακλάδι του σοσιαλιστικού
αναρχισμού) – για παράδειγμα, ο Αντον Πανεκοεκ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο
Πωλ Ματίκ και άλλοι, που απέχουν πολύ από τον Λένιν. Ο Καρλ Κορς και
άλλοι έγραψαν λόγια συμπάθειας για την αναρχική επανάσταση στην Ισπανία.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία συνέχειας από το Μαρξ στο Λένιν, όμως υπάρχουν
πολλά στοιχεία συνέχειας και από το Μαρξ σε περισσότερο ελευθεριακούς
Μαρξιστές, που υπήρξαν σφοδροί επικριτικές του Λένιν και του
Μπολσεβικισμού και που οι ιδέες τους προσεγγίζουν την επιθυμία του
αναρχισμού για ελεύθερο συνεταιρισμό μεταξύ ίσων.
Ο αναρχισμός δημιουργήθηκε μέσα στην και από την πάλη των καταπιεσμένων
για ελευθερία. Για τον Κροπότκιν για παράδειγμα, «Ο Αναρχισμός …πήγασε
από τους καθημερινούς αγώνες» και ο «το Αναρχικό κίνημα ανανεωνόταν κάθε
φορά που δεχόταν την επίδραση κάποιου σπουδαίου πρακτικού μαθήματος: η
αφετηρία του προερχόταν από τα διδάγματα της ίδιας της ζωής.» (Εξέλιξη
και Περιβάλλον, σελ. 58 και σελ.57). Για τον Προυντόν «η απόδειξη» των
αντιλήψεών του περί αμοιβαιότητας (μιουτουαλισμού) βρίσκεται στην
«παρούσα πρακτική, την επαναστατική πρακτική εκείνων των εργατικών
συνεταιρισμών…που έχουν αυθόρμητα διαμορφωθεί στο Παρίσι και τη
Λυών…(δείχνουν ότι) η οργάνωση των αντιλήψεων και η οργάνωση των εργατών
έχουν την ίδια και την αυτή σημασία» (Χωρίς Θεούς, Χωρίς Αφέντες, τόμος
1, σελ. 59-60). Πράγματι, καθώς κάποιος ιστορικός υποστήριξε, υπήρχε
«μεγάλη ομοιότητα μεταξύ του συνεταιριστικού ιδανικού του Προυντόν και
του προγράμματος των Μιουτουαλιστών(αμοιβαία συνεργασία) της Λυών» και
ότι υπήρχε «μια αξιοσημείωτη σύγκλιση (απόψεων) και είναι πιθανόν να
ήταν ο Προυντόν σε θέση να διατυπώσει το πρακτικό του πρόγραμμα με
μεγαλύτερη λογική συνέπεια εξαιτίας του παραδείγματος των εργατών του
μεταξιού της Λυόν. Το σοσιαλιστικό ιδανικό που προασπίστηκε είχε ήδη
συνειδητοποιηθεί σε ένα ορισμένο βαθμό από τέτοιου είδους εργάτες.» (Κ.
Στήβεν Βίνσεντ, Π.Ζ.Προυντόν η Άνοδος του Γαλλικού Λαοκρατικού
Σοσιαλισμού σελ. 164)
Συνεπώς, ο αναρχισμός προέρχεται από τον αγώνα για ελευθερία και τις
επιθυμίες μας να πορευτούμε μια ολοκληρωμένη ανθρώπινη ζωή, στην οποία
θα έχουμε χρόνο να ζήσουμε, να ερωτευτούμε και να παίξουμε. Δεν
δημιουργήθηκε από κάποιους λίγους ανθρώπους αποκομμένους από τη ζωή, σε
φιλντισένιους πύργους απ’ τους οποίους κοιτούσαν αφ’ υψηλού την κοινωνία
και προέβαιναν σε κρίσεις βασισμένοι στις απόψεις τους για το τι είναι
σωστό και τι είναι λάθος. Απεναντίας, ήταν προϊόν της πάλης της
εργατικής τάξης και της αντίστασης στην εξουσία, την καταπίεση και την
εκμετάλλευση. Όπως το θέτει ο Άλμπερτ Μέλτζερ:
«Δεν υπήρχαν πότε καθεαυτό θεωρητικοί του Αναρχισμού, όμως παρήγαγε έναν
αριθμό θεωρητικών που πραγματεύτηκαν διάφορες πτυχές της φιλοσοφίας του.
Ο Αναρχισμός παρέμεινε ένα σύστημα ιδεών που υπέστη επεξεργασία στην
πράξη περισσότερο παρά η εφαρμογή μιας διανοητικής σύλληψης. Πολύ συχνά,
κάποιος αστός συγγραφέας εμφανίζεται και καταγράφει ότι έχει ήδη υποστεί
επεξεργασία στην πράξη από εργάτες και αγρότες, αυτός (ή αυτή)
πιστώνεται από αστούς ιστορικούς τον τίτλο του ηγέτη και από
επιτυχημένους αστούς συγγραφείς (που βασίζονται σε αστούς ιστορικούς)
αναφέρεται ως μία ακόμα περίπτωση όπου η εργατική τάξη στηρίζεται στην
αστική ηγεσία.» (Αναρχισμός, Επιχειρήματα υπέρ και κατά, σελ.18)
Σύμφωνα με τον Κροπότκιν, «ο αναρχισμός έχει τις αφετηρίες του στην ίδια
δημιουργική, εποικοδομητική δραστηριότητα των μαζών η οποία σε
παρελθόντες καιρούς έχει επεξεργαστεί όλους τους κοινωνικούς θεσμούς της
ανθρωπότητας – και στις εξεγέρσεις …εναντίον των εκπροσώπων της
εξουσίας, που βρίσκονται έξω απ’ αυτούς τους κοινωνικούς θεσμούς κι οι
οποίοι έβαλαν χέρι σ’ αυτούς τους θεσμούς και τους χρησιμοποίησαν προς
όφελός τους.». Πιο πρόσφατα, «η αναρχία ήρθε στο προσκήνιο από την ίδια
κριτική και επαναστατική αμφισβήτηση που γέννησε τον Σοσιαλισμό
γενικά.». Ο αναρχισμός, αντίθετα με τις άλλες μορφές σοσιαλισμού, «ύψωσε
το βέβηλο χέρι του, όχι μόνο εναντίον του Καπιταλισμού, αλλά επίσης
ενάντια σε αυτές τις κολώνες που στηρίζουν τον Καπιταλισμό :το Νόμο, την
Εξουσία και το Κράτος.» Όλο κι όλο αυτό που έκαναν οι αναρχικοί
συγγραφείς ήταν να «επεξεργαστούν τη γενική έκφραση των αρχών (του
αναρχισμού) και τη θεωρητική και επιστημονική βάση αυτών που διδάσκει»,
που αντλήθηκε από τις εμπειρίες των ανθρώπων της εργατικής τάξης η οποία
παλεύει καθώς και αναλύει τις επαναστατικές τάσεις που υπάρχουν στην
κοινωνία γενικά.
12
Ωστόσο, οι αναρχικές τάσεις και οι οργανώσεις υπήρχαν στην κοινωνία πολύ
προτού ο Προυντόν τα βάλει στο χαρτί το 1840 και αυτοχαρακτηριστεί ως
αναρχικός. Ενώ ο αναρχισμός, ως συγκεκριμένη πολιτική θεωρία, γεννήθηκε
με την άνοδο του καπιταλισμού (ο Αναρχισμός «αναδύθηκε στα τέλη του
δεκάτου ενάτου αιώνα…και ανέλαβε τη διπλή πρόκληση της ανατροπής τόσο
του Κεφαλαίου όσο και του Κράτους.» (Πήτερ Μάρσαλ Op. Cit., p. 4 ) οι
αναρχικοί συγγραφείς έχουν αναλύσει την ιστορία των ελευθεριακών τάσεων.
Ο Κροπότκιν, για παράδειγμα, διατύπωσε την άποψη ότι «σε όλες τις εποχές
υπήρξαν Αναρχικοί και Κρατιστές» [Op. Cit., p. 19 and p. 57]. [Στην
Αλληλοβοήθεια (και αλλού) ο Κροπότκιν ανέλυσε τις ελευθεριακές πτυχές
προηγούμενων κοινωνιών και επισήμανε εκείνες που εφάρμοσαν επιτυχώς (σε
κάποιο βαθμό) την αναρχική οργάνωση ή πλευρές του αναρχισμού. Αναγνώρισε
την τάση αυτή των παραδειγμάτων πραγμάτωσης των αναρχικών ιδεών να
προηγείται της δημιουργίας του «επίσημου» αναρχικού κινήματος και
υποστήριξε ότι :
«Από την πιο απομακρυσμένη, την αρχαιότητα της λίθινης εποχής, οι άντρες
(και οι γυναίκες) είχαν συνειδητοποιήσει τα δεινά που επέφερε το να
αφήσουν κάποιους εξ αυτών να αποκτήσουν ως άτομα εξουσία…Γι’ αυτό
ανέπτυξαν στην πρωτόγονη φυλή, στην κοινότητα του χωριού, στη μεσαιωνική
συντεχνία…και τελικά στην ελεύθερη μεσαιωνική πόλη, τέτοιους θεσμούς που
τους επέτρεπαν να αντιστέκονται στις καταπατήσεις της ζωής τους και τις
επιδιώξεις τόσο εκείνων των ξένων που τους κατακτούσαν όσο και εκείνων
των μελών της ίδιας τους της φυλής που επιχειρούσαν να εγκαθιδρύσουν την
προσωπική τους εξουσία. (Αναρχισμός, σελ.158-9). Ο Κροπότκιν έβαλε την
πάλη των ανθρώπων της εργατικής τάξης (από όπου ξεπήδησε ο σύγχρονος
αναρχισμός) στην ίδια μοίρα με τις παλιότερες μορφές οργάνωσης του λαού.
Υποστήριξε ότι «οι συνεργασίες μεταξύ των εργατών…ήταν αποτέλεσμα της
ίδιας λαϊκής αντίστασης κατά της αυξανόμενης εξουσίας των λίγων- εν
προκειμένω των καπιταλιστών», όπως η φυλή, η κοινότητα του χωριού και
ούτω καθεξής, όπως ήταν και «η εντυπωσιακά ανεξάρτητη, ελεύθερα
ομόσπονδες δραστηριότητα των «Τομέων» του Παρισιού και όλων των μεγάλων
πόλεων και πολλών μικρών οι «Κομμούνες» στη διάρκεια της Γαλλικής
Επανάστασης του 1793. [Op. Cit., p. 159]
Με άλλα λόγια, ο αναρχισμός είναι μια έκφραση της πάλης ενάντια στην
καταπίεση και την εκμετάλλευση, μια γενίκευση των εμπειριών και των
αναλύσεων των εργαζόμενων για το τι είναι λάθος στο παρόν σύστημα και
μια έκφραση των ελπίδων και των ονείρων μας για ένα καλύτερο μέλλον.
Αυτή η πάλη υπήρχε πολύ προτού ονομαστεί αναρχισμός, όμως το ιστορικό
αναρχικό κίνημα (ομάδες ανθρώπων που ονόμαζαν τις ιδέες τους αναρχικές
και επιδίωκαν μια αναρχική κοινωνία) είναι ουσιαστικά ένα προϊόν της
πάλης της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος,
ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση και υπέρ μιας ελεύθερης
κοινωνίας ισότιμων ατόμων. [Op. Cit., p. 16]
13
Το Anarkismo.net είναι προϊόν διεθνούς συνεργασίας μεταξύ αναρχικών
ομάδων και ατόμων. Η πρόθεσή μας είναι να προωθηθεί ο διάλογος στο
εσωτερικό του παγκόσμιου αναρχικού κινήματος. Προσδιοριζόμαστε ως
αναρχικοί της «πλατφορμιστικής», αναρχικής-κομμουνιστικής ή especifista
(ειδικής αναρχικής οργάνωσης) παράδοσης του αναρχισμού.
Παρόλο που υπάρχουμε ως Εσκάντα μόνο για 5 χρόνια, έχουμε ήδη αναπτύξει:
Διεθνής λαϊκή δικτύωση: Στην Εσκάντα γίνεται πάρα πολύ άτυπη δικτύωση
ανάμεσα σε άτομα από διάφορους χώρους, όπως διάφορα πολιτικά δίκτυα και
ομάδες όπως η Carbon Trade Watch, το Trapese και η Prol-position.
14
Η πολιτική μας δράση βασίζεται στην ιδέα πως η κοινωνική αλλαγή θα έρθει
από αυτοοργανωμένη λαϊκή πάλη ενάντια στην καταπίεση οποιασδήποτε
μορφής. Θέλουμε η Εσκάντα να είναι ένας χώρος συνεχούς ζύμωσης, ανοικτός
σε ανθρώπους από οπουδήποτε στο κόσμο, ένας χώρος οπου οργανώσεις και
ακτιβιστές μπορούν να ανταλλάζουν εμπειρίες, γνώσεις, δεξιοτεχνείες,
ιδέες και να μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο. Δεν βλέπουμε την Εσκάντα ως
μια προσπάθεια απόδρασης από τη κοινωνία, αλλά ως ένα μέσο για να
εμβαθύνουμε τη συμμετοχή μας σε παγκόσμια δίκτυα αλλυλεγγύης και
αντίστασης. Μαθαίνουμε μαζί πως να μειώσουμε την εξάρτησή μας από τις
αγορές και το κράτος, και το κάνουμε αυτό με οργανική καλλιέργεια,
ανανεώσιμη ενέργεια, οικολογική διάχειρηση του δάσους, και αυτόνομες
επικοινωνίες.
Η Εσκάντα, πρέπει να ξέρετε, δεν είναι μέρος για τουρισμό. Εδώ γίνεται
δουλειά, και προσπαθούμε κάθε μέρα να δουλεύουμε. Κάθε βδομάδα στη
κουζίνα υπάρχει ένα χαρτί με δουλειές που πρέπει να γίνουν. Όλοι οι
άνθρωποι που συμμετέχουν στην Εσκάντα πρέπει να αναλαμβάνουν τρεις με
τέσσερις εργασίες κάθε βδομάδα, και αυτό είναι το ελάχιστο. Αν δεν
φτάνουν τα άτομα για όλες τις εργασίες, τότε ο καθένας πρέπει να
αναλάβει περισσότερες δουλειές, μερικές από τις οποίες μπορεί να είναι:
το μαγείρεμα, η καθαριότητα (και στις τουαλέτες), η ανακύκλωση, το
μάζεμα αυγών από το κοτέτσι και η φροντίδα των πουλιών (κότες και
χήνες), η φροντίδα και το πότισμα του κήπου καλλιέργειας, και άλλα
πολλά! Επειδή όμως τα άτομα που έρχονται εδώ μπορεί να είναι απο πολύ
διαφορετικούς ρυθμούς ζωής και ζώνες ώρας, με διαφορετικές ώρες ύπνου
και ξυπνήματος, ο θόρυβος πρέπει να αποφεύγεται καθώς όλες τις ώρες
μπορεί να υπάρχουν άτομα που κοιμούνται. Θα πρέπει επίσης να ξεχάσετε
και τα όποια απομεινάρια καταναλωτισμού σας και τις ανέσεις σας. Κανείς
εδώ στην Εσκάντα δεν υπηρετεί τους άλλους, κι έτσι μην περιμένετε άμεση
τουριστικού τύπου εξυπηρέτηση αν κοπεί για λίγο η πρόσβαση στο
διαδίκτυο, αν δεν υπάρχει ζεστό νερό ή και καθόλου νερό (το νερό της
βρύσης της περιοχής δεν πίνεται, παίρνουμε νερό από μια πηγή και το
βάζουμε σε ένα μεγάλο δοχείο, αν το βρείτε άδειο θα πρέπει εσείς να πάτε
να το γεμίσετε από τη πηγή), αν δεν μπορείτε να βρείτε γάλα για το καφέ
σας ή σοκολάτες. Υπάρχει ένα πλυντήριο ρούχων, μα δεν δουλεύει πάντα. Αν
οι επισκέπτες είναι πολλοί, ίσως θα πρέπει να βάλετε μια σκηνή μπροστά
από το χώρο μας για να κοιμώσαστε. Μπορεί να μην βρίσκετε που να
15
παρκάρετε το αυτοκίνητό σας, αν έρθετε με αμάξι.
Στο χώρο μας γενικά δεν καπνίζουμε τσιγάρα. Αν καπνίζετε, κάντε το έξω,
εκτός κι αν όλοι οι παρευρισκόμενοι σε ένα δωμάτιο συμφωνούν (όπως για
παράδειγμα στο δωμάτιο κινηματογράφου το βράδυ).
Προσπαθούμε να τρώμε ότι καλλιεργούμε στο κήπο μας, αλλά αυτά δεν
φτάνουν. Κάθε Παρασκευή πρωί πηγαίνουμε στη πόλη να αγοράσουμε μερικά
τρόφιμα που δεν μπορούμε να φτιάξουμε, και κάθε εξάμηνο κάνουμε από μια
μεγάλη παραγγελία βιολογικών τροφίμων. Γενικά παραγγέλνουμε σπόρους,
ζυμαρικά, φασόλια, ξηρούς καρπούς. Ένας έμπορας κοντά στην Οβιέντο μας
δίνει λίγο φαγητό δωρεάν. Ότι μένει από το φαγητό το κομποστοποιούμε και
με τα αποφάγια επίσης αναζωογονούμε και το χώμα του κήπου μας.
Για να έρθετε θα πρέπει να μας το πείτε από πριν, γιατί οι χώροι είναι
μικροί και τα διαθέσιμα αγαθά που έχουμε είναι πολύ λίγα και δεν θα
έφταναν για πάρα πολλά άτομα. Δυο βδομάδες αφότου έχετε έρθει, θα σας
ρωτήσουμε πόσο παραπάνω θέλετε να μείνετε, και τι προτίθεστε να κάνετε
όσο είσαστε στην Εσκάντα. Ενώ εμείς συζητούμε και αποφασίζουμε σχετικά
με την παραμονή σας, θα πρέπει να φύγετε από το δωμάτιο όπου γίνεται
αυτή η συζήτηση. Αν τελικά αποφασίσετε να μείνετε για λίγους μήνες, ή
ακόμα και να γίνετε μέλος της κολλεκτίβας, παρακαλούμε να το συζητήσετε
με το άτομο που αναλαμβάνει να απαντά τις ερωτήσεις των επισκεπτών για
να σας εξηγήσει τις σχετικές διαδικασίες.
www.escanda.org/
16
O κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδανικό που πρέπει να πραγματωθεί: ήδη
υπάρχει, όχι ως κοινωνία, αλλά ως μια προσπάθεια, ένα εγχείρημα για το
οποίο προετοιμαζόμαστε. Eίναι το κίνημα το οποίο προσπαθεί να καταργήσει
τις συνθήκες ζωής που καθορίζονται από τη μισθωτή εργασία και θα τις
καταργήσει με την επανάσταση. H συζήτηση για τον κομμουνισμό δεν είναι
ακαδημαϊκή. Δεν είναι μια συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει αύριο.
Eίναι αναπόσπαστο μέρος ενός συνόλου άμεσων και απότερων εγχειρημάτων, η
συζήτηση των οποίων αποτελεί μόνο μια όψη, μια απόπειρα να επιτευχθεί
θεωρητική κατανόηση. Aντιστρόφως, τα πρακτικά εγχειρήματα μπορούν να
επιτευχθούν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα εάν μπορεί κανείς να
απαντήσει στο ερώτημα: προς τα πού πηγαίνουμε;
Aν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύγχρονη κοινωνία είναι προφανές ότι η
συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι αναγκασμένη να πουλά την
εργατική της δύναμη για να ζήσει. Όλες οι σωματικές και πνευματικές
ικανότητες που υπάρχουν στους ανθρώπους, στην ίδια τους την
προσωπικότητα, που είναι απαραίτητο να τεθούν σε κίνηση για να παραχθούν
χρήσιμα πράγματα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο εάν πουληθούν για ένα
μισθό. H εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα αγαθά. H
ύπαρξη της ανταλλαγής και της μισθωτής εργασίας φαντάζει φυσιολογική,
αναπόφευκτη. Kαι όμως, η εισαγωγή της μισθωτής εργασίας επιβλήθηκε με τη
βία και συνοδεύτηκε από κοινωνικές συγκρούσεις. [1] O διαχωρισμός του
εργάτη από τα μέσα παραγωγής, που θεωρείται σήμερα δεδομένος και τον
αποδέχεται κανείς ως τέτοιο, ήταν στην ουσία το αποτέλεσμα μιας μακράς
εξέλιξης και μπόρεσε να ολοκληρωθεί μόνο με τη βία.
Στην Aγγλία, την Oλλανδία, τη Γαλλία, από τον δέκατο έκτο αιώνα και
μετά, η οικονομική και πολιτική βία απαλλοτρίωσε τεχνίτες και χωρικούς,
κατέστειλε τους φτωχούς και τους αλήτες και τους επέβαλε τη μισθωτή
εργασία. Tον εικοστό αιώνα, μεταξύ του 1930 και του 1950, η Pωσία
χρειάστηκε να θεσπίσει έναν εργατικό κώδικα που συμπεριλάμβανε τη
θανατική καταδίκη για να οργανώσει τη μετατροπή εκατομμυρίων χωρικών σε
βιομηχανικούς εργάτες μέσα σε λίγες δεκαετίες. Γεγονότα που φαίνονται
φυσιολογικά: ότι το άτομο δεν κατέχει τίποτα εκτός της εργατικής του
δύναμης, ότι πρέπει να την πουλήσει σε μια επιχείρηση για να μπορέσει να
ζήσει, ότι τα πάντα είναι εμπόρευμα, ότι οι κοινωνικές σχέσεις
περιστρέφονται γύρω από την ανταλλαγή, είναι το αποτέλεσμα μιας
μακρόχρονης και βίαιης διαδικασίας.
17
κοινωνίας, η μισθωτή εργασία και η ανταλλαγή, δεν είναι μόνο η αιτία των
περιοδικών και διαρκών καταστροφών, αλλά έχουν επίσης δημιουργήσει τις
συνθήκες που καθιστούν εφικτή μια άλλη κοινωνία. Kαι το σημαντικότερο
είναι ότι αναγκάζουν ένα μεγάλο τμήμα του υπάρχοντος κόσμου να εξεγερθεί
εναντίον τους και να πραγματώσει αυτή τη δυνατότητα: τον κομμουνισμό.
H μισθωτή εργασία ήταν κάποτε μια μορφή ανάπτυξης, αλλά πλέον δεν είναι:
εδώ και καιρό δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εμπόδιο? ακόμη περισσότερο
είναι μια απειλή για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. [3]
18
εξίσου συλλογικά.
Mε την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων και των αναγκών της, η κοινότητα δεν
παράγει μόνο αγαθά, αλλά και εμπορεύματα, δηλ. αγαθά που έχουν εκτός από
αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Tο εμπόριο πρωτοεμφανίζεται μεταξύ
κοινοτήτων και μετά εισβάλλει στις ίδιες τις κοινότητες προκαλώντας την
ανάπτυξη εξειδικευμένων δραστηριοτήτων, επαγγελμάτων, δηλ. του
κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. H ίδια η φύση της εργασίας
αλλάζει. Mε την ανταλλακτική σχέση, η εργασία γίνεται διττή εργασία,
παράγοντας τόσο αξίες χρήσης όσο και ανταλλακτικές αξίες. [5] H εργασία
δεν είναι πλέον ενσωματωμένη στην ολότητα της κοινωνικής δραστηριότητας,
αλλά γίνεται ένα εξειδικευμένο πεδίο, διαχωρισμένο από την υπόλοιπη ζωή
του ατόμου. Aυτά που το άτομο φτιάχνει για τον εαυτό του και για την
ομάδα είναι διαχωρισμένα από αυτά που φτιάχνει με σκοπό την ανταλλαγή
αγαθών με άλλες κοινότητες. Tο δεύτερο μέρος της δραστηριότητάς του
σημαίνει θυσία, καταναγκασμό, σπατάλη χρόνου. H κοινωνία
διαφοροποιείται, διαιρείται σε διάφορα μέλη που ασχολούνται με
διαφορετικά επαγγέλματα, καθώς και σε εργάτες και μη εργάτες. Σ' αυτό το
στάδιο η κοινότητα παύει να υφίσταται.
19
ό,τι ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες.
H αξία δεν εμφανίζεται επειδή είναι ένα πρόσφορο μέσο σύγκρισης. Όταν οι
κοινωνικές σχέσεις της πρωτόγονης κοινότητας αντικαθίστανται από
διευρυμένες και πιο διαφοροποιημένες σχέσεις, η αξία εμφανίζεται ως η
αναγκαία διαμεσολάβηση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Δεν πρέπει να
προκαλεί έκπληξη ότι χρησιμοποιείται ως μέσο σύγκρισης ο μέσος όρος
κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, εφόσον σε αυτό το στάδιο η εργασία
είναι το ουσιαστικό στοιχείο για την παραγωγή πλούτου? είναι το μόνο
στοιχείο που οι διαφορετικές δραστηριότητες έχουν κοινό: έχουν όλες την
ιδιότητα της κατανάλωσης μιας ορισμένης ποσότητας ανθρώπινης εργατικής
δύναμης, άσχετα με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται
αυτή η δύναμη. H αξία, η οποία αντιστοιχεί στον αφηρημένο χαρακτήρα της
εργασίας, αντιπροσωπεύει την αφαίρεσή της, το γενικό και κοινωνικό
χαρακτήρα της, πέρα από όλες τις διαφορές της φύσης των αντικειμένων που
μπορεί να παράγει η εργασία.
*Γ) Tα εμπορεύματα *
20
H ύπαρξη μιας διαμεσολάβησης στο επίπεδο της οργάνωσης της παραγωγής
(ανταλλαγή) συνοδεύεται από την ύπαρξη μιας διαμεσολάβησης στο επίπεδο
της οργάνωσης των ανθρώπων: το κράτος είναι απαραίτητο σα μια δύναμη που
συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της κοινωνίας προς όφελος της άρχουσας
τάξης. H ενοποίηση γίνεται αναγκαία λόγω της καταστροφής της συνοχής της
πρωτόγονης κοινότητας. H κοινωνία αναγκάζεται να διατηρεί τη συνοχή της
μέσω της δημιουργίας ενός θεσμού ο οποίος τρέφεται από αυτήν.
*Δ) Tο κεφάλαιο *
O σκλάβος δεν πουλούσε την εργατική του δύναμη? ο ιδιοκτήτης αγόραζε τον
ίδιο το σκλάβο και τον έβαζε να δουλέψει. Στον καπιταλισμό, η ζωντανή
εργασία αγοράζεται από τα μέσα παραγωγής που αυτή θέτει σε κίνηση. O
ρόλος του καπιταλιστή δεν είναι αμελητέος, αλλά μάλλον δευτερεύων: "ο
ίδιος ο καπιταλιστής είναι μόνο μια λειτουργία του κεφαλαίου" , [10]
αυτός που διευθύνει την κοινωνική παραγωγή. Aυτό που έχει σημασία είναι
21
η ανάπτυξη της παρελθοντικής εργασίας μέσω της ζωντανής εργασίας. Nα
επενδύει, να συσσωρεύει ―αυτοί είναι οι στόχοι του κεφαλαίου (η
προτεραιότητα που δίνεται στη βαριά βιομηχανία στις λεγόμενες
σοσιαλιστικές χώρες δεν είναι παρά ένδειξη ανάπτυξης του καπιταλισμού).
Aλλά ο στόχος του κεφαλαίου δεν είναι το να συσσωρεύει αξίες χρήσεις. Tο
κεφάλαιο πολλαπλασιάζει τα εργοστάσια, τους σιδηροδρόμους κτλ., για να
συσσωρεύσει αξία. Tο κεφάλαιο είναι πάνω από όλα μια ποσότητα αξίας,
αφηρημένης εργασίας που αποκρυσταλλώνεται στη μορφή χρήμα, χρηματιστικό
κεφάλαιο, μετοχές, ομόλογα, κτλ, η οποία προσπαθεί να αυξηθεί. Mια
ποσότητα χ αξίας πρέπει να δώσει χ + κέρδος στο τέλος του κύκλου. Για να
αυτοαξιοποιηθεί, η αξία αγοράζει εργατική δύναμη.
*E) O ανταγωνισμός *
22
καταμερισμό της κοινωνίας σε επαγγέλματα και αυτό με τη σειρά του
βοηθάει στην ανάπτυξη του εμπορευματικού συστήματος. Παρόλα αυτά, μπορεί
κανείς να δει και σήμερα, ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες, π.χ. στην
ύπαιθρο, ότι δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ δραστηριοτήτων
διαχωρισμένων μεν αλλά σταθερά κατανεμημένων, όπως π.χ., μεταξύ του
φούρναρη, του υποδηματοποιού, κτλ. O καπιταλισμός δεν είναι μόνο
καταμερισμός της κοινωνίας σε διάφορα επαγγέλματα, αλλά πάνω από όλα
ένας διαρκής αγώνας μεταξύ των διαφόρων τομέων της παραγωγής. Kάθε
ποσότητα αξίας υπάρχει μόνο ενάντια στις άλλες. Aυτό που η ιδεολογία
αποκαλεί εγωισμό και αγώνα όλων εναντίον όλων, είναι το αναπόσπαστο
συμπλήρωμα ενός κόσμου όπου ο καθένας πρέπει να πολεμήσει για να
πουλήσει. Έτσι, η οικονομική βία και η ένοπλη βία σαν επακόλουθό της,
είναι αναπόσπαστα στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος.
23
στραβά. [12]
*ΣT) H κρίση *
Tα προβλήματα που προκαλούνται από την αγορά και πώληση, από την
πραγματοποίηση της αξίας του προϊόντος στην αγορά, δημιουργούν έναν
περίπλοκο μηχανισμό, που περιλαμβάνει την πίστωση, τις τραπεζικές
δραστηριότητες, την ασφάλιση και τη διαφήμιση. Tο κεφάλαιο γίνεται ένας
είδος παράσιτου που απορροφά ένα τεράστιο και αυξανόμενο μέρος των
συνολικών πόρων της κοινωνίας για τη διαχείριση της αξίας. H λογιστική,
η οποία είναι μια απαραίτητη λειτουργία σε οποιαδήποτε αναπτυγμένη
κοινωνική οργάνωση, έχει γίνει τώρα μια καταστροφική και γραφειοκρατική
μηχανή που συντρίβει την κοινωνία και τις πραγματικές ανάγκες αντί να
συμβάλει στην ικανοποίησή τους. Tην ίδια στιγμή το κεφάλαιο επεκτείνεται
και γίνεται όλο και πιο συγκεντρωμένο και συγκεντρωτικό: τα μονοπώλια
μειώνουν τα προβλήματα υπερπαραγωγής, επιδεινώνοντάς τα. Tο κεφάλαιο
μπορεί να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση μόνο μέσω περιοδικών κρίσεων,
που λύνουν το πρόβλημα προσωρινά με το να αναπροσαρμόζουν την προσφορά
στη ζήτηση (και εννοούμε τη ζήτηση που μπορεί να πληρώσει , εφόσον ο
καπιταλισμός γνωρίζει μόνο έναν τρόπο για την κυκλοφορία των προϊόντων:
την αγορά και την πώληση? δεν τον ενδιαφέρει εάν η πραγματική ζήτηση
(ανάγκες) ικανοποιείται? στην ουσία, το κεφάλαιο προκαλεί την υπο
παραγωγή σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες τις οποίες δεν ικανοποιεί).
24
καλαμπόκι και το κρατούσαν στις αποθήκες για να ανεβάσουν την τιμή του.
Περιοδικά εμφανίζονταν λιμοί. H ίδια η ύπαρξη εμπορευμάτων και χρήματος
είναι η προϋπόθεση των κρίσεων: υπάρχει ένας διαχωρισμός (υλοποιημένος
μέσα στο χρόνο) μεταξύ των δύο λειτουργιών της αγοράς και της πώλησης.
Aπό τη σκοπιά του εμπόρου και του χρήματος που προσπαθεί να αυξηθεί, η
αγορά και η πώληση του καλαμποκιού είναι δύο διαφορετικά ζητήματα: το
μεταξύ τους χρονικό διάστημα καθορίζεται από την ποσότητα και το ποσοστό
του αναμενόμενου κέρδους. ¶νθρωποι πέθαιναν κατά τη διάρκεια της
περιόδου που χωρίζει την παραγωγή από την κατανάλωση. Πάντως σε αυτήν
την περίπτωση το εμπορικό σύστημα δρούσε μόνο ως επιβαρυντικός
παράγοντας σε μια κρίση που ήταν αποτέλεσμα φυσικών συνθηκών. Σε όλες
αυτές τις περιπτώσεις, το κοινωνικό πλαίσιο είναι προκαπιταλιστικό ή
αυτό ενός αδύναμου καπιταλισμού, όπως σε χώρες σαν τη σημερινή Kίνα και
τη Pωσία όπου οι κακές σοδειές εξακολουθούν να έχουν σοβαρή επίδραση
στην οικονομία.
25
την κατοικία ή πλήρωσαν το νοίκι είναι οι μόνοι που τους επιτρέπεται να
τα κατοικήσουν. H αγροτική παραγωγή είναι σε μεγάλο βαθμό παραμελημένη
από το κεφάλαιο, σε παγκόσμια κλίμακα, και είναι ανεπτυγμένη μόνο εκεί
που επιτρέπει την αξιοποίηση, ενώ εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι
πεθαίνουν της πείνας. H αυτοκινητοβιομηχανία είναι ένας τομέας
ανεπτυγμένος σε βαθμό που υπερβαίνει τις ανάγκες των ανθρώπων στις
ανεπτυγμένες χώρες, επειδή η κερδοφορία της της επιτρέπει να
αναπτύσσεται παρόλη την προφανή ασυναρτησία αυτής της παραγωγής. Oι
ελάχιστα ανεπτυγμένες χώρες μπορούν μόνο να κτίζουν εργοστάσια τα οποία
θα αποφέρουν ένα μέσο ποσοστό κέρδους. H τάση προς την υπερπαραγωγή
επιβάλλει μια διαρκή πολεμική οικονομία σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες
χώρες. Aυτές οι καταστροφικές δυνάμεις τίθενται σε κίνηση όταν κρίνεται
απαραίτητο, καθώς οι πόλεμοι είναι ακόμη ένας τρόπος για την
αντιμετώπιση της τάσης προς την κρίση.
H μισθωτή εργασία καθ' αυτή έχει γίνει ένας παραλογισμός εδώ και πολλές
δεκαετίες. Eξαναγκάζει ένα κομμάτι των εργατών να ασχολείται με
εξαντλητικές εργοστασιακές εργασίες. Ένα άλλο κομμάτι, που αριθμεί
πολλούς ανθρώπους ειδικά στις HΠA, δουλεύει στο μη παραγωγικό τομέα του
οποίου η λειτουργία είναι να διευκολύνει τις πωλήσεις και να απορροφάει
τους εργάτες που γίνονται αχρείαστοι λόγω της εκμηχάνισης και της
αυτοματοποίησης, προσφέροντας έτσι ένα πλήθος καταναλωτών, πράγμα που
αποτελεί μια ακόμη πλευρά της "διαχείρισης της κρίσης". Tο κεφάλαιο
παίρνει στην κατοχή του όλες τις επιστήμες και τις τεχνικές: στον
παραγωγικό τομέα κατευθύνει την έρευνα προς τη μελέτη του τι θα αποφέρει
μεγιστοποίηση του κέρδους? στο μη παραγωγικό τομέα αναπτύσσει τη
διαχείριση και το marketing. Έτσι η ανθρωπότητα τείνει να διαιρεθεί σε
τρεις ομάδες:
*2^ον ΜΕΡΟΣ*
*Z) Προλεταριάτο και επανάσταση *
26
την εργατική τους δύναμη και είναι παραγωγικοί. ¶λλοι την πουλάνε και
είναι μη παραγωγικοί. Kάποιοι άλλοι δεν μπορούν να την πουλήσουν: το
κεφάλαιο αγοράζει ζωντανή εργασία μόνο όταν ελπίζει να αυτοαξιοποιηθεί
σε κάποιο λογικό ποσοστό (το μέσο ποσοστό κέρδους). Aυτοί οι τελευταίοι
αποκλείονται από την παραγωγή.
Όντας αυτό που παράγει αξία και που μπορεί να ξεφορτωθεί έναν κόσμο
βασισμένο στην αξία, το προλεταριάτο, περιλαμβάνει επίσης τους ανέργους
και πολλές νοικοκυρές? τους πρώτους το κεφάλαιο τους προσλαμβάνει και
τους απολύει, ενώ χρησιμοποιεί την εργασία των δεύτερων για να αυξάνει
τη συνολική μάζα της αποσπώμενης αξίας.
Oι αστοί, από την άλλη μεριά, είναι κυρίαρχη τάξη όχι επειδή είναι
πλούσιοι, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν είναι. Eπειδή είναι αστοί
αποκτούν πλούτη, όχι το αντίστροφο. Eίναι η κυρίαρχη τάξη επειδή
ελέγχουν την οικονομία ―τους εργαζόμενους καθώς και τις μηχανές. H
ιδιοκτησία, αυστηρά μιλώντας, είναι μια μορφή ταξικής εξουσίας που
εμφανίζεται σε συγκεκριμένες παραλλαγές του καπιταλισμού.
Tο προλεταριάτο δεν είναι η εργατική τάξη. Eίναι η τάξη της κριτικής της
εργασίας . Eίναι η πανταχού παρούσα καταστροφή του παλιού κόσμου, αλλά
μόνο δυνητικά . Γίνεται πραγματική μόνο σε στιγμές κοινωνικής έντασης
και αναταραχής, όταν αναγκάζεται από το κεφάλαιο να γίνει ο φορέας του
κομμουνισμού. Γίνεται η ανατροπή της κατεστημένης κοινωνίας μόνο όταν
ενοποιείται, συγκροτείται ως τάξη και αυτοοργανώνεται, όχι για να γίνει
η ίδια κυρίαρχη τάξη, όπως έκανε η αστική τάξη στην εποχή της, αλλά για
να καταστρέψει την κοινωνία των τάξεων. Eκείνη τη στιγμή υπάρχει μόνο
ένας κοινωνικός φορέας: η ανθρωπότητα. Aλλά πέρα από αυτήν την περίοδο
σύγκρουσης και την περίοδο που προηγείται αυτής, το προλεταριάτο δεν
είναι παρά ένα στοιχείο του κεφαλαίου, ένας τροχός σε ένα μηχανισμό (και
προφανώς αυτό ακριβώς είναι που εξυμνεί και λατρεύει το κεφάλαιο, τον
εργάτη ως κομμάτι του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος).
Aν και δεν ήταν απαλλαγμένη από τον εργατισμό (την άλλη όψη του
διανοουμενισμού) η ριζοσπαστική σκέψη δεν εξύμνησε την εργατική τάξη,
27
ούτε θεώρησε τη χειρωνακτική εργασία πηγή άπειρης ευδαιμονίας. Aπέδωσε
στους παραγωγικούς εργάτες έναν αποφασιστικό (αν και όχι αποκλειστικό)
ρόλο επειδή το πόστο τους στην παραγωγή τους επιτρέπει να την
επαναστατικοποιήσουν από μια καλύτερη θέση. Mε αυτήν και μόνο την έννοια
οι χειρώνακτες (που πιθανόν να φορούν και γραβάτα) διατηρούν έναν
κεντρικό ρόλο, στο βαθμό που η κοινωνική τους λειτουργία τους καθιστά
ικανούς να φέρουν εις πέρας διαφορετικές εργασίες από τους άλλους.
Παρόλα αυτά, με την εξάπλωση της ανεργίας και της προσωρινής εργασίας,
την επιμήκυνση του χρόνου εκπαίδευσης, τη δια βίου κατάρτιση, τη μερική
απασχόληση, την αναγκαστική πρόωρη συνταξιοδότηση και το παράξενο μίγμα
κοινωνικής πρόνοιας (welfare) και επιβολής της εργασίας (workfare) μέσω
του οποίου οι άνθρωποι βγαίνουν από τη μιζέρια και μπαίνουν στην εργασία
για να επιστρέψουν ξανά στη φτώχεια και τη "μαύρη" εργασία και όπου το
επίδομα ανεργίας μερικές φορές ισοδυναμεί με χαμηλό μισθό, έχει γίνει
όλο και δυσκολότερο να διακρίνει κανείς την εργασία από τη μη εργασία.
Ίσως μπούμε σύντομα σε μια φάση που θα μοιάζει με την κοινωνική διάλυση
στην οποία αναφέρονται τα νεανικά γραπτά του Mαρξ. Σε όλες τις περιόδους
ισχυρών ιστορικών αναταραχών (τη δεκαετία του 1840 και τα χρόνια μετά το
1917), το προλεταριάτο αντανακλά τη χαλάρωση των κοινωνικών
διαχωριστικών γραμμών (τμήματα τόσο της εργατικής όσο και της μεσαίας
τάξης κατρακυλούν από την κλίμακα της κοινωνικής "επιτυχίας" ή αρχίζουν
να φοβούνται ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί) και την εξασθένιση των
παραδοσιακών αξιών (η κουλτούρα παύει πια να είναι ένας ενοποιητικός
παράγοντας). Oι συνθήκες ζωής της παλιάς κοινωνίας έχουν ήδη αναιρεθεί
από τις συνθήκες ζωής των προλεταρίων. Δεν ήταν ούτε οι χίπις ούτε οι
πανκς αλλά ο σύγχρονος καπιταλισμός που κατέστησε την εργασιακή ηθική
κίβδηλη. H ιδιοκτησία, η οικογένεια, το έθνος, τα ήθη, η πολιτική με την
αστική έννοια, τείνουν να αποσυντεθούν μέσα στην προλεταριακή συνθήκη.
28
απορρέει από το γενικό χαρακτήρα της εργασίας, από την ενέργεια (τόσο
ατομική όσο και κοινωνική) που παράγεται και καταναλώνεται από την
εργασία. H αξία παραμένει η απαραίτητη διαμεσολάβηση όσο αυτή η ενέργεια
δεν έχει δημιουργήσει ένα ενοποιημένο παραγωγικό σύστημα σε όλο τον
κόσμο: μετά γίνεται ένα εμπόδιο. [18]
"H δημοκρατία ―και αυτό ισχύει για όλες τις μορφές διακυβέρνησης― είναι
μια αντίφαση, ένα ψέμα και στην ουσία μια καθαρή υποκρισία. H πολιτική
ελευθερία είναι μια φαινομενική ελευθερία και η χειρότερη μορφή
σκλαβιάς, το πρόσχημα της ελευθερίας και άρα η χειρότερη υποδούλωση. Tο
ίδιο ισχύει και για την πολιτική ισότητα. Γι' αυτό το λόγο η δημοκρατία
πρέπει να γίνει κομμάτια τελικά όπως και κάθε άλλη μορφή διακυβέρνησης.
Mια τέτοια υποκρισία δεν μπορεί να συνεχιστεί. H εγγενής της αντίφαση
πρέπει να αποκαλυφθεί: είτε σημαίνει αληθινή σκλαβιά, πράγμα που
συνεπάγεται ανοιχτό δεσποτισμό? είτε σημαίνει αληθινή ελευθερία και
αληθινή ισότητα, πράγμα που συνεπάγεται κομμουνισμό". [19]
29
ολοκληρωτική οργάνωση. Aυτοί οι σοσιαλιστές προσπάθησαν να δημιουργήσουν
ένα δεσμό ο οποίος δημιουργείται πρακτικά από μόνος του κάθε φορά που οι
άνθρωποι συνεργάζονται σε ομάδες. Θέλοντας να αποφύγουν ταυτόχρονα την
εκμετάλλευση και την αναρχία, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές οργάνωσαν την
κοινωνική ζωή εκ των προτέρων . ¶λλοι, από αναρχική σκοπιά, αρνούνται
αυτό τον αυταρχισμό και θέλουν η κοινωνία να είναι μια διαρκής
δημιουργία. Aλλά το πρόβλημα είναι αλλού: μόνο καθορισμένες κοινωνικές
σχέσεις, βασισμένες σε ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης της υλικής
παραγωγής, κάνουν την αρμονία μεταξύ των ατόμων τόσο εφικτή όσο και
απαραίτητη (κάτι που περιλαμβάνει και συγκρούσεις, βλ. παραπάνω). Tότε
τα άτομα μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αλλά μόνο μέσω της
αυτόματης συμμετοχής στη λειτουργία της ομάδας, χωρίς να είναι απλά
εργαλεία της ομάδας. O κομμουνισμός δε χρειάζεται να ενοποιήσει αυτό που
ήταν διαχωρισμένο αλλά έπαψε πλέον να είναι.
Tο ίδιο ισχύει επίσης για την αντίθεση μεταξύ του ανθρώπου και του
περιβάλλοντός του. Σε παλαιότερες εποχές ο άνθρωπος μπορούσε να
κοινωνικοποιήσει τον κόσμο μόνο παλεύοντας ενάντια στην κυριαρχία της
"φύσης". Σήμερα είναι ο ίδιος απειλή για τη φύση. O κομμουνισμός είναι η
συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση.
30
ιδιότητας.
Tο κεφάλαιο ζει για να συσσωρεύει αξία: παγιώνει αυτήν την αξία υπό
μορφή αποθηκευμένης εργασίας, παρελθοντικής εργασίας. H συσσώρευση και η
παραγωγή μετατρέπονται σε αυτοσκοπό. Tα πάντα είναι υποταγμένα σε αυτές:
το κεφάλαιο τροφοδοτεί τις επενδύσεις του με ζωντανή εργασία. Tην ίδια
στιγμή αναπτύσσει τη μη παραγωγική εργασία, όπως δείξαμε παραπάνω. H
κομμουνιστική επανάσταση είναι μια εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον
παραλογισμό. Eίναι επίσης μια αποσυσσώρευση, όχι για να επιστρέψουμε σε
μορφές ζωής που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά για να βάλουμε τα
πράγματα στη θέση τους: μέχρι τώρα ο άνθρωπος έχει θυσιαστεί προς όφελος
των επενδύσεων? σήμερα το αντίθετο είναι δυνατό. O κομμουνισμός είναι
εξίσου αντίθετος στην ιδεολογία της παραγωγικότητας και στην αυταπάτη
της οικολογικής ανάπτυξης μέσα στο υπάρχον οικονομικό πλαίσιο. H
"μηδενική ανάπτυξη" εξακολουθεί να είναι ανάπτυξη. Oι επίσημοι
εκπρόσωποι της οικολογίας δεν ασκούν ποτέ κριτική σε μια οικονομία στην
οποία η αξία είναι το μέτρο των πάντων, απλά θέλουν με ένα συνετό τρόπο
να θέσουν υπό έλεγχο τις καθοδηγούμενες από το χρήμα ποσότητες.
O κομμουνισμός δεν είναι μια σειρά μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν μετά
την κατάληψη της εξουσίας. Eίναι ένα κίνημα που ήδη υπάρχει, όχι ως
τρόπος παραγωγής (δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνιστική νησίδα μέσα στην
31
καπιταλιστική κοινωνία), αλλά σαν τάση που έχει αφετηρία τις πραγματικές
ανάγκες. O κομμουνισμός δε γνωρίζει καν τι είναι η αξία. Tο θέμα δεν
είναι ότι μια ωραία πρωία ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων αρχίζει να
καταστρέφει την αξία και το κέρδος. Όλα τα επαναστατικά κινήματα του
παρελθόντος είχαν καταφέρει να ακινητοποιήσουν την κοινωνία και
περίμεναν κάτι να βγει από αυτή την καθολική παύση. H
κομμουνιστικοποίηση, αντίθετα, θα κυκλοφορεί τα αγαθά χωρίς χρήμα, θα
ανοίξει την πόρτα που απομονώνει ένα εργοστάσιο από τη γειτονιά, θα
κλείσει ένα άλλο εργοστάσιο στο οποίο η εργασιακή διαδικασία είναι τόσο
αλλοτριωτική που δεν μπορεί να βελτιωθεί τεχνικά, θα καταργήσει το
σχολείο ως εξειδικευμένο χώρο που αποκόβει τη μάθηση από την πρακτική
για 15 ολόκληρα χρόνια, θα γκρεμίσει τους τοίχους που αναγκάζουν τους
ανθρώπους να φυλακίζονται μέσα σε οικογενειακές μονάδες των τριών
δωματίων ―εν ολίγοις, θα τείνει να διαλύσει όλους τους διαχωρισμούς.
Mέχρι τώρα οι αγώνες δεν έχουν φτάσει σε ένα στάδιο όπου η στρατιωτική
τους ανάπτυξη θα έκανε απαραίτητη την εμφάνιση της νέας κοινωνίας. Στις
πιο σημαντικές κοινωνικές συγκρούσεις, στη Γερμανία ανάμεσα στο 1919 και
το 1921, το προλεταριάτο, παρόλη τη βία του εμφυλίου πολέμου, δεν έφτασε
σε αυτό το στάδιο. Παρόλα αυτά όμως η κομμουνιστική προοπτική ήταν
παρούσα μέσα σε αυτές τις συμπλοκές, οι οποίες χάνουν κάθε νόημα εάν δεν
το λάβει κανείς αυτό υπόψη του. H αστική τάξη κατάφερε να χρησιμοποιήσει
το όπλο της οικονομίας προς όφελός της, π.χ. διασπώντας την εργατική
τάξη μέσω της ανεργίας. Tο προλεταριάτο ήταν ανίκανο να χρησιμοποιήσει
την οικονομία προς όφελός του και αγωνίστηκε βασικά με στρατιωτικά μέσα:
έφτασε μόνο μέχρι το σημείο να δημιουργήσει έναν κόκκινο στρατό στο Pουρ
το 1920, αλλά δε χρησιμοποίησε ποτέ το όπλο που του προσφέρει η ίδια η
κοινωνική του λειτουργία. [22]
32
Aυτοί που δεν έχουν αποθέματα κάνουν την επανάσταση: αναγκάζονται να
εγκαθιδρύσουν κοινωνικές σχέσεις οι οποίες γεννιούνται από την υπάρχουσα
κοινωνία. Aυτή η ρήξη προϋποθέτει μια κρίση, η οποία μπορεί να είναι
πολύ διαφορετική από αυτήν του 1929, όταν ένα μεγάλο μέρος της
οικονομίας έφτασε σε αδιέξοδο. Για να ενοποιηθούν τα διάφορα στοιχεία
που εξεγείρονται ενάντια στη μισθωτή εργασία, η κοινωνία θα πρέπει να
βρίσκεται σε τόσο άσχημη κατάσταση ώστε να μην μπορεί να απομονώσει τον
ένα αγώνα από τον άλλο. H κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι ούτε το
σύνολο των σημερινών κινημάτων ούτε ο μετασχηματισμός τους μέσω της
παρέμβασης μιας "πρωτοπορίας". Προϋποθέτει ένα κοινωνικό σοκ, μια
επίθεση του κεφαλαίου ενάντια σε αυτούς που δε διαθέτουν κοινωνικά
αποθέματα σε διάφορα επίπεδα? κάτι που ενισχύει και τροποποιεί τη δράση
τους. Προφανώς, ένας τέτοιος μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε
παγκόσμια κλίμακα και πρώτα από όλα στις ανεπτυγμένες χώρες.
Tο βασικό ζήτημα δεν είναι η κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες.
Eίναι παράλογο να προπαγανδίζει κανείς τη δικτατορία της εργατικής τάξης
όπως είναι αυτή τώρα. Oι εργάτες όπως είναι τώρα , είναι ανίκανοι να
διαχειριστούν οτιδήποτε: είναι απλά ένα μέρος του μηχανισμού αξιοποίησης
και είναι υποταγμένοι στη δικτατορία του κεφαλαίου. H δικτατορία της
υπάρχουσας εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από τη
δικτατορία των αντιπροσώπων της, δηλ. των ηγετών των συνδικάτων και των
εργατικών κομμάτων. Aυτή είναι η κατάσταση στις "σοσιαλιστικές" χώρες
και αυτό είναι το πρόγραμμα της δημοκρατικής αριστεράς στον υπόλοιπο κόσμο.
Tο δέκατο ένατο αιώνα, ακόμη και την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου
Πολέμου, οι υλικές συνθήκες του κομμουνισμού έπρεπε ακόμη να
δημιουργηθούν, τουλάχιστον σε κάποιες χώρες (Γαλλία, Iταλία, Pωσία,
κτλ). Mια κομμουνιστική επανάσταση έπρεπε πρώτα να αναπτύξει τις
παραγωγικές δυνάμεις, να βάλει τη μικροαστική τάξη να εργαστεί, να
γενικεύσει τη βιομηχανική εργασία, σύμφωνα με τον κανόνα: αν δε
δουλέψεις, δεν τρως (φυσικά αυτό ίσχυε μόνο για αυτούς που μπορούσαν να
δουλέψουν). [25] Aλλά η επανάσταση δεν ήρθε και το γερμανικό της
προπύργιο συντρίφτηκε. Tο έργο της το έχει πλέον εκπληρώσει η
καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη. H υλική βάση για τον κομμουνισμό
σήμερα υπάρχει. Δεν υφίσταται πλέον η ανάγκη να σταλούν οι μη
παραγωγικοί εργάτες στο εργοστάσιο. Tο ζήτημα είναι να δημιουργηθούν οι
βάσεις για μια άλλη "βιομηχανία", τελείως διαφορετική από τη σημερινή.
33
κεφάλαιο καταδυναστεύει την εργασία αλλά δεν την έχει υποτάξει στην
"πραγματική" κυριαρχία του. Παλιές μορφές κοινωνικής κοινοτικής ζωής
διατηρούνται ακόμη. O κομμουνισμός θα αναγεννήσει πολλές από αυτές ―όπως
και ο Mαρξ είχε σκεφτεί για τη ρωσική αγροτική κοινότητα― με τη βοήθεια
μιας "δυτικής" τεχνολογίας που θα εφαρμοστεί με ένα διαφορετικό τρόπο.
Aπό πολλές απόψεις, τέτοιες περιοχές μπορεί να αποδειχτούν πιο πρόσφορες
στην κομμουνιστικοποίηση από τα φτιαγμένα για αυτοκίνητα και εθισμένα
στην τηλεόραση τεράστια "πολιτισμένα" αστικά κέντρα. Mε άλλα λόγια, θα
υπάρξει μια παγκόσμια διαδικασία αποσυσσώρευσης.
1) από τη μια, όλοι αυτοί που είναι πεταμένοι, αποκλεισμένοι από κάθε
πραγματική απόλαυση, που η ίδια τους η ύπαρξη απειλείται μερικές φορές
και οι οποίοι παρόλα αυτά ενώνονται από την αναγκαιότητα να έλθουν σε
επαφή μεταξύ τους, για να δράσουν, να ζήσουν, να επιβιώσουν?
O κόσμος των εμπορευμάτων και της αξίας που είναι το σημερινό πλαίσιο
των παραγωγικών δυνάμεων, ενεργοποιείται από μόνος του: έχει
αυτοσυγκεντρωθεί ως μια αυτόνομη δύναμη και ο κόσμος των πραγματικών
αναγκών υποτάσσεται στους νόμους του. H κομμουνιστική επανάσταση είναι η
καταστροφή αυτής της υποταγής. O κομμουνισμός είναι ο αγώνας ενάντια σε
αυτήν την υποταγή και αντιστάθηκε σε αυτήν από τις απαρχές του
καπιταλισμού, ακόμη και προγενέστερα, [27] χωρίς πιθανότητα επιτυχίας τότε.
H ανθρωπότητα στην αρχή απέδιδε στις ιδέες της, στις αντιλήψεις της για
τον κόσμο, μια προέλευση έξω από τον εαυτό της και πίστευε ότι η φύση
του ανθρώπου βρίσκεται όχι στις ιστορικές σχέσεις του, αλλά στο δεσμό
του με ένα στοιχείο εκτός του πραγματικού κόσμου (θεός), του οποίου ο
άνθρωπος ήταν μόνο το προϊόν. Mε τον ίδιο τρόπο η ανθρωπότητα, στην
απόπειρά της να οικειοποιηθεί και να προσαρμοστεί στον περιβάλλοντα
κόσμο, πρώτα έπρεπε να δημιουργήσει έναν υλικό κόσμο, ένα δίκτυο
34
παραγωγικών δυνάμεων, μια οικονομία, έναν κόσμο αντικειμένων που να τον
συντρίβει και να κυριαρχεί πάνω του, πριν μπορέσει να τον οικειοποιηθεί,
να προσαρμοστεί σε αυτόν και να τον μετασχηματίσει ανάλογα με τις
ανάγκες της.
Aυτοί που ήδη νιώθουν την ανάγκη για κομμουνισμό και που συζητούν για
αυτόν, δεν μπορούν να παρέμβουν σε αυτούς τους αγώνες φέρνοντας το
κομμουνιστικό ευαγγέλιο, δεν μπορούν να προτείνουν σε αυτές τις
περιορισμένες ενέργειες να κατευθυνθούν προς την "πραγματική"
κομμουνιστική δραστηριότητα. Aυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι συνθήματα,
αλλά μια ερμηνεία του υπόβαθρου και του μηχανισμού αυτών των αγώνων.
Aυτό που πρέπει κανείς να δείξει είναι μόνο τι θα αναγκαστούν να κάνουν
. Aυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή στους αγώνες αυτούς όταν
κάτι τέτοιο είναι δυνατό, χωρίς βέβαια να χάνουμε τον καιρό μας. Aυτό δε
σημαίνει ότι οι θεωρητικές δραστηριότητες πρέπει να παραμελούνται. Δεν
έχουν ειπωθεί τα πάντα και αυτό το κείμενο, όπως και πολλά άλλα, είναι
μόνο μια προσέγγιση του ζητήματος. Ωστόσο, υπάρχει ένας συγκεκριμένος
τρόπος να ασχολείται κανείς με τη θεωρία έτσι ώστε να οδηγείται σε πλήρη
έλλειψη επαφής με το πραγματικό κοινωνικό κίνημα.
Aπό μια αρνητική σκοπιά, οποιαδήποτε κριτική που βοηθά στην καταστροφή
της μυστικοποιητικής απολογίας του κεφαλαίου, που κάνουν το κράτος, οι
οικολόγοι, η αριστερά, τα επίσημα K.K. ή η άκρα αριστερά, είναι επίσης
μια κομμουνιστική πράξη, είτε αυτό είναι ένας λόγος, ένα κείμενο ή μια
πράξη. H θεωρητική δραστηριότητα είναι πρακτική. Δεν μπορούν να γίνουν
θεωρητικές παραχωρήσεις. Aλλά ο μόνος τρόπος για να προωθήσουμε την
κομμουνιστική προοπτική και να της επιτρέψουμε να παίξει τον πρακτικό
της ρόλο, είναι να παίρνουμε μέρος στην αναταραχή και την ενοποίηση που
τα κοινωνικά κινήματα ήδη προσπαθούν να επιτύχουν.
*1972/1997 *
35
1970.
[2] Mαρξ και Ένγκελς, H Γερμανική Iδεολογία , Mέρος Πρώτο (ελλ. έκδ.
Gutenberg).
[3] Bλ. την παρουσίαση του Kεφαλαίου από τον Ένγκελς, Selected Writings
(Penguin, 1967), σελ. 177-184.
[4] K. Mαρξ, Προ-Kαπιταλιστικοί Oικονομικοί Σχηματισμοί (ελλ. έκδ. Kάλβος).
[5] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο , τόμος I, κεφάλαιο 1 (ελλ. έκδ. Σύγχρονη Eποχή).
[6] K. Mαρξ, Oικονομικά και Φιλοσοφικά Xειρόγραφα του 1844 (ελλ. έκδ.
Γλάρος).
[7] Φ. Ένγκελς, H Kαταγωγή της Oικογένειας, της Aτομικής Iδιοκτησίας και
του Kράτους (ελλ. έκδ. Θεμέλιο). Oι μελέτες του Ένγκελς ήταν βασισμένες
σε ένα περιορισμένο αριθμό ερευνών, όπως το έργο του Mόργκαν H Aρχαία
Kοινωνία . Σήμερα θα έπρεπε να προσθέσουμε μελέτες όπως το έργο του
Mαλινόφσκι για τα νησιά Trobriand και τα σχόλια του Pάϊχ πάνω σε αυτό
στην Eισβολή της Σεξουαλικής Hθικής . Για παράδειγμα, ο θεσμός του
πότλατς σε κάποιους βορειαμερικάνους Iνδιάνους, είναι ένα ενδιαφέρον
μεταβατικό φαινόμενο από τις πρωτόγονες κοινότητες στις εμπορευματικές
κοινωνίες.
[8] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο , τόμος I, κεφάλαια 2 και 3.
[9] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο , τόμος I, μέρος δεύτερο: "H Mετατροπή του
χρήματος σε κεφάλαιο".
[10] K. Mαρξ, Θεωρίες για την Yπεραξία , μέρος 1 (εκδ. Σύγχρονη Eποχή).
[11] H δυναμική του ποσοστού του κέρδους αναλύεται στον τρίτο τόμο του
Kεφαλαίου (στα πρώτα τρία τμήματα, βλ. κεφάλαιο 15). Bλέπε επίσης
παρακάτω, Λενινισμός και Yπεραριστερά , Γ) O Nόμος της Aξίας.
[12] Φ. Ένγκελς, Selected Writings, σελ. 217-218: "Tο σύγχρονο Kράτος...
είναι... η ιδανική προσωποποίηση ολόκληρου του εθνικού κεφαλαίου".
[13] Tο βιβλίο του Π. Mάττικ, Mαρξ και Kέυνς (ελλ. έκδ. Oδυσσέας),
αποτελεί μια άριστη ανάλυση των καπιταλιστικών κρίσεων, αλλά αδυνατεί να
συλλάβει τη δυναμική του κομμουνισμού (βλ. παρακάτω, Λενινισμός και
Yπεραριστερά).
[14] K. Mαρξ, Θεωρίες για την Yπεραξία , μέρος 1, σελ. 435-462.
[15] Φ. Πέρλμαν, H Aναπαραγωγή της Kαθημερινής Zωής , (ελλ. έκδ.
Eλεύθερος Tύπος).
[16] H έννοια αυτών που "δεν έχουν αποθέματα" διατυπώθηκε από τον ιταλό
κομμουνιστή Aμαντέο Mπορντίγκα, τα χρόνια που ακολούθησαν το Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο. O σκοπός του Mπορντίγκα δεν ήταν να φτιάξει έναν
καινούριο ορισμό του προλεταριάτου, αλλά να επιστρέψει στον αρχικό
ορισμό. Όσα περιγράφει το Kεφάλαιο μπορούν και πρέπει να κατανοηθούν σε
σχέση με προηγούμενες αναλύσεις του προλεταριάτου, όπως για παράδειγμα η
Eισαγωγή στην Kριτική της Xεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου , 1843
(ελλ. έκδ. Παπαζήσης).
(σ.τ.μ.) O Zιλ Nτωβέ αναφέρεται στο παρακάτω απόσπασμα του Mπορντίγκα:
/"Mε την πρωταρχική του συσσώρευση, ο καπιταλισμός αδειάζει τα
πορτοφόλια, τα σπίτια, τα χωράφια και τα μαγαζιά των ανθρώπων και τους
μετατρέπει σε πένητες, ενδεείς, άκληρους, χωρίς αποθέματα. Tους
υποβιβάζει σε "μισθωτούς σκλάβους", με την έννοια που έδινε ο Mαρξ σ'
αυτή τη φράση. H αθλιότητα [miseria] αυξάνεται και ο πλούτος
συγκεντρώνεται, γιατί υπάρχει μια δυσανάλογη αύξηση στον απόλυτο και
σχετικό αριθμό άκληρων προλετάριων που πρέπει κάθε μέρα να τρώνε ό,τι
κάθε μέρα κερδίζουν. Aυτό το οικονομικό φαινόμενο δεν αλλάζει αν κάποια
μέρα οι μισθοί ορισμένων εξ αυτών, σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, τους
επιτρέψουν το μπουρδέλο, το σινεμά και THN απόλαυση, μια συνδρομή στην
Unita [το ιταλικό αντίστοιχο του Pιζοσπάστη] . Tο προλεταριάτο δε
γίνεται φτωχότερο όταν πέφτουν οι μισθοί, ούτε πλουσιότερο όταν οι
μισθοί αυξάνονται και οι τιμές πέφτουν. Δεν είναι πλουσιότερο όταν
εργάζεται απ' ό,τι όταν είναι άνεργο. Όποιος έχει ξεπέσει στην τάξη των
μισθωτών [salariata] είναι φτωχός μ' έναν απόλυτο τρόπο". /
*(Marxismo e miseria, Battaglia Comunista, νο. 37, 28-9/5-10-1949). *
[17] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο , τόμος II, κεφάλαια 7,10 και 11, σχετικά με
το σταθερό και το κυκλοφοριακό κεφάλαιο.
[18] Bλ. τα χειρόγραφα του Mαρξ της περιόδου 1857-1858, που είναι γνωστά
από το γερμανικό τους τίτλο: Grundrisse (ελλ. έκδ. Στοχαστής).
[19] Φ. Ένγκελς, "H πρόοδος της κοινωνικής μεταρρύθμισης στην Hπειρωτική
Eυρώπη", στο O Nέος Hθικός Kόσμος , 4 Nοεμβρίου 1843, MEW, τόμος I, σελ.
481.
[20] (σ.τ.μ.) Έτσι αποδίδουμε τον όρο communisation (Vergemeinschaftung,
36
στα γερμανικά), ο οποίος παραπέμπει στην κομμουνιστική επανάσταση, δηλ.
στην κατάργηση του κράτους, του νόμου της αξίας και της καπιταλιστικής
ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου.
[21] Φ. Ένγκελς, "Συνθήκες και Προοπτικές ενός Πολέμου της Iεράς
Συμμαχίας ενάντια στην Eπαναστατική Γαλλία το έτος 1852", MEW, τόμος
VII, σελ. 480.
[22] Xρήσιμες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν στο Spartakism to National
Bolshevism, The K.P.D. 1914-1924, (Aberdeen Solidarity Pamphlet). Mπορεί
κανείς να προσθέσει στη βιβλιογραφία: F. L. Carsten, Revolution in
Central Europe, 1918-1919, Temple Smith, 1972 και D. Authier, J. Barrot,
La Gauche communiste en Allemagne (1914-21), Payot, 1976.
[23] Bλ. το κείμενο της Kαταστασιακής Διεθνούς, "H Παρακμή και η Πτώση
της Θεαματικής-Eμπορευματικής Kοινωνίας" (1965), [ελλ. εκδ. στο
Internatiοnale Situationniste, Tο Ξεπέρασμα της Tέχνης , εκδ. Ύψιλον].
[24] H όλη συζήτηση γύρω από την "οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος"
αποτυγχάνει να συλλάβει αυτό το ουσιαστικό σημείο.
[25] Aυτό ήταν το πρόγραμμα του Λένιν το 1917 στο Kράτος και Eπανάσταση .
[26] O Mαρξ (κυρίως στο άρθρο του "O Bασιλιάς της Πρωσίας και η
κοινωνική μεταρρύθμιση", του 1844, αλλά και σε άλλα πρώιμα κείμενα)
ανέπτυξε μια κριτική της πολιτικής και αντιπαρέβαλε τη "πολιτική" με την
"κοινωνική" επανάσταση: η πρώτη ρυθμίζει εκ νέου τους δεσμούς ανάμεσα
στα άτομα και τις ομάδες χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα αυτό που πραγματικά
κάνουν, η δεύτερη επεμβαίνει πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι
αναπαράγουν τα μέσα ύπαρξής τους, τον τρόπο ζωής τους, τις πραγματικές
τους συνθήκες και ως εκ τούτου μετασχηματίζει τον τρόπο με τον οποίο
σχετίζονται ο ένας με τον άλλο.
Mια από τις πρώτες επαναστατικές χειρονομίες είναι η εξέγερση ενάντια
στον έλεγχο που ασκείται από τα πάνω στη ζωή μας: από μια δασκάλα, ένα
αφεντικό, έναν μπάτσο, μια κοινωνική λειτουργό, ένα συνδικαλιστή ηγέτη,
έναν πολιτικό... Ύστερα παρεμβαίνει η πολιτική και υποβιβάζει τις
βλέψεις και τις επιθυμίες σε ζήτημα εξουσίας ―η οποία θα έπρεπε να δοθεί
σε ένα κόμμα ή έστω να τη μοιράζονται όλοι. Aυτό όμως που μας λείπει
είναι η εξουσία να παράγουμε εμείς οι ίδιοι τη ζωή μας. Ένας κόσμος στον
οποίο ο ηλεκτρισμός φτάνει σε εμάς μέσα από τεράστιους
(πετρελαιοκίνητους ή πυρηνικούς) σταθμούς ενέργειας, θα παραμείνει πάντα
έξω από τον έλεγχό μας. Mόνο ένας πολιτικός θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η
επανάσταση είναι πρωτίστως ζήτημα κατάληψης ή/και αναδιανομής της εξουσίας.
[27] Φ. Ένγκελς, O Πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία , (ελλ. έκδ.
Σύγχρονη Eποχή).
*Μιχαήλ Μπακούνιν*
Τα δύο πρώτα κεφάλαια από το βιβλίο "Μarxism, Liberty and the State"
*Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή *
Όχι, εννοώ τη μόνη ελευθερία που αξίζει πραγματικά το όνομά της, την
ελευθερία που συνίσταται στην πλήρη ανάπτυξη όλων των υλικών,
37
πνευματικών και ηθικών δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται ως λανθάνοντα
προσόντα στον καθένα, την ελευθερία η οποία δεν αναγνωρίζει κανέναν
άλλον περιορισμό εκτός από κείνους που θέτουν οι νόμοι της ίδιας μας της
φύσης. Έτσι ώστε, ορθά μιλώντας, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, από τη
στιγμή που αυτοί οι νόμοι δεν είναι επιβεβλημένοι πάνω μας από κάποιον
νομοθέτη έξωθεν ή άνωθεν υμών. Είναι έμφυτοι σε μας, σύμφυτοι, που
συνιστούν την ίδια τη βάση του είναι μας, υλικού καθώς και πνευματικού
και ηθικού. Συνεπώς, αντί να τους θεωρούμε ως ένα όριο, πρέπει να τους
θεωρούμε ως τις αληθινές συνθήκες και την πραγματική αιτία της
ελευθερίας μας.
Εννοώ αυτή την ελευθερία του κάθε ατόμου η οποία, χωρίς να σταματάει,
λες και συναντάει ένα όριο, μπροστά στην ελευθερία των άλλων, βρίσκει
εκεί την επιβεβαίωσή της και την επέκτασή της στο άπειρο. Την
απεριόριστη ελευθερία του καθενός μέσω της ελευθερίας των άλλων, την
ελευθερία μέσω της αλληλεγγύης, την ελευθερία στην ισότητα. Την
ελευθερία που θριαμβεύει πάνω στην κτηνώδη δύναμη και την αρχή της
αυθεντίας η οποία δεν ήταν ποτέ τίποτε άλλο παρά η εξιδανικευμένη
έκφραση αυτής της δύναμης, την ελευθερία που, έχοντας γκρεμίσει όλα τα
θεϊκά και γήινα είδωλα, θα θεμελιώσει και θα οργανώσει ένα νέο κόσμο,
αυτόν της ανθρώπινης αλληλεγγύης, πάνω στα ερείπια όλων των Εκκλησιών
και όλων των Κρατών.
38
σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, αλλά ποτέ ακολουθώντας ένα σχέδιο
από πρίν σχεδιασμένο και επιβεβλημένο πάνω στις "αδαείς μάζες" από
κάποιους ανώτερους διανοούμενους.
Γιά αυτόν τον λόγο είναι μία σχολή απόλυτα αξιοσέβαστη, η οποία μερικές
φορές παραταύτα παρουσιάζει ένα πολύ κακό χαρακτήρα κυρίως διότι παίρνει
ως βάση των θεωριών της μία αρχή η οποία είναι πολύ σωστή όταν κανείς
την εξετάζει στις πραγματικές της διαστάσεις, δηλαδή από την σχετική της
σκοπιά, αλλά τελείως λανθασμένη όταν θεωρείται και καταγράφεται με έναν
απόλυτο τρόπο ως το μόνο θεμέλιο και η πρώτη πηγή όλων των άλλων αρχών.
39
έκφραση ήδη τετελεσμένων γεγονότων. Ότι ανάμεσα στα άλλα γεγονότα, τα
οικονομικά και τα υλικά είναι αυτά που υπερτερούν, και που συνιστούν την
θεμελιώδη βάση, το κύριο θεμέλιο από τα οποία όλα τα άλλα γεγονότα,
πνευματικά και ηθικά, πολιτικά και κοινωνικά, δεν είναι παρά μόνο
αναπόφευκτα παράγωγα.
Και εμείς, που είμαστε Υλιστές και Ντετερμινιστές, όπως και ο ίδιος ο
Μάρξ, αναγνωρίζουμε τον αναπόφευκτο δεσμό των οικονομικών και των
πολιτικών γεγονότων στην Ιστορία. Αναγνωρίζουμε, πράγματι, την
αναγκαιότητα, τον αναπόφευκτο χαρακτήρα των γεγονότων που συμβαίνουν,
αλλά δεν υποκλινόμαστε μπροστά τους αδιάφορα και πάνω απ? όλα είμαστε
πολύ προσεκτικοί να τα επαινέσουμε όταν, εξ? αιτίας της φύσης τους,
έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον ανώτατο σκοπό της Ιστορίας, με το
απολύτως ανθρώπινο ιδανικό το οποίο μπορεί να βρεθεί σε διάφορες μορφές,
στα ένστικτα, στις φιλοδοξίες των ανθρώπων και στα θρησκευτικά σύμβολα
όλων των εποχών, διότι αυτό το ιδανικό είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φυλή,
το πιό κοινωνικό είδος από όλα τα είδη ζώων πάνω στη Γή. Κατ'? αυτόν το
τρόπο αυτό το ιδανικό, σήμερα καλύτερα κατανοητό παρά ποτέ, μπορεί να
συνοψισθεί στις παρακάτω λέξεις: Είναι ο θρίαμβος της ανθρωπότητας,
είναι η κατάκτηση και η επίτευξη της πλήρους ελευθερίας και της πλήρους
ανάπτυξης, υλικής, πνευματικής και ηθικής, του κάθε ατόμου, μέσω της
απόλυτα ελεύθερης και αυθόρμητης οργάνωσης της οικονομικής και
κοινωνικής αλληλεγγύης όσο γίνεται πιό ολοκληρωμένα μεταξύ όλων των
ανθρωπίνων όντων που ζουν στη Γή.
Οτιδήποτε στην Ιστορία που αποδεικνύει τον εαυτό του σύμφωνο με αυτό τον
σκοπό, από την ανθρώπινη σκοπιά -και δεν μπορούμε να έχουμε και καμιά
άλλη εκτός από αυτή- είναι καλό, οτιδήποτε είναι ενάντιο είναι κακό.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτό που καλούμε καλό και
κακό είναι πάντα, και το ένα και το άλλο, τα φυσικά αποτελέσματα κάποιων
φυσικών αιτιών, και ότι συνεπώς το ένα είναι το ίδιο αναπότρεπτο όπως
και το άλλο. Αλλά όπως σε ότι αφορά αυτό που κανονικά ονομάζουμε Φύση,
αναγνωρίζουμε πολλές αναγκαιότητες τις οποίες είμαστε πολύ λίγο
διατεθειμένοι να ευλογήσουμε, π.χ. την αναγκαιότητα να πεθάνει κανείς
από λύσσα όταν τον δαγκώσει ένα λυσσασμένο σκυλί, κατ'? αυτόν τον τρόπο,
στην άμεση συνέχεια της ζωής της Φύσης, η οποία ονομάζεται Ιστορία,
αντιμετωπίζουμε πολλές αναγκαιότητες τις οποίες θεωρούμε πολύ
περισσότερο άξιες εξύβρισης παρά ευλογίας και τις οποίες πιστεύουμε ότι
πρέπει να στιγματίζουμε με όλη την δύναμη που έχουμε, για το συμφέρον
της κοινωνικής και ιδιωτικής μας ηθικής υγείας. Ακόμα κι αν
αναγνωρίζουμε ότι από τη στιγμή που αυτά τα γεγονότα έχουν
πραγματοποιηθεί, ακόμα και το πιό απεχθές ιστορικό γεγονός έχει αυτό τον
αναπότρεπτο χαρακτήρα που παρατηρούμε σε όλα τα φαινόμενα της Φύσης όπως
και της Ιστορίας.
Με τον ίδιο τρόπο, θεωρώ τελείως φυσικό, λογικό και συνεπώς αναπότρεπτο
γεγονός, ότι οι Χριστιανοί έπρεπε να καταστρέψουν με ιερή μανία όλες τις
βιβλιοθήκες των Ειδωλολατρών, όλους τους θησαυρούς της Τέχνης, και την
αρχαία φιλοσοφία και επιστήμη. Αλλά είναι τελείως αδύνατον για μένα να
συλλάβω τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από αυτή την ενέργεια για την
πολιτική και κοινωνική μας ανάπτυξη. Τείνω μάλλον να πιστεύω ότι πέρα
από αυτή την μοιραία διαδικασία του οικονομικού γεγονότος, στην οποία,
αν κανείς πιστέψει τον Μάρξ, πρέπει να αναζητηθεί (απορρίπτοντας κάθε
άλλη σκέψη) η μόνη αιτία όλων των πνευματικών και ηθικών ενεργειών που
παράγονται στην Ιστορία -λέω, λοιπόν, ότι τείνω σφόδρα να πιστεύω ότι
αυτή η πράξη ιερής βαρβαρότητας, ή καλύτερα αυτή η μακρυά αλληλουχία
40
πράξεων βαρβαρότητας και τα εγκλήματα τα οποία οι πρώτοι Χριστιανοί,
θεϊκά εμπνεώμενοι, διέπραξαν ενάντια στο ανθρώπινο πνεύμα ήταν μία από
τις κύριες αιτίες του πνευματικού και ηθικού ξεπεσμού, και κατά συνέπεια
του πολιτικού και κοινωνικού εξανδραποδισμού που χαρακτήρισαν τους τόσο
ολέθριους αιώνες που ονομάζουμε Μεσαίωνα. Να είστε σίγουροι ότι, εάν οι
πρώτοι Χριστιανοί δεν είχαν καταστρέψει τις βιβλιοθήκες, τα Μουσεία και
τους Ναούς της αρχαιότητας, δεν θα ήμασταν σήμερα καταδικασμένοι να
πολεμούμε αυτό το πλήθος των τρομερών και επονείδιστων παραλογισμών, οι
οποίοι ακόμη γεμίζουν το μυαλό των ανθρώπων, σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε
να αμφιβάλλουμε μερικές φορές για την πιθανότητα ενός πιό ανθρώπινου
μέλλοντος.
41
και Χριστιανική καρτερικότητα τόσο τις φρικαλεότητες του Αγίου
Βαρθολομαίου όσο και αυτές, που δεν ήταν λιγότερο απεχθείς, των
εκτελεστών της Ανάκλησης του Διατάγματος της Νάντης."
Τέτοιος είναι ο δρόμος των ανθρώπων για την πλήρη απελευθέρωση, που θα
είναι προσιτή σΆ όλους, ο δρόμος της αναρχικής κοινωνικής επανάστασης,
που θα προέλθει από τους ίδιους τους ανθρώπους, μια στοιχειώδης δύναμη,
που θα εξαλείψει όλα τα εμπόδια. Αργότερα, θα ξεπροβάλλουν αυθόρμητα απΆ
τα βάθη της λαϊκής ψυχής οι νέες δημιουργικές μορφές της κοινωνικής
ζωής. Ο δρόμος των κυρίων μεταφυσικών είναι εντελώς διαφορετικός.
Μεταφυσικός είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε για τους οπαδούς του Χέγκελ
και τους θετικιστές και γενικά για όλους εκείνους που λατρεύουν την
επιστήμη σα θεό, όλους εκείνους τους σύγχρονους θαυμαστές του
Προκρούστη, οι οποίοι, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, έχουν δημιουργήσει
ένα ιδανικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, ένα στενό κελί, μέσα στο οποίο
επιθυμούν να σπρώξουν τις μελλοντικές γενιές, όλους εκείνους, που αντί
να δουν την επιστήμη σαν μια μόνο από τις βασικές εκδηλώσεις της φυσικής
και κοινωνικής ζωής, επιμένουν πως όλη η ζωή κλείνεται στις αναγκαστικά
πειραματικές επιστημονικές θεωρίες τους. Οι μεταφυσικοί και οι
θετικιστές, όλοι αυτοί οι κύριοι που θεωρούν σαν αποστολή τους να
επιβάλλουν αυταρχικά τους νόμους της ζωής στΆ όνομα της επιστήμης, είναι
συνειδητά ή ασυνείδητα αντιδραστικοί. Αυτό είναι πολύ εύκολο νΆ αποδειχθεί.
42
εκατομμύρια ατόμων, θα κυβερνούνταν από 100 ή 200 ειδικούς. Στην
πραγματικότητα, θα ήταν ακόμα λιγότεροι από τον υπολογισμό αυτό, γιατί
όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι δεν ασχολούνται με την διοίκηση της
κοινωνίας. Αυτό θα ήταν το καθήκον της κοινωνιολογίας ? της επιστήμης
των επιστημών ? που προϋποθέτει, στην περίπτωση ενός καλά εκπαιδευμένου
κοινωνιολόγου, ότι αυτός έχει επαρκή γνώση όλων των άλλων επιστημών.
Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν στη Ρωσία ή σΆ ολόκληρη την Ευρώπη;
Είκοσι ή τριάντα; Κι αυτοί οι είκοσι ή τριάντα θα κυβερνούσαν τον κόσμο;
Μπορεί κανείς να φανταστεί έναν πιο παράλογο κι άθλιο δεσποτισμό;
Αλλά μας έχουν πει: "Η επιστήμη δεν θΆ αποτελεί για πάντα το προνόμιο
λίγων, θα έρθει ο καιρός που θα είναι προσιτή σΆ όλους". Μια τέτοια
εποχή είναι ακόμα πολύ μακρινή και θα υπάρξουν πολλές κοινωνικές
αναταραχές προτού γίνει αληθινό αυτό τΆ όνειρο, αλλά και τότε ακόμα
ποιος θα ήθελε να εμπιστευτεί τη μοίρα του στα χέρια των ιερέων της
επιστήμης;
Νομίζουμε ότι όποιος πιστεύει, πως μετά από μια κοινωνική επανάσταση
όλοι θα είναι εξίσου μορφωμένοι, κάνει μεγάλο λάθος. Τότε, όπως και
τώρα, η επιστήμη θα παραμείνει ένας απΆ τους πολλούς ειδικευμένους
τομείς, μόνο που θα πάψει να είναι προσιτή σε λίγα απλώς μέλη της
προνομιούχας τάξης. Με την εξάλειψη των ταξικών διακρίσεων, η εκπαίδευση
θα είναι προσιτή σΆ όλους εκείνους που θα έχουν την ικανότητα και την
επιθυμία να την επιδιώξουν, αλλά όχι όμως σε βάρος της χειρωνακτικής
εργασίας, πού θα είναι υποχρεωτική για όλους.
43
γεγονότα, όχι όμως με μόνη τη σκέψη. Η θεωρία γεννιέται πάντοτε απΆ τη
ζωή, άλλα ποτέ δεν τη δημιουργεί" σαν τους ανεμοδείχτες και τις
πινακίδες των δρόμων δεν δείχνει παρά μόνο την κατεύθυνση και τα διάφορα
στάδια της ανεξάρτητης και μοναδικής εξέλιξης της ζωής.
Τέτοιες ιδέες έχουμε, σαν κοινωνικοί επαναστάτες, και γιΆ αυτό κατά
συνέπεια λεγόμαστε αναρχικοί. Δεν διαμαρτυρόμαστε γιΆ αυτό το όνομα,
γιατί πραγματικά είμαστε εχθροί κάθε Κυβερνητικής εξουσίας, αφού
γνωρίζουμε ότι μια τέτοια εξουσία διαφθείρει εξίσου εκείνους πού φοράνε
το θώρακά της, κι αυτούς που εξαναγκάζονται να, υποταχτούν σΆ αυτήν.
Κάτω απΆ την καταστρεπτική της επίδραση, οι πρώτοι γίνονται φιλόδοξοι
και φανατικοί δεσπότες κι εκμεταλλεύονται τη κοινωνία για χάρη των
προσωπικών ή ταξικών τους συμφερόντων, ενώ οι άλλοι γίνονται δούλοι.
44
οικονομικά προνόμια της άρχουσας μειοψηφίας και την πολιτική και
οικονομική υποδούλωση των λαϊκών μαζών.
Όσο υπάρχει το Κράτος θα υπάρχει η κυριαρχία μιας τάξης απέ μια άλλη και
σαν αποτέλεσμα ή υποδούλωση. Κράτος χωρίς υποδούλωση δεν είναι νοητό και
γιΆ αυτό το λόγο είμαστε εχθροί του Κράτους.
Ναι, πιθανόν από πρώην εργάτες, οι οποίοι μόλις γίνουν κυρίαρχοι πάνω
στους λαϊκούς αντιπρόσωπους θα πάψουν να είναι εργάτες. και θα κοιτούν
τις απλές εργατικές μάζες απΆ τα ύψη του κυβερνητικού βάθρου, δεν θα
εκπροσωπούν πια το λαό παρά μόνο τον εαυτό τους και τις απαιτήσεις πού
έχουν για την άσκηση της εξουσίας πάνω στο λαό. Εκείνοι πού αμφιβάλλουν
γιΆ αυτό γνωρίζουν πολύ λίγο την Ανθρώπινη φύση.
45
Σοσιαλιστής", "Επιστημονικός Σοσιαλισμός" κλπ. που εμφανίζονται συνεχώς
στους λόγους και στα κείμενα των οπαδών του Λασσάλ και του Μαρξ,
αποδεικνύουν ότι το ψευτο-λαϊκό Κράτος δεν θα είναι τίποτΆ άλλο παρά ο
δεσποτικός έλεγχος του πληθυσμού από μια νέα και καθόλου μεγάλη
αριθμητικά, αριστοκρατία πραγματικών και ψευτο-επιστημόνων. οι
"αμόρφωτοι" άνθρωποι θΆ απαλλαγούν εντελώς από τη φροντίδα της διοίκησης
και θα τύχουν τη μεταχείριση μιας πειθαρχημένης αγέλης. Τι θαυμάσια
απελευθέρωση πραγματικά!.
46
χρειάζεται μια ισχυρή κηδεμονία και θα δημιουργήσουν μια. κεντρική
Κρατική Τράπεζα, που θα ελέγχει επίσης όλο το εμπόριο, τη Βιομηχανία, τη
γεωργία ακόμη και την επιστήμη. Οι Λαϊκές μάζες θα χωριστούν σε δυο
στρατιές, τη γεωργική και τη βιομηχανική, κάτω απΆ την άμεση διοίκηση
των Κρατικών μηχανικών, πού θΆ αποτελέσουν τη νέα προνομιούχα
πολιτικοοεπιστημονική τάξη.
* Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση (σ.σ. 94-103) του
έργου του Μιχαήλ Μπακούνιν "Η Παρισινή Κομμούνα και η ιδέα του Κράτους",
σε μετάφραση Τζακ Λουμάλα και επιμέλεια Γ. Ξυλαγκρά (μέσα στη
δικτατορία, μάλλον το 1972) Εκδόσεις "Ελεύθερος Τύπος". Η μετάφραση
έγινε από την αγγλική γλώσσα και η επιλογή των κειμένων που
περιλαμβάνονται στο βιβλίο έγινε από την επίσης αγγλική έκδοση-συλλογή
των έργων του Μπακούνιν με τίτλο "Bakunin on Anarchy", που επιμελήθηκε ο
Σαμ Ντόλγκοφ και εκδόθηκε στις ΗΠΑ από τον οίκο Random House.
47
χρήσης των βίαιων μεθόδων στις οποίες μπορεί να προσφύγουν οι
καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι, οι υποταγμένοι γενικά, για
ν’ αντιτεθούν στις κυρίαρχες δυνάμεις, είτε κατά την όσια πράξη
της εξέγερσης εναντίον της καταπίεσης που υφίστανται, είτε κυρίως
όταν συνειδητοποιούν την ανάγκη πραγμάτωσης εναλλακτικών αρχών
και ιδανικών.*
*Παρότι γνωρίζω ότι στο ζήτημα της βίας η σχέση της με την ηθική
είναι ουσιαστική, εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο
ηθικό, ή μάλλον δεν είναι μόνο και κυρίως ηθικό. Πράγματι
χρειάζεται να θυμόμαστε ότι, όντας η ηθική σε όλα τα επίπεδα ένα
ναρκοπέδιο, είναι πολύ επικίνδυνο, αλλά κυρίως ακατάλληλο, να την
επιλέγουμε σαν μοναδική βάση για την αποτίμηση της αξίας των
επιλογών μας. Η ηθική ασχολείται και αναζητεί την ορθότητα των
ανθρώπινων συμπεριφορών σε σχέση με τις έννοιες του καλού και του
κακού, οι οποίες εφόσον με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν
δεδομένες, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στον καθορισμό τους
προκύπτουν αναπόφευκτα οπτικές όχι μόνο διαφορετικές, αλλά και
πολύ εύκολα αντιτιθέμενες. Μπορούμε ευλόγως να ισχυριστούμε ότι
στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές ηθικές, που ενίοτε
παρουσιάζονται σαν μοναδικές, έτσι ώστε η επιλογή μιας απ’ αυτές,
προφανώς με αιτιολογημένους λόγους, να σημαίνει σχεδόν μοιραία
τον αποκλεισμό ή την καταδίκη όλων των άλλων. Υπάρχουν έτσι,
παραδείγματος χάριν, πολλές θρησκευτικές ηθικές, με την κάθε μια
άρρηκτα συνδεμένη με τη θρησκεία της αναφοράς της, υπάρχει μια
ηθική της ελευθερίας, μια ηθική της προσταγής, μια ηθική της
εξουσίας, μια ηθική της βίας, μια ηθική της μη βίας, κ.ο.κ. Η κάθε
μια έχει έγκυρες και δικαιολογημένες αιτιολογίες, που είναι
αναμφισβήτητες για όποιον τις ενστερνίζεται. Ποτέ κανείς δεν
ενστερνίστηκε μια ηθική επιλογή καθεαυτή, αφού πίσω από κάθε μια
τους υπάρχουν πάντοτε μία ή περισσότερες επιλογές υπαρξιακής ή
φιλοσοφικής έννοιας.*
*Το κύριο πρόβλημα το οποίο πρέπει να είμαστε σε θέση να
κατανοήσουμε, είναι αν έχει νόημα αυτό που κάνουμε. Να
διερωτηθούμε δηλαδή κατά πόσο η συνειδητή και προγραμματισμένη
χρήση βίαιων μορφών εξέγερσης εναντίον των καταπιεστικών δομών
που θα επιθυμούσαμε να συντρίψουμε, είναι λειτουργική, κατά πόσο
δηλαδή είμαστε όντως σε θέση να έχουμε αντίστοιχα και συμφυή
αποτελέσματα, ακόμη και από ηθική άποψη, μ’ εκείνες τις ιδανικές
προϋποθέσεις που θα έπρεπε να κινητοποιούν τις πράξεις μας και να
μας ωθούν να τις επιλέξουμε.*
*Για να γίνω πιο κατανοητός, θεωρώ ότι πρώτα απ’ όλα είμαι
υποχρεωμένος να ξεκαθαρίσω τους λόγους που μπορούν να μας
οδηγήσουν στην τελική μας επιλογή. Οφείλουμε δηλαδή να έχουμε
πλήρως συνειδητοποιήσει ότι πριν επιλέξουμε το πώς θα δράσουμε,
είναι απαραίτητο να έχουμε φτάσει σε μια κάποια βεβαιότητα σε
* Η δική μου είναι μια, όχι η, αλλά μια, αναρχική άποψη. Συνεπώς
έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά της αναρχικής οπτικής που, όντας
μερική, σχετική και όχι απόλυτη, όπως όλες οι οπτικές που δεν
περιορίζονται σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, αντιπροσωπεύει μια
θεώρηση ικανή να συμπεριλάβει οικουμενικές αξίες, τις οποίες
48
προτείνει με τη συνείδηση ότι εμπεριέχουν μια εγκυρότητα ικανή να
επεκταθεί στους πάντες και σε όλες τις περιπτώσεις. Και η
αναρχική άποψη ως αρχή προϋποθέτει πριν από ο,τιδήποτε άλλο, την
άνευ όρων άρνηση κάθε μορφής καταπιεστικής εξουσίας και
κυριαρχίας, καθώς δέχεται την ύπαρξη μιας ισότητας κοινωνικά
διάχυτης, επιδιώκει τη διαρκή άσκηση της ελευθερίας και αρνείται
οποιαδήποτε άσκηση βίας για την υλοποίηση των αποφάσεων και της
συλλογικής θέλησης, αποφάσεων που παίρνονται μέσω οριζόντιων, μη
ιεραρχικών και μη άκαμπτων δομών.*
*Ποιο είναι κατά βάθος το πρόβλημα σε σχέση με την πιθανότητα
πραγμάτωσης μιας μελλοντικής αναρχικής κοινωνίας; Όπως βλέπω εγώ
τα πράγματα, αυτό έχει να κάνει με το ξεπέρασμα και την
κατεδάφιση των ιστορικά, δομικά και κυρίως πολιτιστικά παγιωμένων
εμποδίων, τα οποία εδραιώνουν την τάξη της εξουσίας και της
ιεραρχίας. Η θεσμοθέτηση της σημερινής εξουσίας, πράγματι, που
νομιμοποιεί την αναγκαιότητα ύπαρξης της ιεραρχικής προσταγής και
την άσκηση της μέσω της χρήσης της συντεταγμένης ισχύος, έχει
ουσιαστικά δύο μορφές δικαιολόγησης:*
49
εσωτερικευμένη και εκ των πραγμάτων, της δουλειάς και της
παρουσίας τους. Αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα αντικαθιστώντας την
αυταρχική βία μιας κεντρικής κυβέρνησης, που επιβάλλεται
προστατευόμενη από τους μπάτσους, με μορφές ελευθεριακής
αυτοκυβέρνησης από τις οποίες απουσιάζει η βία και δεν έχουν καμία
ανάγκη τους μπάτσους. Ο Μαλατέστα είχε κατανοήσει κάτι τέτοιο και
είχε προτάξει περισσότερα από ένα επιχειρήματα προκειμένου να το
καταλάβουν οι σύντροφοι και όλοι αυτοί που ενδιαφέρονται για τις
αναρχικές προτάσεις. «Η εξάλειψη του σωματικού καταναγκασμού δεν
αρκεί για ν’ αναδειχθεί η αξιοπρέπεια ενός ελεύθερου ατόμου, αλλά
αυτό πρέπει να έχει μάθει ν’ αγαπά τους ομοίους του, να σέβεται τα
δικαιώματα που θέλει να σέβονται οι άλλοι για λογαριασμό του, ν’
αρνείται τόσο να τον διατάζουν όσο και να διατάζει… Ο χωροφύλακας
δεν είναι ακριβώς βίαιος, αλλά το τυφλό όργανο στην υπηρεσία του
βίαιου» .*
50
ολοκλήρου. Χρησιμοποιείται μόνο αν δεν υπάρχει άλλο δυνατό μέσο
απελευθέρωσης και συνιστά συνεπώς αποκλειστικό εργαλείο άμυνας
απέναντι στη βία της κυριαρχίας, κι όχι εργαλείο διαχείρισης και
κοινωνικής συγκρότησης. Για τους αναρχικούς η βία είναι
αντικοινωνική.*
*Η αναγκαιότητα της άμυνας*
* Ο Μαλατέστα εκφράζει και διατυπώνει μια οικουμενική αρχή, ικανή
να δώσει νόημα στην επιλογή της δράσης: η βία είναι μια θλιβερή
αναγκαιότητα και δικαιολογείται μόνο από την αναγκαιότητα της
άμυνας και της μη υποταγής. Καθώς ασπάζομαι πλήρως αυτή την άποψη
και, παρότι αναγνωρίζω πως είναι δύσκολο να περιορίσουμε σε μια
πρόταση μια τόσο σύνθετη προβληματική, λέω ότι οι αναρχικοί είναι
αντιβίαιοι, χωρίς να είναι μη βίαιοι.*
*Όπως όλες οι διατυπώσεις αρχών, που εκ φύσεως ανάγονται σε πολύ
ευρύτερα επίπεδα στοχασμού, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και
τη συγκεκριμένη, χρειάζεται να αναγνωριστεί πλήρως το πνεύμα και
το νόημα της, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να εργαλειοποιηθεί,
αν όχι να μυθοποιηθεί. Λόγω μιας τέτοιας ανάγκης θα ήθελα να πω
κάποια πράγματα για την προσέγγιση του Μαλατέστα, γιατί θεωρώ ότι
πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητή. Ο δικός μας Ερίκο ήταν ένας
πεισμένος εξεγερτικός και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος της
ζωής του, αν και στις τελευταίες σκέψεις του άρχισε να ασκεί
κάποια κριτική, που όμως δεν άγγιζε στο ελάχιστο τη βασική του
πεποίθηση. Αυτό ισχύει τόσο για την άμεση δράση στην οποία
ενεπλάκη, όσο και για τις θεωρητικές του απόψεις. Από τη Συμμορία
του Ματέζε μέχρι την Κόκκινη Βδομάδα, για να παραθέσουμε τα πιο
γνωστά ιστορικά γεγονότα, με την καρδιά, τη σκέψη και με μεγάλη
γενναιοψυχία, πληρώνοντας πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο, βρέθηκε στην
πρώτη γραμμή της οργάνωσης και της προώθησης της λαϊκής
εξέγερσης, η οποία επιθυμούσε να εξελιχθεί σε κοινωνική
επανάσταση. Όμως αφιέρωσε σελίδες και σελίδες σ’ έναν προσεκτικό
θεωρητικό στοχασμό προκειμένου να ξεκαθαρίσει ποια θα πρέπει να
είναι η αναρχική συνδρομή στον εξεγερτικό αγώνα, ασχολούμενος
κυρίως ποια θα πρέπει να είναι αυτή στην περίπτωση νίκης. Αν
υπάρχει ένα όριο στη σκέψη του, έγκειται στο ότι σ’ όλη του τη ζωή
δεν κατάφερε ποτέ να βρει άλλον πιθανό δρόμο για την επανάσταση
πέρα από την εξέγερση, για την οποία όμως κάθε σκέψη του
ακολουθεί ενσυνείδητα ένα ακριβές σχήμα: για να καταφέρουμε να
οικοδομήσουμε την αναρχία κατά αρχήν πρέπει να εξεγερθούμε, είναι
το περίφημο αναγκαίο κακό το οποίο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε,
προκειμένου να γκρεμίσουμε το σύστημα της καταπιεστικής εξουσίας
αλλά είχε άκρως ξεκαθαρισμένες ιδέες για το τι θα είναι η εξέγερση.*
51
Δεν είναι δύσκολο να έρθουμε στο σήμερα, όπου αυξάνει μια
κατακερματισμένη χρήση της βίας εκ μέρους ανατρεπτικών τάσεων
ποικίλης έμπνευσης. Από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τους άλλους
εγχώριους μαχόμενους σχηματισμούς στον ισλαμικό φονταμενταλισμό
που δρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Με διαφορετική ιδεολογική βάση,
δρουν όλες σπέρνοντας τον τρόμο, είτε μεταξύ των γραμμών του
εχθρού που θέλουν να χτυπήσουν, είτε μεταξύ των ανθρώπων των
περιοχών που χτυπιούνται. Σύμφωνα με τα αναρχικά κριτήρια τα οποία
παρουσιάσαμε εδώ, οι βίαιες ενέργειες των ανατρεπτικών επιθέσεων
που βλέπουμε καθημερινά, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με μια
εξεγερτική θέληση. Σε ό,τι αφορά τη Δύση μου φαίνεται, αντιθέτως,
έκφραση μαχόμενων, που προσπαθούν να διεξάγουν έναν ανελέητο
πόλεμο, ο οποίος ουσιαστικά εκλαμβάνεται από τις μάζες που θα
ήθελαν να εμπλέξουν σαν ασαφής και ξένος. Είναι ένας προσωπικός
πόλεμος ο οποίος, άσχετα με τις προθέσεις, σε κάποιες περιπτώσεις
διακηρυγμένες σε κάποιες άλλες όχι, έχει τη γεύση της σύγκρουσης
μεταξύ αντιτεθέμενων εξουσιών και διεξάγεται στο όνομα του
περίφημου λαού του 19ου αιώνα, ο οποίος όμως, αντί να εξεγείρεται
στο πλευρό τους, κοιτάζει τρομαγμένος και ζητά την προστασία των
ισχυρών ανθρώπων των θεσμών προκειμένου να προστατευθεί. Σε ό,τι
αφορά την Ανατολή και τη Μέση Ανατολή, επειδή η πολιτιστική και
κοινωνική κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, θα πρέπει ν’
αναλυθεί ξεχωριστά και με σοβαρότητα, κι εδώ δεν είναι το
κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο.*
*Προσωπικά προτιμώ να μη θεωρώ την εξέγερση σαν τη μοναδική
επαναστατική δραστηριότητα. Τη βρίσκω περιοριστική και
περισταλτική. Μάλιστα, όσο περισσότερο περνά ο καιρός, τόσο
περισσότερο πείθομαι ότι δεν είναι αυτός ο κύριος δρόμος που
πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, με την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει όλες
τις δυνάμεις και ενέργειες για να υπάρξει η λαϊκή αφύπνιση. Κατά
τη γνώμη μου η αναρχία διακρίνεται κυρίως λόγω της μορφής της
κοινωνίας και της αυτοδιευθυντικής μεθόδου που προτείνει, και όχι
λόγω της εναντίωσής της στο υπάρχον. Στην πραγματικότητα η
εναντίωσή της είναι άμεση συνέπεια της σαφώς εναλλακτικής της
τοποθέτησης απέναντι στην κυριαρχία. Όχι αντιστρόφως, ότι δηλαδή
τοποθετούμαστε εναλλακτικά απέναντι στην κυριαρχία λόγω κυρίως
της εναντίωσής μας στο υπάρχον. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι
αντίθετος στις λαϊκές εξεγέρσεις. Αυτές θα υπάρχουν όσο θα
υπάρχουν αδικίες, καταπίεση και εκμετάλλευση. Κι όταν ο λαός
αφυπνιστεί κι έχει την ευκαιρία, όπως κάθε άλλος αναρχικός, θα
συμμετέχω πεισμένος και θα κάνω αυτό που μου αναλογεί, γιατί η
εξέγερση εναντίον των αυταρχικών ενεργειών της εξουσίας είναι
καθεαυτή δίκαιη. Αλλά η γνώση μου λέει ότι δεν είναι αυτός
καθεαυτός ο δρόμος για την πραγμάτωση μιας κοινωνίας
απελευθερωμένης και ελεύθερης. Η ιστορία είναι γεμάτη από
παραδείγματα νικηφόρων εξεγέρσεων, που στη συνέχεια εγκαθίδρυσαν
τρομερές ολοκληρωτικές εξουσίες. Απ’ ό,τι ξέρω ή πιστεύω ότι
ξέρω, ο εξεγερτικός δρόμος καθεαυτός είναι εντελώς ανεπαρκής σαν
πραγματικό μέσο απελευθέρωσης και οικοδόμησης της άλλης κοινωνίας
την οποία ονειρεύεται ο αναρχικός.*
*Διεύθυνση χωρίς εξουσία*
Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της μεθόδου μέσω
της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και
λόγω της αρχής της διεύθυνσης των υποθέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας
εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της,
και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει.
Είμαστε αναρχικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να
εξεγερθούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το
εναλλακτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική,
κοινωνική και υπαρξιακή ελευθερία. Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες
μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δική μας
ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες,
συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμιστών, μέχρι και
των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμποδίζονται να
εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκειμένου ν’
απελευθερωθούν απ’ ό,τι τους καταπιέζει. Αλλά η εξέγερση τους
και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα
52
διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβόλως αντίθετη. Αυτοί, με
ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους,
θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης,
ολοκληρωτικής, θεοκρατικής. Εξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα
εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν
πάνω στους ανθρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε,
αντιθέτως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα
εξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να
οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και
κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν
εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί εραστές της ελευθερίας,
όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτο-κυβέρνησης, της θέλησης να
μη μας κυβερνούν από τα πάνω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με
τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και
τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.*
/*Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε όμως να
παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Να δημιουργήσουμε τόπους
ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να
δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης,
λέγοντας όχι στη διδαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά
περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και ακεντροι τόποι, χωρίς
ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν
καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργικοί και
χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να
φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής
αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία,
ελευθεριακοί δήμοι από τα κάτω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να
προβεί σε κοινούς πειραματισμούς και ο,τιδήποτε άλλο έρχεται στο
μυαλό που αντιπροσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία
επιθυμούμε. Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’
ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν,
ενώ διαδίδεται, δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες,
ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δικαίωμα
της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο
πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι
πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από οποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου
ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη
ενέργεια.*/
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
*Κείμενα γνωστών Αναρχικών*
Οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς κράτος: αυτή η πραγματολογική κρίση, σωστή
καθεαυτή, υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια γνώμη, μια αξιολογική κρίση, η οποία κλονίζει
παρευθύς τη δυνατότητα να συσταθεί μια πολιτική ανθρωπολογία ως αυστηρή επιστήμη. Αυτό που στην
ουσία δηλώνεται είναι ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες στερούνται κάτι -το κράτος- το οποίο, όπως και σε
κάθε άλλη κοινωνία -τη δική μας, λόγου χάρη- τους είναι απαραίτητο. Επομένως, οι κοινωνίες αυτές
είναι λειψές, δεν είναι εντελώς αληθινές κοινωνίες -δεν είναι εκπολιτισμένες- υπάρχουν βιώνοντας,
οδυνηρά προφανώς, μια έλλειψη -την έλλειψη του Κράτους- την οποία πασχίζουν, μάταια πάντα, να
καλύψουν. Περισσότερο ή λιγότερο συγκεχυμένα, αυτό ακριβώς λένε τα χρονικά των περιηγητών ή οι
εργασίες των ερευνητών: δεν μπορούμε να σκεφθούμε την κοινωνία χωρίς το κράτος, το κράτος είναι το
πεπρωμένο κάθε κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή προδίδει μια προσκόλληση εθνοκεντρικού χαρακτήρα
ασυνείδητη τις περισσότερες φορές και γι’ αυτό ιδιαίτερα αμετακίνητη. Το άμεσο, αυθόρμητο σημείο
αναφοράς είναι, αν όχι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα, πάντως αυτό που μας είναι πιο οικείο.
Πράγματι, καθένας μας φέρει μέσα του, εσωτερικευμένη σαν την πίστη του πιστού, τη βεβαιότητα ότι η
53
κοινωνία υπάρχει για το κράτος. Πώς λοιπόν να συλλάβουμε την ίδια την ύπαρξη των πρωτόγονων
κοινωνιών, όχι σαν κάποιου είδους «αποπαίδια» της παγκόσμιας ιστορίας, σαν αναχρονιστικές
επιβιώσεις ενός μακρινού σταδίου που οπουδήποτε αλλού έχει προ πολλού ξεπεραστεί; Αναγνωρίζει
κανείς εδώ το άλλο πρόσωπο του εθνοκεντρισμού, τη συμπληρωματική του πεποίθηση ότι η ιστορία
είναι μονόδρομη, ότι όλες οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες να ενταχθούν σ’ αυτή την ιστορία και να
διατρέξουν τα στάδια εκείνα, που από την αγριότητα οδηγούν στον πολιτισμό. «Όλοι οι πολιτισμένοι
λαοί υπήρξαν άγριοι», γράφει ο Raynal. Όμως η πιστοποίηση μιας πρόδηλης εξέλιξης δεν μπορεί να
θεμελιώσει ένα δόγμα το οποίο, προσδένοντας αυθαίρετα το καθεστώς του πολιτισμού στον πολιτισμό
του κράτους, ορίζει το κράτος ως απαραίτητο πέρας κάθε κοινωνίας. Μπορούμε τότε να αναρωτηθούμε
τι έχει καθηλώσει τους τελευταίους λαούς που εξακολουθούν να είναι άγριοι.
Πίσω από τις μοντέρνες διατυπώσεις, η παλιά εξελιξιαρχία παραμένει στην πραγματικότητα άθικτη.
Μολονότι πιο δυσδιάκριτη όταν κρύβεται μέσα στη γλώσσα της ανθρωπολογίας και όχι πια της
φιλοσοφίας, τοποθετείται ωστόσο στο ίδιο επίπεδο με κατηγορίες που αξιώνουν να είναι επιστημονικές.
Αντιληφθήκαμε ήδη ότι, σχεδόν πάντα, οι αρχαϊκές κοινωνίες προσδιορίζονται αρνητικά, σύμφωνα με
ό,τι τους λείπει: κοινωνίες χωρίς κράτος, κοινωνίες χωρίς γραφή, κοινωνίες χωρίς ιστορία. Της ίδιας
τάξεως φαίνεται να είναι και ο χαρακτηρισμός των κοινωνιών στο οικονομικό πεδίο: κοινωνίες με
οικονομία επιβίωσης. Αν εννοούμε με αυτό ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες αγνοούν την οικονομία της
αγοράς όπου ρέουν τα πλεονάζοντα προϊόντα, στην ουσία δεν λέμε τίποτε, απλώς περιοριζόμαστε να
επισημάνουμε μία ακόμη έλλειψη, και πάντα αναφορικά με τον δικό μας κόσμο: αυτές οι κοινωνίες που
είναι χωρίς κράτος, χωρίς γραφή, χωρίς ιστορία είναι και χωρίς αγορά. Όμως -μπορεί να αντιτείνει η
κοινή λογική- τι χρειάζεται η αγορά όταν δεν υπάρχει πλεόνασμα; Η έννοια της οικονομίας της
επιβίωσης κρύβει μέσα της τη σιωπηρή διαβεβαίωση ότι, εάν οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν παράγουν
πλεόνασμα, αυτό συμβαίνει επειδή είναι ανίκανες να το παράγουν, εξ ολοκλήρου απορροφημένες
καθώς είναι στην παραγωγή του ελάχιστα απαραίτητου για την επιβίωσή τους, για τη συντήρησή τους.
Παμπάλαιη εικόνα, και πάντοτε αποτελεσματική, της έσχατης ένδειας των αγρίων. Και για να
εξηγήσουν αυτή την ανικανότητα των πρωτόγονων κοινωνιών να αποσπασθούν από τη στασιμότητα
μιας ζωής από μέρα σε μέρα, απ’ αυτή τη διαρκή αλλοτρίωση στην αναζήτηση τροφής, επικαλούνται
τον χαμηλό τεχνικό εξοπλισμό, την τεχνολογική κατωτερότητα.
Τι πραγματικά συμβαίνει; Αν με τον όρο τεχνική εννοούμε το σύνολο των μεθόδων τις οποίες
μετέρχονται οι άνθρωποι, όχι για να εξασφαλίσουν την απόλυτη κυριαρχία πάνω στη φύση (αυτό ισχύει
μόνο για τον δικό μας κόσμο και το παράλογο καρτεσιανό του πρόταγμα, που τις οικολογικές του
συνέπειες τώρα μόλις αρχίζουμε να τις μετράμε), αλλά για να εξασφαλίσουν μια κυριαρχία πάνω στο
φυσικό περιβάλλον προσαρμοσμένη στις ανάγκες τους και ανάλογη με αυτές, τότε είναι σαφές ότι δεν
μπορούμε να μιλάμε για τεχνική κατωτερότητα των πρωτόγονων κοινωνιών, διότι αποδεικνύουν μια
ικανότητα να καλύπτουν τις ανάγκες τους τουλάχιστον ίση με εκείνη για την οποία υπερηφανεύεται η
βιομηχανική και τεχνοκρατική κοινωνία. Κάθε ανθρώπινη ομάδα δηλαδή καταφέρνει κατ’ ανάγκη να
ασκεί τον ελάχιστο απαραίτητο έλεγχο πάνω στο περιβάλλον που καταλαμβάνει. Μέχρι σήμερα δεν
γνωρίζουμε καμιά κοινωνία η οποία να εγκαταστάθηκε σε φυσικό περιβάλλον που της ήταν αδύνατο να
ελέγξει, εκτός βέβαια αν της ασκήθηκε καταναγκασμός ή εξωτερική βία, οπότε είτε χάνεται είτε αλλάζει
τόπο. Αυτό που μας εκπλήσσει στους Εσκιμώους ή τους Αυστραλούς είναι ακριβώς ο πλούτος, η
φαντασία και η λεπτότητα της τεχνικής δραστηριότητας, η εφευρετικότητα και η αποτελεσματικότητα
που μαρτυρούν τα εργαλεία αυτών των λαών. Αρκεί άλλωστε μια επίσκεψη στα εθνογραφικά μουσεία:
η κατασκευαστική ακρίβεια των σκευών της καθημερινής ζωής μετατρέπει σχεδόν κάθε ταπεινό
εργαλείο σε έργο τέχνης. Δεν υπάρχει λοιπόν ιεραρχία στο τεχνικό πεδίο, δεν υπάρχει ανώτερη ή
κατώτερη τεχνολογία, έναν τεχνολογικό εξοπλισμό μπορούμε να τον εκτιμήσουμε μόνο ως προς την
ικανότητά του να καλύπτει, σε ένα δεδομένο περιβάλλον, τις ανάγκες της κοινωνίας. Και από αυτή την
άποψη, οι πρωτόγονες κοινωνίες κάθε άλλο παρά ανικανότητα φαίνεται να έδειξαν στον εφοδιασμό
τους με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση του εν λόγω σκοπού. Αυτή η δύναμη τεχνικής
καινοτομίας που επιδεικνύουν οι πρωτόγονες κοινωνίες εκτυλίσσεται φυσικά μέσα στον κόσμο. Τίποτε
δεν δίδεται ευθύς εξαρχής, υπάρχει πάντα το υπομονετικό έργο της παρατήρησης και της έρευνας, η
μακρά διαδοχή δοκιμών και λαθών, αποτυχιών και επιτυχιών. Οι προϊστοριολόγοι μας πληροφορούν
πόσες χιλιετηρίδες χρειάστηκαν οι άνθρωποι της Παλαιολιθικής Εποχής, για να αντικαταστήσουν τα
χοντροκομμένα δίεδρα εργαλεία του πρώτου καιρού με τις θαυμάσιες λεπίδες της Σολιτραίας. [Περίοδος
της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Χρονολογείται στα -18.000 έως -15.000 έτη (σ.τ.μ.)] Από την
άλλη πάλι, παρατηρούμε ότι η ανακάλυψη της γεωργίας και η καλλιέργεια φυτών συνέβησαν σχεδόν
54
ταυτόχρονα στην Αμερική και στον Αρχαίο Κόσμο. Και είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε ότι οι
Ινδιάνοι της Αμερικής δεν υστερούν καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, στην τέχνη της επιλογής και
διάκρισης πάμπολλων ποικιλιών χρήσιμων φυτών.
Ας σταματήσουμε για μια στιγμή στο ολέθριο ενδιαφέρον που παρακίνησε τους Ινδιάνους να θελήσουν
μεταλλικά εργαλεία. Σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της οικονομίας στις πρωτόγονες κοινωνίες, αλλά
όχι με τον τρόπο που θα νόμιζε κανείς. Υποστηρίζεται ότι οι κοινωνίες αυτές ήταν καταδικασμένες στην
οικονομία της επιβίωσης, λόγω της τεχνολογικής τους κατωτερότητας. Όπως είδαμε, αυτό το επιχείρημα
δεν έχει ούτε λογική ούτε πραγματική βάση. Δεν έχει λογική βάση, διότι δεν υπάρχει αφηρημένη
κλίμακα όπου να μετριούνται οι τεχνολογικές «εντάσεις» ο τεχνικός εξοπλισμός μιας κοινωνίας δεν
μπορεί να συγκριθεί άμεσα με τον αντίστοιχο εξοπλισμό μιας διαφορετικής κοινωνίας και τίποτε δεν
ωφελεί να αντιπαραβάλουμε το τουφέκι με το τόξο. Δεν έχει ούτε πραγματική βάση, διότι η
αρχαιολογία, η εθνολογία, η βοτανική κ.λ.π. μας αποδεικνύουν ακριβώς την αποδοτικότητα και
αποτελεσματικότητα των άγριων τεχνολογιών. Επομένως, εάν οι πρωτόγονες κοινωνίες στηρίζονται σε
μια οικονομία επιβίωσης, αυτό δεν συμβαίνει ελλείψει τεχνικής επιδεξιότητας. Και εδώ ανακύπτει το
αληθινό ερώτημα: η οικονομία αυτών των κοινωνιών είναι πράγματι οικονομία επιβίωσης; Αν δίνει
κανείς ένα νόημα στις λέξεις, αν με τον όρο οικονομία επιβίωσης δεν περιορίζεται να εννοεί οικονομία
χωρίς αγορά και χωρίς πλεόνασμα -πράγμα που θα ήταν μια απλή κοινοτυπία, ή σκέτη πιστοποίηση της
διαφοράς-, τότε στην πραγματικότητα μας διαβεβαιώνει ότι ο συγκεκριμένος τύπος οικονομίας
επιτρέπει στην κοινωνία που θεμελιώνει απλώς και μόνο να επιβιώνει, μας διαβεβαιώνει ότι η κοινωνία
αυτή κινητοποιεί διαρκώς το σύνολο των παραγωγικών της δυνάμεων, ώστε να παράσχει στα μέλη της
το ελάχιστο απαραίτητο για την επιβίωση.
Στην αντίληψη αυτή ενυπάρχει μια ακράδαντη προκατάληψη, η οποία περιέργως συνυπάρχει με την
αντιφατική και εξίσου τρέχουσα ιδέα ότι ο άγριος είναι οκνηρός. Εάν στην κοινή γλώσσα εμείς [οι
Γάλλοι] λέμε «δουλεύω σαν νέγρος», στη Νότιο Αμερική αντίθετα λένε «τεμπέλης σαν Ινδιάνος». Όμως
ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνει: είτε ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών, αμερικανικών και
άλλων, ζει σε οικονομία επιβίωσης και περνά τον περισσότερο χρόνο της ημέρας του αναζητώντας
τροφή είτε δεν ζει σε οικονομία επιβίωσης και άρα μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του παρατεταμένη
σχολή, καπνίζοντας ξαπλωμένος στην αιώρα του. Αυτό ακριβώς εντυπωσίασε όλους ανεξαιρέτως τους
πρώτους Ευρωπαίους που παρατήρησαν τους Ινδιάνους της Βραζιλίας. Μεγάλη ήταν η αποδοκιμασία
τους, όταν διαπίστωσαν ότι παλικάρια που έσφυζαν από υγεία προτιμούσαν να στολίζονται σαν
γυναίκες με ζωγραφιές και φτερά, αντί να ιδρώνουν δουλεύοντας στους κήπους τους. Επρόκειτο λοιπόν
για ανθρώπους που αγνοούσαν ηθελημένα πως πρέπει να κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα του
προσώπου σου. Αυτό πήγαινε πολύ και δε γινόταν να κρατήσει: έστρωσαν γρήγορα τους Ινδιάνους στη
δουλειά κι αυτοί εξοντώθηκαν. Πράγματι, δύο αξιώματα φαίνεται να έχουν ποδηγετήσει την πορεία του
δυτικού πολιτισμού, ήδη από τα πρώτα του βήματα: το πρώτο υποστηρίζει ότι η αληθινή κοινωνία
αναπτύσσεται στην προστατευτική σκιά του κράτους, το δεύτερο διατυπώνει μια κατηγορηματική
προσταγή: ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει.
Είναι γεγονός ότι οι Ινδιάνοι αφιέρωναν λίγο χρόνο σ’ αυτό που αποκαλείται εργασία. Και όμως, δεν
πέθαιναν από την πείνα. Τα χρονικά της εποχής ομόφωνα περιγράφουν το ωραίο παρουσιαστικό των
ενηλίκων, την καλή υγεία των πολυάριθμων παιδιών, την αφθονία και ποικιλία των πηγών διατροφής. Η
οικονομία της επιβίωσης επομένως, η οικονομία των ινδιάνικων φυλών, με κανέναν τρόπο δεν
συνεπαγόταν αγωνιώδη αναζήτηση της τροφής επί συνεχούς βάσεως. Άρα λοιπόν, μια οικονομία
επιβίωσης είναι συμβατή με έναν σημαντικό περιορισμό του χρόνου που αφιερώνεται στις παραγωγικές
δραστηριότητες. Ας πάρουμε την περίπτωση των Νοτιαμερικανών γεωργών, των Τουπί-Γκουαρανί
λόγου χάρη, που η οκνηρία τους εκνεύριζε τους Γάλλους και Πορτογάλους. Η οικονομική τους ζωή
βασιζόταν κυρίως στη γεωργία και δευτερευόντως στο κυνήγι, την αλιεία και την τροφοσυλλογή.
Χρησιμοποιούσαν τον ίδιο κήπο τέσσερα έως έξι χρόνια συνέχεια. Μετά τον εγκατέλειπαν, είτε επειδή
το έδαφος είχε εξαντληθεί είτε επειδή, όπως ήταν και το πιθανότερο, ο χώρος είχε κατακλυσθεί από
παρασιτική βλάστηση που δύσκολα μπορούσε να εξαλειφθεί. Το βασικό μέρος της δουλειάς το
διεκπεραίωναν οι άνδρες, ξεχερσώνοντας με τον λίθινο πέλεκυ και τη φωτιά την αναγκαία επιφάνεια.
55
Το έργο αυτό πραγματοποιείτο στο τέλος της εποχής των βροχών και ενεργοποιούσε τους άνδρες για
ένα-δύο μήνες. Όλα σχεδόν τα υπόλοιπα στάδια της γεωργικής διαδικασίας -φύτεμα, σκάλισμα,
συγκομιδή- τα αναλάμβαναν, σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, οι γυναίκες.
Προκύπτει λοιπόν το εξής χαρούμενο συμπέρασμα: οι άνδρες, το μισό δηλαδή του πληθυσμού,
δούλευαν περίπου δύο μήνες κάθε τέσσερα χρόνια! Όσο για τον υπόλοιπο καιρό, τον αφιέρωναν σε
ασχολίες που βιώνονται όχι σαν κόπος αλλά σαν ευχαρίστηση: κυνήγι και ψάρεμα, γιορτές και
οινοποσίες, ικανοποίηση, τέλος, της παθιασμένης τους αγάπης για τον πόλεμο.
Αυτά τα γενικά ποιοτικά, ιμπρεσσιονιστικά δεδομένα βρίσκουν τρανή επιβεβαίωση σε πρόσφατες
έρευνες -και σε ορισμένες που διεξάγονται τούτη τη στιγμή- αυστηρά αποδεικτικού χαρακτήρα. Είτε
πρόκειται για νομάδες-κυνηγούς της ερήμου του Καλαχάρι είτε για μόνιμα εγκατεστημένους
Ινδοαμερικάνους γεωργούς, οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια μέση κατανομή του καθημερινού εργασιακού
χρόνου χαμηλότερη από τέσσερις ώρες την ημέρα. Ο J. Lizot, που χρόνια τώρα ζει με τους Ινδιάνους
Γιανομάμι του Αμαζονίου στη Βενεζουέλα, απέδειξε με χρονομετρήσεις ότι η μέση διάρκεια του χρόνου
τον οποίο οι ενήλικες αφιερώνουν καθημερινά στην εργασία, όλων των δραστηριοτήτων
συμπεριλαμβανομένων, μόλις και ξεπερνά τις τρεις ώρες. Εμείς προσωπικά δεν πραγματοποιήσαμε
ανάλογες μετρήσεις στους Γκουαγιακί, νομάδες κυνηγούς τους δάσους της Παραγουάης. Μπορούμε
όμως να βεβαιώσουμε ότι οι Ινδιάνοι, άνδρες και γυναίκες, περνούσαν τουλάχιστον τη μισή τους μέρα
σε πλήρη σχεδόν αργία, αφού κυνήγι και τροφοσυλλογή διεξάγονταν ανάμεσα στις έξι και τις έντεκα το
πρωί περίπου, και όχι κάθε μέρα. Παρόμοιες μελέτες στους τελευταίους πρωτόγονους πληθυσμούς θα
κατέληγαν ενδεχομένως σε παραπλήσια αποτελέσματα, λαμβανομένων βεβαίως υπ’ όψι των
οικολογικών διαφορών.
Έτσι λοιπόν, βρισκόμαστε πολύ μακριά από τη φιλολογία περί αθλιότητας, που υποθάλπει την ιδέα της
οικονομίας της επιβίωσης. Όχι μόνο ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών δεν είναι καθόλου
αναγκασμένος να ζει σαν ζώο, σε διαρκή δηλαδή αναζήτηση για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του,
αλλά το αποτέλεσμα αυτό το πετυχαίνει -και με το παραπάνω- θυσιάζοντας έναν αξιοσημείωτα μικρό
χρόνο δραστηριοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι οι ινδιάνικες κοινωνίες διαθέτουν, αν το επιθυμούν, όλο
τον απαραίτητο χρόνο για να αυξήσουν την παραγωγή υλικών αγαθών. Και η κοινή λογική ρωτά: γιατί
οι άνθρωποι αυτών των κοινωνιών να θέλουν να δουλέψουν και να παραγάγουν περισσότερο, αφού
τρεις-τέσσερις ώρες καθημερινής ήρεμης απασχόλησης αρκούν για να εξασφαλίσουν τα χρειώδη της
ομάδας; Σε τι θα τους χρησίμευε κάτι τέτοιο; Σε τι θα χρησίμευαν τα πλεονάσματα που θα
συσσωρεύονταν με αυτό τον τρόπο; Ποιος θα ήταν ο προορισμός τους; Μόνο δια της βίας οι άνθρωποι
εργάζονται πέραν των αναγκών τους. Και αυτή ακριβώς η βία απουσιάζει από τον πρωτόγονο κόσμο, η
απουσία αυτής ακριβώς της εξωτερικής βίας ορίζει και τη φύση των πρωτόγονων κοινωνιών.
Μπορούμε από δω και πέρα να δεχθούμε την έκφραση οικονομία της επιβίωσης για τον χαρακτηρισμό
της οικονομικής οργάνωσης των συγκεκριμένων κοινωνιών, εφ’ όσον όμως εννοούμε όχι πια την
αναγκαιότητα μιας έλλειψης, μιας ανικανότητας, σύμφυτων μ’ αυτόν τον τύπο κοινωνιών και με την
τεχνολογία τους, αλλά αντίθετα την άρνηση μιας άχρηστης υπερβολής, τη θέληση ή παραγωγική
δραστηριότητα να εναρμονίζεται με την ικανοποίηση των αναγκών. Και τίποτε παραπάνω. Πόσο
μάλλον όταν, αν εξετάσουμε τα πράγματα από πιο κοντά, θα δούμε ότι υπάρχει όντως παραγωγή
πλεονάσματος στις πρωτόγονες κοινωνίες: η ποσότητα των καλλιεργειών (μανιόκα, καλαμπόκι, καπνός,
βαμβάκι κ.λπ.) πάντα ξεπερνά τα απαραίτητα για την κατανάλωση της ομάδαςς, εξυπακούεται δε ότι η
πρόσθετη παραγωγή περιλαμβάνεται στον κανονικό εργασιακό χρόνο. Το πλεόνασμα αυτό, το οποίο
αποκτάται χωρίς υπερεργασία, καταναλώνεται, αναλώνεται για καθαρά πολιτικούς σκοπούς, σε γιορτές,
προσκλήσεις, επισκέψεις ξένων κ.λπ. Τα πλεονεκτήματα ενός μεταλλικού πέλεκυ σε σχέση με έναν
λίθινο είναι πολύ προφανή, για να χρονοτριβήσουμε σ’ αυτά: με τον πρώτο μπορεί να βγάλει κανείς
στον ίδιο χρόνο ίσως και δέκα φορές περισσότερη δουλειά απ’ ό,τι με τον δεύτερο, ή να ολοκληρώσει
την ίδια δουλειά σε δέκα φορές λιγότερο χρόνο. Και όταν οι Ινδιάνοι ανακάλυψαν την παραγωγική
υπεροχή των τσεκουριών των λευκών, τα επιθύμησαν όχι για να παράγουν περισσότερο στον ίδιο
χρόνο, αλλά για να παράγουν το ίδιο δέκα φορές συντομότερα. Συνέβη όμως ακριβώς το αντίθετο, διότι
με τους μεταλλικούς πέλεκεις εισέβαλαν στον ινδιάνικο πρωτόγονο κόσμο η βία, η δύναμη, η εξουσία
που άσκησαν στους αγρίους οι πολιτισμένοι νεόφερτοι.
Όπως γράφει και ο Λιζό αναφερόμενος στους Γιανομάμι, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι σαφώς
κοινωνίες που αρνούνται την εργασία: «Η περιφρόνηση των Γιανομάμι για την εργασία και η αδιαφορία
τους για μια αυτόνομη τεχνολογική πρόοδο είναι πέρα από κάθε αμφιβολία». Πρώτες κοινωνίες του
56
ελεύθερου χρόνου, πρώτες κοινωνίες της αφθονίας, σύμφωνα με τη σωστή και φιλοπαίγμονα έκφραση
του M. Sahlins.
Εάν έχει κάποιο νόημα το εγχείρημα να συσταθεί μια οικονομική ανθρωπολογία των πρωτόγονων
κοινωνιών ως αυτόνομος κλάδος, τούτο δεν μπορεί να συμβεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν μόνο την
οικονομική ζωή αυτών των κοινωνιών, διότι τότε παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια εθνολογία της
περιγραφής, στην περιγραφή μιας μη αυτόνομης διάστασης της πρωτόγονης κοινωνικής ζωής. Αντίθετα
μάλλον, όταν αυτή η διάσταση του «ολικού κοινωνικού γεγονότος» συγκροτείται ως αυτόνομη σφαίρα,
τότε φαίνεται βάσιμη και η ιδέα μιας οικονομικής ανθρωπολογίας: όταν εξαφανίζεται η άρνηση της
εργασίας, όταν η τάση για συσσώρευση υποκαθιστά την έννοια του ελεύθερου χρόνου, όταν με μια λέξη
κάνει την εμφάνισή της στο κοινωνικό σώμα αυτή η εξωτερική βία που αναφέραμε προηγουμένως, αυτή
η βία χωρίς την οποία οι άγριοι δεν θα απαρνιόνταν τη σχόλη τους και η οποία καταστρέφει την
κοινωνία ως πρωτόγονη κοινωνία: αυτή η βία είναι η δύναμη της καταπίεσης, η ικανότητα του
καταναγκασμού, είναι η πολιτική εξουσία. Τότε όμως και η ανθρωπολογία παύει πλέον να είναι
οικονομική, χάνει κατά κάποιον τρόπο το αντικείμενό της τη στιγμή ακριβώς που νομίζει πως το εγγίζει:
η οικονομία γίνεται πολιτική.
Για τον άνθρωπο των πρωτόγονων κοινωνιών, η παραγωγική δραστηριότητα ρυθμίζεται επακριβώς και
οροθετείται από τις ανάγκες που έχει να ικανοποιήσει, εννοείται δε ότι πρόκειται βασικά για ανάγκες
ενέργειας: η παραγωγή περιορίζεται στην αναπλήρωση του δαπανημένου αποθέματος ενέργειας. Με
άλλα λόγια, η ζωή ως φύση είναι εκείνη που -με εξαίρεση την παραγωγή όσως αγαθών καταναλώνονται
κοινωνικά επ’ ευκαιρία των γιορτών - θεσπίζει και καθορίζει την ποσότητα του χρόνου, ο οποίος θα
αφιερωθεί στην αναπαραγωγή της. Αυτό σημαίνει ότι, μόλις κατοχυρωθεί η σφαιρική ικανοποίηση των
ενεργειακών αναγκών, τίποτε δεν θα μπορούσε να παρακινήσει την πρωτόγονη κοινωνία να επιθυμήσει
περισσότερη παραγωγή, να αλλοτριώσει δηλαδή τον χρόνο της σε μια δουλειά χωρίς προορισμό, όταν
αυτός ο χρόνος είναι διαθέσιμος για την αργία, το παιχνίδι, τον πόλεμο ή τη γιορτή. Κάτω από ποιες
προϋποθέσεις μπορεί να μεταβληθεί αυτή η σχέση του πρωτόγονου ανθρώπου με την παραγωγική
δραστηριότητα; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις η δραστηριότητα αυτή θέτει κάτι άλλο ως στόχο της και
όχι την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών; Εδώ προκύπτει το ζήτημα της καταγωγής της εργασίας
ως αλλοτριωμένης εργασίας.
Στην πρωτόγονη κοινωνία, κοινωνία φύσει εξισωτική, οι άνθρωποι είναι κύριοι της δραστηριότητάς
τους, κύριοι της διακίνησης των προϊόντων αυτής της δραστηριότητας: δεν ενεργούν παρά για δικό τους
λογαριασμό, ακόμη και όταν ο νόμος της ανταλλαγής διαμεσολαβεί στην άμεση σχέση του ανθρώπου
με το προϊόν του. Τα πάντα συνεπώς αναστατώνονται όταν η παραγωγική δραστηριότητα παρεκκλίνει
από τον αρχικό της στόχο, όταν, αντί να παράγει μόνο για τον εαυτό του, ο πρωτόγονος άνθρωπος
παράγει και για τους άλλους, χωρίς ανταλλαγή και χωρίς αμοιβαιότητα. Τότε μόνο μπορούμε να
μιλήσουμε για εργασία: όταν ο εξισωτικός κανόντας της ανταλλαγής παύει να συνιστά τον «αστικό
κώδικα» της κοινωνίας, όταν η παραγωγική δραστηριότητα αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών
των άλλων, όταν ο κανόνας της ανταλλαγής αντικαθίσταται με τον τρόμο του χρέους. Σ’ αυτό το σημείο
εγγράφεται, στην πραγματικότητα, η διαφορά ανάμεσα στον άγριο του Αμαζονίου και τον Ινδιάνο της
αυτοκρατορίας των Ίνκας. Σε τελευταία ανάλυση, ο πρώτος παράγει για να ζήσει, ενώ ο δεύτερος
εργάζεται και για να ζήσουν οι άλλοι, εκείνοι που δεν εργάζονται, οι αφέντες που του λένε: πρέπει να
πληρώσεις ό,τι μας οφείλεις, πρέπει αιώνια να εξοφλείς το χρέος σου απέναντί μας.
Όταν στην πρωτόγονη κοινωνία, το οικονομικό μπορεί να ανιχνευθεί ως διακριτό και αυτόνομο πεδίο,
όταν η παραγωγική δραστηριότητα γίνεται εργασία που αλλοτριώνεται, καταμετράται και επιβάλλεται
από εκείνους που πρόκειται να απολαύσουν τους καρπούς της, τότε σημαίνει ότι η κοινωνία δεν είναι
πια πρωτόγονη, ότι έγινε κοινωνία διαιρεμένη σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε κύριους και
υποτελείς, ότι έπαψε να εξορκίζει αυτό που προώρισται να την εξολοθρεύσει: την εξουσία και τον
σεβασμό της εξουσίας. Η μέγιστη διαίρεση της κοινωνίας, η διαίρεση που θεμελιώνει όλες τις άλλες,
μαζί ασφαλώς και τον καταμερισμό της εργασίας, είναι η νέα κάθετη διάταξη ανάμεσα στη βάση και
57
την κορυφή, είναι η μεγάλη πολιτική τομή ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν τη δύναμη, είτε πολεμική
είναι αυτή είτε θρησκευτική, και σε εκείνους που υπόκεινται σ’ αυτή τη δύναμη. Η πολιτική σχέση
εξουσίας προηγείται από την οικονομική σχέση εκμετάλλευσης και τη θεμελιώνει. Προτού να είναι
οικονομική, η αλλοτρίωση είναι πολιτική, η εξουσία προπορεύεται της εργασίας, το οικονομικό είναι
μια απόκλιση του πολιτικού, η έλευση του κράτους καθορίζει την εμφάνιση των τάξεων.
Ατέλεια, έλλειψη, ανολοκλήρωτο: η φύση των πρωτόγονων κοινωνιών δεν αποκαλύπτεται βέβαια σ’
αυτή την κατεύθυνση. Παρουσιάζεται πολύ περισσότερο ως θετικότητα, ως κυριαρχία πάνω στο φυσικό
περιβάλλον και κυριαρχία πάνω στο κοινωνικό πρόσταγμα, ως ελεύθερη βούληση που δεν αφήνει να
ξεγλιστρήσει έξω από το είναι της τίποτε που θα μπορούσε να την αλλοιώσει, να την παραφθείρει και να
την διαλύσει. Σ’ αυτό ακριβώς πρέπει να επιμείνουμε με σταθερότητα: οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν
είναι τα καθυστερημένα έμβρυα μεταγενέστερων κοινωνιών, κοινωνικά σώματα που η «κανονική» τους
ανάπτυξη διακόπηκε από κάποια παράξενη ασθένεια, δεν βρίσκονται στην αφετηρία μιας ιστορικής
λογικής που οδηγεί κατευθείαν σε ένα τέρμα καταγραμμένο εκ των προτέρων, αλλά γνωστό μόνο εκ
των υστέρων, το δικό μας κοινωνικό σύστημα. (Εάν ιστορία είναι αυτή η λογική, πώς μπορούν και
υπάρχουν ακόμη πρωτόγονες κοινωνίες;) Στη σφαίρα της οικονομικής ζωής, όλα αυτά μεταφράζονται
στην άρνηση των πρωτόγονων κοινωνιών να αφήσουν την εργασία και την παραγωγή να τις
καταβροχθίσουν, στην απόφαση να περιορίσουν τα αποθέματα σύμφωνα με τις κοινωνικοπολιτικές
ανάγκες, στην εγγενή αδυναμία του ανταγωνισμού -τι θα ωφελούσε, σε μια πρωτόγονη κοινωνία, να
είσαι πλούσιος ανάμεσα σε φτωχούς;- κοντολογίς, στην απαγόρευση της ανισότητας, απαγόρευση που
δεν διατυπώνεται σαφώς κι ωστόσο λέγεται.
Πώς γίνεται η οικονομία να μην είναι πολιτική στην πρωτόγονη κοινωνία;
Είναι φανερό πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομία τους δεν λειτουργεί αυτόνομα. Θα
μπορούσε να ειπωθεί ότι, με την έννοια αυτή, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς οικονομία,
αφού αρνούνται την οικονομία. Τότε όμως δεν θα πρέπει να ορίσουμε ως απουσία και το πολιτικό σ’
αυτές τις κοινωνίες; Δεν θα πρέπει να δεχθούμε ότι, εφ’ όσον πρόκειται για κοινωνίες «χωρίς νόμο και
χωρίς βασιλιά», στερούνται πολιτικού πεδίου; Και δεν θα ξαναπέφταμε έτσι στην κλασική πεπατημένη
ενός εθνοκεντρισμού, για τον οποίο η έλλειψη σημαδεύει σε όλα τα επίπεδα τις διαφορετικές κοινωνίες;
Ας δούμε λοιπόν το ζήτημα του πολιτικού στις πρωτόγονες κοινωνίες. Δεν πρόκειται απλώς για ένα
«ενδιαφέρον» πρόβλημα, για ένα θέμα που εναπόκειται στον στοχασμό των ειδικών και μόνο, διότι
στην προκειμένη περίπτωση η εθνολογία προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας γενικής (προς κατασκευήν)
θεωρίας της κοινωνίας και της ιστορίας. Η εξαιρετική ποικιλία των τύπων κοινωνικής οργάνωσης, η
υπεραφθονία, μέσα στον χρόνο και τον χώρο, ανόμοιων κοινωνιών δεν εμποδίζουν παρ’ όλα αυτά τη
δυνατότητα μιας τάξης μέσα στην ασυνέχεια, τη δυνατότητα μιας περιοριστικής αναγωγής αυτής της
άπειρης πληθώρας διαφορών. Μιας πολύ γενικής αναγωγής, εφ’ όσον η ιστορία δεν μας προσφέρει στην
πραγματικότητα παρά δύο μόνο τύπους κοινωνίας απολύτως μη αναγώγιμους ο ένας στον άλλο, δύο
μακροτάξεις που καθεμιά τους περιλαμβάνει κοινωνίες οι οποίες, πέρα από τις διαφορές τους, έχουν
κοινό κάτι το θεμελιώδες. Υπάρχουν αφ’ ενός οι πρωτόγονες κοινωνίες ή κοινωνίες χωρίς κράτος και
αφ’ ετέρου οι κοινωνίες με κράτος. Η παρουσία ή η απουσία κρατικού σχηματισμού (ο οποίος
επιδέχεται ποικίλες μορφές) είναι εκείνο που προσδίδει σε κάθε κοινωνία τον λογικό της τόπο και
χαράζει μια γραμμή αναντίστρεπτης ασυνέχειας ανάμεσα στις κοινωνίες. Η εμφάνιση του κράτους
διενήργησε τη μεγάλη τυπολογική διαίρεση ανάμεσα σε αγρίους και πολιτισμένους, δημιούργησε την
ανεξάλειπτη τομή που πέραν αυτής όλα έχουν αλλάξει, γιατί ο Χρόνος γίνεται Ιστορία. Συχνά, και
σωστά, έχουν εντοπίσει δύο επιταχύνσεις αποφασιστικές για τον ρυθμό της παγκόσμιας ιστορίας. Η
κινητήρια δύναμη της πρώτης ήταν η λεγόμενη νεολιθική επανάσταση (εξημέρωση των ζώων, γεωργία,
ανακάλυψη της υφαντικής και της αγγειοπλαστικής, συνακόλουθη μονιμοποίηση της εγκατάστασης των
ανθρώπινων ομάδων κ.λπ). Εμείς ζούμε ακόμη και ολοένα περισσότερο (αν μπορούμε να το πούμε έτσι)
στην παράταση της δεύτερης επιτάχυνσης, της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα.
Δεν υπάρχει φυσικά αμφιβολία ότι η νεολιθική τομή αναστάτωσε σημαντικά τις συνθήκες υλικής
ύπαρξης των άλλοτε παλαιολιθικών λαών. Αυτή όμως η μετατροπή υπήρξε άραγε αρκετά θελεμιακή
ώστε να επηρεάσει ως το απώτατο βάθος του το είναι των κοινωνιών; Μπορούμε να μιλήσουμε για
διαφορετική λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων, ανάλογα με το αν είναι προνεολιθικά ή
μετανεολιθικά; Η εθνογραφική εμπειρία δείχνει μάλλον το αντίθετο. Η μετάβαση από τον νομαδισμό
στη μόνιμη εγκατάσταση θεωρείται η πιο βαρύνουσα συνέπεια της νεολιθικής επανάστασης, στον
58
βαθμό που επέτρεψε, με την συγκέντρωση ενός σταθεροποιημένου πληθυσμού, τον σχηματισμό πόλεων
και, ακόμη παραπέρα, κρατικών μηχανών. Υποστηρίζοντας όμως αυτή τη θέση, αποφασίζουμε ότι κάθε
τεχνοπολιτισμικό «πλέγμα» χωρίς γεωργία είναι κατ’ ανάγκη ταγμένο στον νομαδισμό. Συμπέρασμα
εθνογραφικά ανακριβές: μια θηρευτική, αλιευτική και συλλεκτική οικονομία δεν απαιτεί υποχρεωτικά
νομαδικό τρόπο ζωής. Πολυάριθμα παραδείγματα το πιστοποιούν, τόσο στην Αμερική όσο και αλλού: η
απουσία γεωργίας είναι συμβατή με τη μόνιμη εγκατάσταση. Γεγονός που θα μας επέτρεπε να
υποθέσουμε παρεμπιπτόντως ότι εάν ορισμένοι λαοί δεν απέκτησαν γεωργία, ενώ αυτή ήταν οικολογικά
δυνατή, τούτο δεν συνέβη λόγω ανικανότητας, τεχνολογικής οπισθοδρόμησης ή πολιτισμικής
κατωτερότητας, αλλά απλούστατα επειδή δεν την είχαν ανάγκη.
Η μετακολομβιανή ιστορία της Αμερικής εμφανίζει την περίπτωση πληθυσμών από μόνιμα
εγκατεστημένους γεωργούς, οι οποίοι υπό την επήρεια μιας τεχνικής επανάστασης (όπως η απόκτηση
του αλόγου και, δευτερευόντως, πυροβόλων όπλων) επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη γεωργία για να
αφοσιωθούν αποκλειστικά σχεδόν στο κυνήγι, η απόδοση του οποίου είχε πολλαπλασιαστεί με την
δεκαπλάσια κινητικότητα που εξασφάλιζε το άλογο. Από τη στιγμή που οι φυλές των Πεδιάδων της
Βορείου Αμερικής ή οι φυλέςς του Τσάκο στη Νότιο Αμερική ανέβηκαν στο άλογο, εντατικοποίησαν
και επέκτειναν τις μετακινήσεις τους, ο τρόπος ζωής τους όμως απείζε πολύ από τον νομαδισμό, ο
οποίος αποδίδεται γενικά στις ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (όπως οι Γκουαγιάκι της Παραγουάης)
και η εγκατάλειψη της γεωργίας από τη μεριά τους δεν ακολουθήθηκε ούτε από δημογραφική διασπορά
ούτε από μετατροπή της προηγούμενης κοινωνικής τους οργάνωσης.
Τι μας μαθαίνουν αυτές οι αντίστροφες κινήσεις; Από τη μια η κίνηση των περισσότερων κοινωνιών
από το κυνήγι στη γεωργία και από την άλλη η κίνηση μερικών άλλων από τη γεωργία στο κυνήγι; Ότι
φαίνεται να επιτελούνται χωρίς να αλλάζει τίποτα στη φύση της κοινωνίας, ότι η κοινωνί παραμένει
όπως ήταν, όταν μεταβάλλονται μόνο οι όροι υλικής ύπαρξης, ότι η νεολιθική επανάσταση, ενώ
επηρέασε σημαντικά την υλική ζωή των ανθρώπινων ομάδων της εποχής και αναμφισβήτητα τη
διευκόλυνε, δεν συνεπιφέρει μηχανικά μια ανατροπή της κοινωνικής τάξης. Με άλλα λόγια, και σε ό,τι
αφορά τις πρωτόγονες κοινωνίες, ηξ μεταβολή στο επίπεδο αυτού που ο μαρξισμός αποκαλεί
οικονομική υποδομή δεν καθορίζει καθόλου τη συνεπαγόμενη αντανάκλασή του, το πολιτικό
εποικοδόμημα, αφού αυτό φαίνεται να είναι ανεξάρτητο από την υλική του βάση. Η αμερικάνικη
ήπειρος απεικονίζει ολοκάθαρα την αμοιβαία αυτονομία οικονομίας και κοινωνίας. Ομάδες κυνηγών-
αλιέων-συλλεκτών, νομαδικές ή όχι, εμφανίζουν τα ίδια κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά με τους
γειτονικούς τους, μόνιμα εγκατεστημένους, γεωργούς: «υποδομή» διαφορετική, «εποικοδόμημα»
πανομοιότυπο. Αντίστροφα, οι μεσο-αμερικανικές κοινωνίες -κοινωνίες αυτοκρατορικές, κοινωνίες με
κράτος- ήταν εξαρτημένες από μια γεωργία που, ναι μεν ήταν πιο εντατική από αλλού, ωστόσο, από τη
σκοπιά του τεχνικούς της επιπέδου, ήταν πολύ παρόμοια με τη γεωργία των «άγριων» φυλών του
Τροπικού Δάσους: «υποδομή» ταυτόσημη, «εποικοδόμημα» διαφορετικό, αφού στη μία περίπτωση
πρόκειται για κοινωνίες χωρίς κράτος, ενώ στην άλλη για ολοκληρωμένα κράτη.
Επομένως, ο αποφασιστικός παράγοντας είναι η πολιτική τομή και όχι η οικονομική αλλαγή. Η αληθινή
επανάσταση στην πρωτοϊστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η νεολιθική, εφ’ όσον μπορεί κάλλιστα να
αφήσει άθικτη την παλιά κοινωνική οργάνωση, είναι η πολιτική επανάσταση, είναι εκείνη η
μυστηριώδης εμφάνιση, η αναντίστρεπτη, η θανάσιμη για τις πρωτόγονες κοινωνίες, εκείνο που
γνωρίζουμε με το όνομα κράτος. Και αν θέλουμε να διατηρήσουμε τις μαρξιστικές αντιλήψεις περί
υποδομής και εποικοδομήματος, τότε θα πρέπει ίσως να παραδεχθούμε ότι η υποδομή είναι το πολιτικό
και το εποικοδόμημα το οικονομικό. Μόνο μια ανατροπή δομική, αβυσσαλέα, μπορεί να μεταμορφώσει
την πρωτόγονη κοινωνία καταστρέφοντάς την ως τέτοια: εκείνη που προκαλεί την ανάδυση στους
κόλπους της πρωτόγονης κοινωνίας ή στο εξωτερικό της, αυτού που η ίδια του η απουσία την
προσδιορίζει, τους κύρους της ιεραρχίας, της σχέσης εξουσίας, της υποδούλωσης των ανθρώπων, του
κράτους. Θα ήταν εντελώς μάταιο να αναζητήσουμε την προέλευση του φαινομένου σε μια υποθετική
τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων στην πρωτόγονη κοινωνία, τροποποίηση η οποία, διαιρώντας
σιγά σιγά την κοινωνία σε πλούσιους και φτωχούς, στους εκμεταλλευτές και τα θύματά τους, θα
59
οδηγούσε μηχανικά στην εγκαθίδρυση ενός οργάνου άσκησης της εξουσίας των πρώτων πάνω στους
δεύτερους, στη γέννηση δηλαδή του κράτους.
Μια τέτοια τροποποίηση της οικονομικής βάσης δεν είναι απλώς υποθετική, είναι αδύνατη.
Προκειμένου το σύστημα παραγωγής μιας δεδομένης κοινωνίας να αλλάξει προς την κατεύθυνση μιας
εντατικοποίησης της εργασίας, με στόχο μια αυξημένη παραγωγή αγαθών, πρέπει είτε οι άνθρωποι
αυτής της κοινωνίας να επιθυμούν τη μετατροπή του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους είτε να μην την
επιθυμούν, αλλά να τους την υπαγορεύει μια εξωτερική βία. Στη δεύτερη περίπτωση, τίποτα δεν
προέρχεται από την ίδια την κοινωνία που υφίσταται την επίθεση μιας εξωτερικής δύναμης, προς το
συμφέρον της οποίας θα τροποποιηθεί το σύστημα παραγωγής: περισσότερη εργασία και παραγωγή για
να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των νέων κυρίων της εξουσίας. Η πολιτική καταπίεση καθορίζει, καλεί,
επιτρέπει την εκμετάλλευση. Η επίκληση όμως ενός τέτοιου «σεναρίου» δεν εξυπηρετεί σε τίποτε, εφ’
όσον θέτει μια εξωτερική, τυχαία και άμεση προέλευση της κρατικής βίας και όχι την αργή πραγμάτωση
των εσωτερικών, κοινωνικοοικονομικών όρων της εμφάνισής της.
Λέγεται ότι το κράτος είναι το όργανο που επιτρέπει στην κυρίαρχη τάξη να ασκεί τη βίαιη κυριαρχία
της πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις. Έστω ότι είναι έτσι. Προκειμένου, λοιπόν, να εμφανισθεί το
κράτος, θα πρέπει προηγουμένως η κοινωνία να έχει διαιρεθεί σε ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις
συνδεδεμένες με σχέσεις εκμετάλλευσης. Άρα, η δομή της κοινωνίας -η διαίρεση σε τάξεις- θα έπρεπε
να προηγείται από την ανάκυψη της κρατικής μηχανής. Ας επισημάνουμε, παρεμπιπτόντως, το
εύθραυστο αυτής της καθαρά εργαλειακής αντίληψης του κράτους. Εάν η κοινωνία είναι οργανωμένη
από καταπιεστές ικανούς να εκμεταλλεύονται τους καταπιεζόμενους, αυτό συμβαίνει επειδή η
συγκεκριμένη ικανότητα επιβολής της αλλοτρίωσης στηρίζεται στη χρήση μιας δύναμης, δηλαδή σ’
αυτό που συνιστά την ίδια την υπόσταση του κράτους, του «μονοπωλίου της νόμιμης φυσικής βίας». Σε
ποια αναγκαιότητα θα ανταποκρινόταν τότε η ύπαρξη του κράτους, αφού η ουσία του -η βία- είναι
εμμενής στη διαίρεση της κοινωνίας, αφού το κράτος είναι, μ’ αυτή την έννοια, δεδομένο
προκαταβολικά στην καταπίεση που μια κοινωνική ομάδα ασκεί πάνω στις άλλες; Δεν θα ήταν παρά το
άχρηστο όργανο μιας λειτουργίας που θα είχε επιτελεσθεί πριν και αλλού.
Η σύνδεση της εμφάνισης της κρατικής μηχανής με τη μεταβολή της κοινωνικής δομής οδηγεί απλώς
και μόνο στην αναβολή του προβλήματος αυτής της εμφάνισης. Διότι τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε
γιατί συμβαίνει στους κόλπους μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας μη διαιρεμένης δηλαδή κοινωνίας, η
νέα κατανομή των ανθρώπων σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Ποια είναι η κινητήρια δύναμη
αυτής της μέγιστης αλλαγής, που θα κορυφωνόταν με την εγκαθίδρευση του κράτους; Η εμφάνισή του
θα επικύρωνε τη νομιμότητα μιας ιδιωτικής ιδιοκτησίας που θα είχε δημιουργηθεί προηγουμένως, το
κράτος θα ήταν ο εκπρόσωπος και ο προστάτης των ιδιοκτητών. Θαυμάσια. Γιατί όμως να εμφανιστθεί
ιδιωτική ιδιοκτησία σ’ έναν τύπο κοινωνίας που αγνοεί την ιδιοκτησία, επειδή ακριβώς την αρνείται;
Γιατί κάποιοι να θελήσουν να διακηρύξουν μια μέρα αυτό είναι δικό μου, και πώς οι υπόλοιποιι θα
άφηναν να μπει έτσι ο σπόρος αυτού που η πρωτόγονη κοινωνία αγνοεί; Ο σπόρος της αυταρχικότητας,
της καταπίεσης, του κράτους; Όσα γνωρίζουμε τώρα για τις πρωτόγονες κοινωνίες δεν μας επιτρέπουν
πια να αναζητούμε την καταγωγή του πολιτικού στο επίπεδο του οικονομικού. Το γενεαλογικό δέντρο
του κράτους δεν έχει τις ρίζες του σ’ αυτό το έδαφος. Δεν υπάρχει τίποτε στην οικονομική λειτουργία
μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, τίποτε που να επιτρέπει να εισαχθεί η
διαφορά ανάμεσα σε πλουσιότερους και φτωχότερους, διότι κανείς σε μια τέτοια κοινωνία δεν
αισθάνεται την αλλόκοτη επιθυμία να κάνει περισσότερα, να κατέχει περισσότερα, να φαίνεται
περισσότερο από τον διπλανό του. Διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να ικανοποιούν τις υλικές τους
ανάγκες και η ικανότητα αυτή, μαζί με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών που εμποδίζει μόνιμα την
ιδιωτική συσσώρευση αγαθών, απλούστατα καθιστούν αδύνατη την εκκόλαψη μιας παρόμοιας
επιθυμίας, επιθυμίας κατοχής, η οποία στην πραγματικότητα είναι επιθυμία εξουσίας. Η πρωτόγονη
κοινωνία, η πρώτη κοινωνία της αφθονίας, δεν αφήνει καμιά θέση για την επιθυμία της υπεραφθονίας.
Οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς κράτος, γιατί το κράτος είναι αδύνατο σε τέτοιου τύπου
κοινωνίες. Και όμως, όλοι οι πολιτισμένοι λαοί αρχικά ήταν άγριοι: πώς το κράτος έπαψε να είναι
αδύνατο; Γιατί οι λαοί έπαψαν να είναι άγριοι; Ποιο τρομερό συμβάν, ποια επανάσταση επέτρεψαν να
προβάλει τη μορφή του δεσπότη, αυτού που διατάζει εκείνους που υπακούουν; Από πού προέρχεται η
πολιτική εξουσία; Μυστήριο, προσωρινό ίσως, της καταγωγής.
60
Ενώ φαίνεται ακόμη αδύνατο να προσδιορίσουμε τις συνθήκες εμφάνισης του κράτους, μπορούμε
αντίθετα να διατυπώσουμε επακριβώς τις συνθήκες μη εμφάνισής του, και τα κείμενα που
συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό τον τόμο [Η κοινωνία ενάντια στο κράτος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια] επιχειρούν
να δώσουν το περίγραμμα του χώρου του πολιτικού στις κοινωνίες χωρίς κράτος. Χωρίς πίστη, χωρίς
νόμο, χωρίς βασιλιά: αυτό που τον 16ο αιώνα η Δύση έλεγε για τους Ινδιάνους μπορεί να επεκταθεί
χωρίς δυσκολία σε κάθε πρωτόγονη κοινωνία. Μπορεί μάλιστα να αποτελέσει το κριτήριο διάκρισης:
μια κοινωνία είναι πρωτόγονη εάν δεν έχει βασιλιά, ως νόμιμη πηγή του νόμου, εάν δηλαδή δεν έχει
κρατική μηχανή. Αντίστροφα, κάθε μη πρωτόγονη κοινωνία είναι κοινωνία με κράτος, λίγο ενδιαφέρει
ποιο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ισχύει. Γι’ αυτό και μπορούμε να συνενώσουμε σε μία μόνο
κατηγορία τις μεγάλες αρχαϊκές δεσποτείες -βασιλείς, αυτοκράτορες της Κίνας ή των Άνδεων, φαραώ-,
τις πιο πρόσφατες μοναρχίες -το κράτος είμαι εγώ- και τα σύγχρονα κοινωνικά συστήματα, είτε ο
καπιταλισμός τους είναι φιλελεύθερος, όπως στη Δυτική Ευρώπη, είτε κρατικός, όπως αλλού...
Δεν υπάρχει λοιπόν βασιλιάς στη φυλή, αλλά αρχηγός που δεν είναι αρχηγός κράτους. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι ο φύλαρχος δεν διαθέτει καμιά αρχή, καμιά δύναμη καταναγκασμού, κανέναν τρόπο να
δώσει εντολές. Ο φύλαρχος δεν είναι κάποιος που διατάζει, τα μέλη της φυλής δεν έχουν καμιά
υποχρέωση υπακοής. Ο χώρος της φυλαρχίας δεν είναι ο τόπος της εξουσίας και η μορφή του άγριου
«φυλάρχου» (ατυχής αλήθεια ονομασία) δεν προοιωνίζεται σε τίποτε τη φυσιογνωμία ενός μελλοντικού
δεσπότη. Είναι σαφές ότι η κρατική μηχανή, γενικά, δεν μπορεί να προκύψει από την πρωτόγονη
κοινωνία.
Σε τι ο αρχηγός της φυλής δεν προοιωνίζεται τον αρχηγό του κράτους; Σε τι είναι αδύνατο ένα τέτοιο
προανάκρουσμα του κράτους στον κόσμο των αγρίων; Αυτή η ριζική ασυνέχεια -η οποία καθιστά
αδιανόητη μια προοδευτική μετάβαση από την πρωτόγονη φυλαρχία στην κρατική μηχανή-εδραιώνεται
φυσικά σ’ εκείνη τη σχέση αποκλεισμού που τοποθετεί την πολιτική εξουσία έξω από τη φυλαρχία.
Αυτό που πρέπει να συλλάβουμε είναι ένας αρχηγός χωρίς εξουσία, ένας θεσμός, η φυλαρχία, ξένος
προς την ουσία του, την αρχή. Ο φύλαρχος, επιφορτισμένος κυρίως με την εξομάλυνση των όποιων
συγκρούσεων ενδέχεται να ανακύψουν ανάμεσα σε άτομα, οικογένειες, γενεαλογικές γραμμές κ.λπ., δεν
διαθέτει για την αποκατάσταση της τάξης και της ομόνοιας παρά μόνο το γόητρο που του αναγνωρίζει η
κοινωνία. Γόητρο, όμως, δεν σημαίνει βέβαια εξουσία, και τα μέσα που έχει στα χέρια του ο φύλαρχος
για να επιτελέσει το ειρηνοποιό του έργο περιορίζονται αποκλειστικά στη χρήση του λόγου και μάλιστα
όχι για να διαιτητεύσει ανάμεσα στα αντίπαλα μέρη, διότι ο φύλαρχος δεν είναι κριτής, δεν μπορεί να
επιτρέψει στον εαυτό του να τεθεί υπέρ του ενός ή του άλλου, αλλά για να προσπαθήσει, οπλισμένος με
την ευγλωττία του και μόνο, να πείσει τους ανθρώπους πως πρέπει να κατευνασθούν, να πάψουν να
βρίζουν ο ένας τον άλλον, να μιμηθούν τους προγόνους που έζησαν πάντοτε αρμονικά. Εγχείρημα που
ποτέ δεν έχει εξασφαλισμένη την επιτυχία, στοίχημα αβέβαιο κάθε φορά, διότι ο λόγος του αρχηγού δεν
έχει ισχύ νόμου. Αν η προσπάθεια πειθούς αποτύχει, τότε η σύγκρουση κινδυνεύει να έχει βίαιη έκβαση
και το γόητρο του αρχηγού μπορεί κάλλιστα να μην επιβιώσει, εφ’ όσον έχει αποδειχθεί η ανικανότητά
του να πραγματοποιήσει ό,τι αναμενόταν από εκείνον.
Πώς εκτιμά η φυλή ότι ο τάδε άνδρας είναι άξιος να γίνει αρχηγός; Στο τέλος τέλος, το εκτιμά μόνο από
τα «τεχνικά» του προσόντα: ρητορικό χάρισμα, επιδεξιότητα στο κυνήγι, ικανότητα να συναρμόζει τις
πολεμικές δραστηριότητες, επιθετικές ή αμυντικές. Και με κανέναν τρόπο η κοινωνία δεν αφήνει τον
φύλαρχο να υπερβεί αυτό το τεχνικό όριο, δεν επιτρέπει μια τεχνική ανωτερότητα να μετατραπεί σε
πολιτική αρχή. Ο φύλαρχος είναι στην υπηρεσία της κοινωνίας, και η κοινωνία καθεαυτήν -ο αληθινός
τόπος της εξουσίας- που ασκεί ως τέτοια την αρχή της πάνω στον αρχηγό. Γι’ αυτό είναι αδύνατο ο
αρχηγός να αντιστρέψει τη σχέση αυτή προς όφελός του, να θέσει την κοινωνία στη δική του υπηρεσία,
να ασκήσει πάνω στη φυλή αυτό που αποκαλείται εξουσία: ποτέ η πρωτόγονη κοινωνία δεν θα ανεχθεί
να μεταβληθεί ο αρχηγός της σε δεσπότη.
Κατά μία έννοια, η φυλή υποβάλλει σε πολύ στενή επιτήρηση τον αρχηγό, αιχμάλωτος όπως είναι σ’
έναν χώρο απ’ όπου δεν τον αφήνει να βγει. Θέλει όμως να βγει; Συμβαίνει καμιά φορά να επιθυμήσει
ένας αρχηγός να είναι αρχηγός; Να θελήσει η δική του επιθυμία να υποκαταστήσει την υπηρεσία και το
συμφέρον της ομάδας; Να υπερισχύσει η ικανοποίηση του προσωπικού του συμφέροντος έναντι της
υποταγής στο συλλογικό εγχείρημα;
Δυνάμει αυτού ακριβώς του στενού ελέγχου, στον οποίο η κοινωνία -από τη φύση της ως πρωτόγονη
κοινωνία και όχι βέβαια από κάποια συνειδητή και εσκεμμένη φροντίδα επιτήρησης- υποβάλλει, όπως
61
και όλα τα υπόλοιπα, την πρακτική του leader, σπάνιες είναι οι περιπτώσεις φυλάρχων που βρίσκονται
σε θέση να παραβιάσουν τον πρωτόγονο νόμο: δεν είσαι κάτι παραπάνω από τους άλλους. Σπάνιες μεν,
αλλά όχι και ανύπαρκτες: πότε πότε συμβαίνει ένας αρχηγός να θελήσει να κάνει τον αρχηγό κι αυτό
διόλου από μακιαβελικό υπολογισμό, αλλά μάλλον επειδή τελικά δεν έχει άλλη επιλογή, δεν μπορεί να
κάνει διαφορετικά. Ας εξηγηθούμε. Κατά κανόνα, ένας αρχηγός δεν επιχειρεί (δεν του περνά καν απ’ το
μυαλό) να ανατρέψει την κανονική (τη σύμφωνη με τους κανόνες) σχέση που διατηρεί με την ομάδα
του, ανατροπή η οποία από υπηρέτη της ομάδας θα τον έκανε κύριό της. Αυτή την κανονική σχέση ο
μεγάλος κάσικος Αλαϊκίν, πολεμικός αρχηγός μιας φυλής Αμπιπόνων του Τσάκο της Αργεντινής, την
όρισε πάρα πολύ καλά με την απάντησή του σε κάποιον Ισπανό αξιωματικό, ο οποίος επεδίωκε να τον
πείσει να σύρει τη φυλή του σε έναν πόλεμο που εκείνη δεν ήθελε:; «Οι Αμπιπόνοι, από μια συνήθεια
πατροπαράδοτη, κάνουν τα πάντα όπως αρέσει σ’ αυτούς και όχι όπως αρέσει στον κάσικό τους. Εγώ
τους διευθύνω, μα δεν θα μπορούσα να βλάψω κανέναν απ’ τους δικούς μου δίχως να βλάψω εμένα τον
ίδιο. Αν χρησιμοποιούσα διαταγές ή βία προς τους συντρόφους μου, αμέσως θα μου γυρνούσαν την
πλάτη. Προτιμώ να με αγαπάνε και όχι να με φοβούνται». Κι ας μην αμφιβάλλουμε: οι περισσότεροι
από τους Ινδιάνους φυλάρχους τα ίδια θα έλεγαν.
Υπάρχουν ωστόσο εξαιρέσεις, πάντα σχεδόν συνδεδεμένες με τον πόλεμο. Ξέρουμε, πράγματι, ότι η
προετοιμασία και η καθοδήγηση μιας στρατιωτικής επιχείρησης αποτελούν τις μοναδικές περιστάσεις
όπου ο αρχηγός έχει την ευκαιρία να ασκήσει ένα ελάχιστο αρχής, η οποία όμως, ας το επαναλάβουμε,
βασίζεται μόνο στην τεχνική του δεξιότητα ως πολεμιστή. Μόλις τελειώσουν όλα, και όποια κι αν είναι
η έκβαση της μάχης, ο αρχηγός του πολέμου ξαναγίνεται αρχηγός χωρίς εξουσία, σε καμιά περίπτωση
το γόητρο που συνεπιφέρει μια νίκη δεν μετατρέπεται σε αρχή. Όλα παίζονται σ’ αυτόν ακριβώς τον
διαχωρισμό που διατηρεί η κοινωνία ανάμεσα σε εξουσία και γόητρο, ανάμεσα στη δόξα ενός νικητή
πολεμιστή και τη διοίκηση που του απαγορεύεται να ασκήσει. Η καταλληλότερη πηγή για να σβήσει τη
δίψα που έχει ένας πολεμιστής για γόητρο είναι ο πόλεμος. Την ίδια στιγμή, ο αρχηγός που το γόητρό
του είναι συνδεδεμένο με τον πόλεμο δεν μπορεί να το διατηρήσει και να το ενισχύσει παρά μόνο με τον
πόλεμο: ένα είδος αναγκαστικής φυγής προς τα εμπρός είναι εκείνο που τον κάνει να θέλει να
διοργανώνει ακατάπαυστα πολεμικές επιχειρήσεις, απ’ όπου προεξοφλεί ότι θα εισπράξει τα οποία
(συμβολικά) οφέλη αναλογούν στη νίκη. Όσο η επιθυμία του για πόλεμο συμβαδίζει με τη γενική
θέληση της φυλής και ιδιαίτερα των νέων, για τους οποίους ο πόλεμος αποτελεί επίσης το κύριο μέσο
για να αποκτήσουν γόητρο, όσο η θέληση του αρχηγού δεν ξεπερνά τη θέληση της κοινωνίας, οι μεταξύ
τους συνηθισμένες σχέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Ο κίνδυνος όμως η θέληση του αρχηγού να
υπερσκελίσει τη θέληση της ομάδας, ο κίνδυνος ο αρχηγός να προχωρήσει πιο πέρα απ’ όσο πρέπει, να
βγει από τα αυστηρά όρια που έχουν οριστεί στο λειτούργημά του, αυτός ο κίνδυνος είναι διαρκής.
Καμιά φορά ο αρχηγός δέχεται να τον διατρέξει και προσπαθεί να επιβάλει στη φυλή τα ατομικά του
σχέδια, προσπαθεί να αντικαταστήσει το συλλογικό συμφέρον με το προσωπικό του συμφέρον.
Αντιστρέφοντας την κανονική σχέση που προσδιορίζει τον leader ως μέσο στην υπηρεσία ενός
κοινωνικά καθορισμένου σκοπού, επιχειρεί να μετατρέψει την κοινωνία σε μέσο για την υλοποίηση
ενός καθαρά ιδιωτικού σκοπού: η φυλή στην υπηρεσία του αρχηγού και όχι πια ο αρχηγός στην
υπηρεσία της φυλής. Αν «έπιανε το κόλπο» του, τότε θα είχαμε τον γενέθλιο τόπο της πολιτικής
εξουσίας, ως εξαναγκασμού και βίας, θα είχαμε την πρώτη ενσάρκωση, την ελαχιστότατη μορφή του
κράτους. Αλλά ποτέ δεν πιάνει.
Η Έλενα Βαλέρο, στην πολύ ωραία διήγηση των είκοσι χρόνων που πέρασε με τους Γιανομάμι, μιλά
πολύ για τον πρώτο της σύζυγο, τον πολεμικό leader Φουσίγουε. Η ιστορία του απεικονίζει στην
εντέλεια τη μοίρα του άγριου φυλάρχου όταν, εξαναγκασμένος από τις περιστάσεις, οδηγείται στην
παραβίαση του νόμου της πρωτόγονης κοινωνίας η οποία, όντας ο αληθινός τόπος της εξουσίας,
αρνείται να την αφήσει, αρνείται να εξουσιοδοτήσει άλλον στη θέση της. Ο Φουσίγουε, λοιπόν,
αναγνωρίστηκε ως «αρχηγός» από τη φυλή του λόγω του γοήτρου που απέκτησε ως διοργανωτής και
καθοδηγητής νικηφόρων επιδρομών εναντίον εχθρικών ομάδων. Διευθύνει συνεπώς πολέμους που
θέλησε η φυλή του, θέτει στην υπηρεσία της ομάδας του την πολεμική τεχνική του δεξιότητα, το θάρρος
του, τον δυναμισμό του, συνιστά το αποτελεσματικό όργανο της κοινωνίας του. Αλλά η δυστυχία του
άγριου πολεμιστή είναι ότι το γόητρο που απέκτησε στον πόλεμο χάνεται γρήγορα, εάν δεν
ανανεώνονται αδιάκοπα οι πηγές του. Η φυλή, για την οποία ο αρχηγός δεν είναι παρά το κατάλληλο
όργανο για την πραγμάτωση της θέλησής της, ξεχνά εύκολα τις περασμένες του νίκες. Για τον αρχηγό
τίποτε δεν έχει οριστικά κατακτηθεί και εάν θέλει να υπενθυμίσει στους ανθρώπους το γόητρο και τη
δόξα του -που τόσο εύκολα λησμόνησαν- δεν πρόκειται να το καταφέρει εκθειάζοντας απλώς τους
62
παλιούς του άθλους, θα πρέπει να δημιουργήσει ευκαιρίες καινούργιων εχθροπραξιών. Ένας πολεμιστής
δεν έχει επιλογή: είναι καταδικασμένος να επιθυμεί τον πόλεμο. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπερβαίνει
το όριο της συναίνεσης που το αναγνωρίζει ως αρχηγό. Εάν η επιθυμία του για πόλεμο συμπίπτει με της
κοινωνίας, η κοινωνία συνεχίζει να τον ακολουθεί. Εάν όμως η επιθυμία του αρχηγού για πόλεμο
προσπαθήσει να επιπέσει σε μια κοινωνία εμφορούμενη από την επιθυμία για ειρήνη -στην
πραγματικότητα, καμιά κοινωνία δεν επιθυμεί πάντα να πολεμά-, τότε η σχέση μεταξύ αρχηγού και
φυλής αντιστρέφεται, ο leader επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την κοινωνία ως όργανο του ατομικού του
σκοπού, ως μέσο της προσωπικής του επιδίωξης. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο πρωτόγονος αρχηγός είναι
αρχηγός χωρίς εξουσία: πώς θα μπορούσε να επιβάλει τον νόμο της επιθυμίας του σε μια κοινωνία που
τον αρνείται; Είναι αιχμάλωτος της επιθυμίας του για γόητρο και ταυτόχρονα της αδυναμίας του να την
πραγματοποιήσει. Τι μπορεί να συμβεί τότε; Ο πολεμιστής είναι προορισμένος για τη μοναξιά, γι’ αυτή
την αμφίβολη μάχη που δεν τον οδηγεί παρά στον θάνατο. Τέτοια υπήρξε η μοίρα του Νοτιαμερικανού
πολεμιστή Φουσίγουε. Επειδή θέλησε να επιβάλει στους δικούς του έναν πόλεμο που εκείνοι δεν
επιθυμούσαν, η φυλή του τον εγκατέλειψε. Δεν του απέμεινε παρά να διεξαγάγει μόνος του αυτό τον
πόλεμο και πέθανε κατατρυπημένος από τα βέλη. Ο θάνατος είναι το πεπρωμένο του πολεμιστή, διότι η
πρωτόγονη κοινωνία είναι έτσι δομημένη ώστε να μην επιτρέπει στη θέληση για εξουσία να
υποκαταστήσει την επιθυμία για γόητρο. Ή, με άλλα λόγια, στην πρωτόγονη κοινωνία ο φύλαρχος, ως
ενδεχόμενος φορέας της θέλησης για εξουσία, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένος σε θάνατο. Η
χωριστή πολιτική εξουσία είναι αδύνατη στην πρωτόγονη κοινωνία, δεν υπάρχει θέση, δεν υπάρχει κενό
που θα μπορούσε να καταλάβει το κράτος.
Λιγότερο τραγική στην κατάληξή της, αλλά πολύ παρόμοια στην εξέλιξή της είναι η ιστορία ενός άλλου
Ινδιάνου leader, απείρως πιο διάσημου από τον σκοτεινό πολεμιστή του Αμαζονίου, αφού πρόκειται για
τον περιβόητο αρχηγό των Απάτσι, τον Τζερόνιμο. Η ανάγνωση των απομνημονευμάτων του [Τα
απομνημονεύματα του Τζερόνιμο, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος] αποδεικνύεται ιδιαίτερα διδακτική, παρ’
ότι είναι αρκετά προχειρογραμμένα. Ο Τζερόνιμο δεν ήταν παρά ένας νεαρός πολεμιστής σαν όλους
τους άλλους, όταν οι Μεξικανοί στρατιώτες επιτέθηκαν στην κατασκήνωση της φυλής και σφαγίασαν
γυναίκες και παιδιά. Η οικογένεια του Τζερόνιμο εξολοθρεύθηκε παντελώς. Οι διάφορες φυλές των
Απάτσι έκαναν συμμαχία για να εκδικηθούν τους δολοφόνους και στον Τζερόνιμο ανατέθηκε η
καθοδήγηση της μάχης. Πλήρης επιτυχία των Απάτσι, συντριβή της φρουράς των Μεξικάνών. Το
πολεμικό γόητρο του Τζερόνιμο, του πρωτεργάτη της νίκης, υπήρξε τεράστιο. Και από εκείνη η στιγμή
τα πράγματα αλλάζουν, κάτι συμβαίνει στον Τζερόνιμο, κάτι συμβαίνει. Διότι μπορεί μεν για τους
Απάτσι, οι οποίοι ικανοποιήθηκαν με μια νίκη που εκπλήρωσε θαυμάσια την επιθυμία τους για
εκδίκηση, η υπόθεση να τακτοποιήθηκε κατά κάποιον τρόπο, για τον Τζερόνιμο όμως αλλιώς έχει η
κατάσταση: αυτός θέλει να συνεχίσει να εκδικείται τους Μεξικανούς, θεωρεί ότι η αιματηρή
πανωλεθρία των στρατιωτών δεν είναι αρκετή. Αλλά δεν μπορεί βέβαια να πάει μόνος να χτυπήσει τα
μεξικάνικα χωριά. Προσπαθεί λοιπόν να πείσει τους δικούς του να εκστρατεύσουν πάλι. Του κάκου. Η
κοινωνία Απάτσι, αφού επιτεύχθηκε ο συλλογικός στόχος -η εκδίκηση- λαχταρά την ανάπαυση. Έτσι ο
σκοπός του Τζερόνιμο είναι μια ατομική επιδίωξη, στην πραγμάτωση της οποίας θέλει να παρασύρει τη
φυλή. Θέλει να μετατρέψει τη φυλή σε όργανο της επιθυμίας του, ενώ προηγούμένως, εξαιτίας της
πολεμικής του δεξιότητας, ήταν εκείνος το όργανο της φυλής. Φυσικά, οι Απάτσι ποτέ δεν θέλησαν να
ακολουθήσουν τον Τζερόνιμο, όπως ακριβώς και οι Γιανομάμι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον
Φουσίγουε. Το πολύ πολύ ο αρχηγός Απάτσι να τα κατάφερνε (καμιά φορά και με ψέματα) να πείσει
μερικούς νέους άπληστους για δόξα και λάφυρα. Σε μία από αυτές τις εκστρατείες ο στρατός του
Τζερόνιμο, ηρωικός και γελοίος, αποτελείτο από δύο άνδρες! Οι Απάτσι, που όταν οι περιστάσεις το
απαιτούσαν, δέχονταν την αρχηγία του Τζερόνιμο λόγω της δεξιοτεχνάις του στη μάχη, του γυρνούσαν
συστηματικά την πλάτη όταν ήθελε να διεξαγάγει τον προσωπικό του πόλεμο. Τζερόνιμο, ο τελευταίος
μεγάλος αρχηγός του βορειοαμερικανικού πολέμου, που πέρασε τριάντα χρόνια από τη ζωή του
θέλοντας να «κάνει τον αρχηγό» και δεν το κατόρθωσε...
Η ουσιώδης ιδιότητα (εκείνη δηλαδή η οποία άπτεται της ουσίας) της πρωτόγονης κοινωνίας είναι ότι
ασκεί απόλυτη και πλήρη εξουσία πάνω σε κάθετί που τη συγκροτεί, είναι ότι απαγορεύει την
αυτονομία ενός οποιουδήποτε από τα υποσύνμολα που την απαρτίζουν, είναι ότι συγκρατεί όλες τις
εσωτερικές δυνάμεις που τροφοδοτούν την κοινωνική ζωή, συνειδητές και ασυνείδητεςς, μέσα σε όποια
όρια και όποια κατεύθυνση εκείνη θέλει. Η φυλή εκδηλώνει με διάφορους τρόπους (και με τη βία αν
χρειάζεται) τη θέλησή της να διαφυλάξει αυτή την πρωτόγονη κοινωνική τάξη, απαγορεύοντας την
εμφάνιση μιας πολιτικής εξουσίας ατομικής, κεντρικής και χωριστής. Κοινωνία λοιπόν που τίποτε δεν
63
της ξεφεύγει, που δεν αφήνει τίποτε να βγει έξω απ’ αυτή, διότι όλες οι έξοδοι είναι κλειστές. Κοινωνία,
συνεπώς, η οποία θα έπρεπε να αναπαράγεται αιώνια, χωρίς τίποτε το ουσιαστικό να μην την επηρεάζει
στο πέρασμα του χρόνου.
Υπάρχει παρ’ όλα αυτά ένα πεδίο, το οποίο φαίνεται να ξεφεύγει, εν μέρει τουλάχιστον, από τον έλεγχο
της κοινωνίας, υπάρχει μια «ροή», στην οποία η κοινωνία φαίνεται να μην μπορεί να επιβάλει παρά μια
ατελή «κωδίκωση»: πρόκειται για τον δημογραφικό τομέα, τομέα που διέπεται από πολιτισμικούς
κανόνες, αλλά και από φυσικούς νόμους, χώρο όπου αναπτύσσεται μια ζωή ριζωμένη στο κοινωνικό και
στο βιολογικό ταυτόχρονα, τόπο μιας «μηχανής», η οποία λειτουργεί ενδεχομένως σύμφωνα με μια δική
της μηχανική και η οποία επομένως θα ήταν εκτός κοινωνικής βολής.
Δεν σκοπεύουμε να αντικαταστήσουμε τον οικονομικό ντετερμινισμό με έναν δημογραφικό
ντετερμινισμό, να καταλογίσουμε στα αίτια -τη δημογραφική αύξηση- την αναγκαιότητα των αιτιατών
-μετασχηματισμό κοινωνικής οργάνωσης, είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε, ιδίως στην
Αμερική, το κοινωνιολογικό βάρος του μεγέθους του πληθυσμού, την ικανότητα που διαθέτει η αύξηση
της πυκνότητας να κλονίσει -δεν λέμε να καταστρέψει- την πρωτόγονη κοινωνία. Είναι πράγματι πολύ
πιθανό, ένας βασικός όρος ύπαρξης της πρωτόγονης κοινωνίας να συνίσταται στη σχετική ισχνότητα
του δημογραφικού της μεγέθους. Τα πράγματα μπορούν να λειτουργήσουν σύμφωνα με το πρωτόγονο
πρότυπο μόνο εάν οι άνθρωποι είναι ολιγάριθμοι. Ή, με άλλα λόγια, για να είναι πρωτόγονη μια
κοινωνία, πρέπει να είναι μικρή αριθμητικά. Και πράγματι, αυτό που διαπιστώνει κανείς στον κόσμο
των αγρίων είναι ένας εκπληκτικός κατακερματισμός «εθνών», φυλών και κοινωνιών σε τοπικές
ομάδες, οι οποίες επαγρυπνούν επισταμένως για να διατηρήσουν την αυτονομία τους στους κόλπους του
συνόλου στο οποίο υπάγονται, έτοιμες ωστόσο να συνάψουν πρόσκαιρες συμμαχίες με τους γειτονικούς
τους «συμπατριώτες», εάν οι περιστάσεις -πολεμικές κυρίως- το απαιτήσουν. Αυτός ο κατατεμαχισμός
του σύμπαντος των φυλών αποτελεί ασφαλώς ένα αποτελεσματικόμέσο, ώστε να εμποδιστεί η σύσταση
κοινωνικοπολιτικών συνόλων που θα ενσωμάτωναν τις τοπικές ομάδες και, πέρα από αυτό, ένα μέσο
απαγόρευσης της εμφάνισης του κράτους, το οποίο είναι εξ ορισμού ενοποιητικό.
Οπωσδήποτε δημιουργεί ενδοιασμούς η διαπίστωση ότι, την εποχή που τους ανακαλύπτει η Ευρώπη, οι
Τουπί-Γκουαρανί φαίνεται να παρεκκλίνουν αισθητά από το σύνηθες πρωτόγονο πρότυπο και μάλιστα
σε δύο βασικά σημεία: πρώτον, το ποσοστό δημογραφικής πυκνότητας των φυλών ή τοπικών ομάδων
τους ξεπερνά σαφώς το αντίστοιχο των γειτονικών πληθυσμών, δεύτερον, το μέγεθος των τοπικών
ομάδων δεν έχει καμιά απολύτως αναλογία με το αντίστοιχο των κοινωνικοπολιτικών μονάδων του
Τροπικού Δάσους. Βέβαια, τα χωριά Τουπινάμπα, λόγου χάρη, τα οποία συγκέντρωναν πολλές χιλιάδες
κατοίκους, δεν ήταν πόλεις, αλλά ούτε ανήκαν πια στον «κλασικό» ορίζοντα της δημογραφικής έκτασης
των γειτονικών κοινωνιών. Πάνω σ’ αυτό τον πίνακα δημογραφικής εξάπλωσης και πληθυσμιακής
συγκέντρωσης, διαγράφεται ανάγλυφη -φαινόμενο επίσης ασυνήθιστο για την Αμερική των αγρίων, αν
όχι και για την Αμερική των αυτοκρατοριών- η καταφανής τάση των φυλάρχων να αποκτήσουν μια
εξουσία άγνωστη αλλού. Οι φύλαρχοι Τουπί-Γκουαρανί δεν ήταν ασφαλώς δεσπότες, αλλά ούτε ήταν
εντελώς αρχηγοί χωρίς εξουσία. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος για να επιχειρήσουμε το
μακροσκελές και πολύπλοκο έργο της ανάλυσης της φυλαρχίας στους Τουπί-Γκουαρανί. Θα
αρκεστούμε να επισημάνουμε στο ένα, θα λέγαμε, άκρο της κοινωνίας τη δημογραφική αύξηση και στο
άλλο την αργή εμφάνιση της πολιτικής εξουσίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι δεν εναπόκειται στην
εθνολογία (ή τουλάχιστον όχι μόνο σ’ εκείνη) να απαντήσει στο ερώτημα των αιτίων δημογραφικής
εξάπλωσης σε μια πρωτόγονη κοινωνία. Εμπίπτει όμως στις αρμοδιότητες αυτού του κλάδου η σύνδεση
δημογραφικού και πολιτικού, η ανάλυση της δύναμης που ασκεί το πρώτο πάνω στο δεύτερο διαμέσου
του κοινωνικού.
Σε όλο αυτό το κείμενο δεν πάψαμε να διακηρύσσουμε την εσωτερική αδυναμία να υπάρξει χωριστή
πολιτική εξουσία σε μια πρωτόγονη κοινωνία, την αδυναμία μιας γένεσης του κράτους εκ των ένδον της
πρωτόγονης κοινωνίας. Να όμως που φαίνεται, τελείως αντιφατικά, να επικαλούμαστε και εμείς τους
Τουπί-Γκουαρανί ως μία περίπτωση πρωτόγονης κοινωνίας, όπου άρχιζε να αναφαίνεται αυτό που θα
μπορούσε να γίνει κράτος. Αναπτυσσόταν αναντίρρητα σ’ αυτές τις κοινωνίες η διαδικασία -η οποία
χωρίς άλλο είχε προ πολλού δρομολογηθεί- της συγκρότησης μιας αρχηγίας που η πολιτική της εξουσία
δεν ήταν αμελητέα. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Γάλλοι και Πορτογάλοι χρονικογράφοι της
εποχής δεν διστάζουν να απονείμουν στους μεγάλους αρχηγούς φυλετικών ομοσπονδιών τους τίτλους
«βασιλείς της περιοχής» ή «βασιλίσκοι». Αυτή η διαδικασία βαθιάς μεταλλαγής της κοινωνίας Τουπί-
Γκουαρανί διακόπηκε απότομα με τον ερχομό των Ευρωπαίων. Αυτό άραγε σημαίνει ότι, εάν η
64
ανακάλυψη του Νέου Κόσμου είχε συντελεσθεί έναν αιώνα αργότερα, λόγου χάρη, ένας κρατικός
σχηματισμός θα είχε επιβληθεί στις ινδιάνικες φυλές των βραζιλιάνικων παράκτιων περιοχών; Είναι
πάντα εύκολο και παρακινδυνευμένο να αναπλάθει κανείς μια υποθετική ιστορία που τίποτε πια εν θα
μπορούσε να τη διαψεύσει. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, νομίζουμε ότι μπορούμε με βεβαιότητα
να απαντήσουμε αρνητικά: δεν είναι η άφιξη των Δυτικών που ανέστειλε την πιθανή εμφάνιση του
κράτους στους Τουπί-Γκουαρανί, αλλά μια αφύπνιση της ίδιας της κοινωνίας ως πρωτόγονης κοινωνίας,
μια αφύπνιση, μια εξέγερση η οποία ακόμη κι αν δεν στρεφόταν ρητά εναντίον των φυλαρχιών, ήταν
πάντως λόγω των επιπτώσεών της καταστροφική για την εξουσία των φυλάρχων. Εννούμε εκείνο το
παράδοξο φαινόμενο το οποίο, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα, συντάραζε τις φυλές
Τουπί-Γκουαρανί, το πύρινο κήρυγμα ορισμένων ανθρώπων που πήγαιναν από ομάδα σε ομάδα
παρακινώντας τους Ινδιάνους να τα εγκαταλείψουν όλα και να ριχτούν στην αναζήτηση της Γης χωρίς
Κακό, στην αναζήτηση του επίγειου παράδεισου.
Στην πρωτόγονη κοινωνία, αρχηγία και γλώσσα συνδέονται εσωτερικά, ο λόγος είναι η μοναδική
εξουσία που περιέρχεται στον αρχηγό, και περισσότερο και από εξουσία, ο λόγος είναι για εκείνον
καθήκον. Υπάρχει όμως ένας άλλος λόγος, μια άλλη ομιλία, και αυτή δεν αρθρωνόταν από τους
αρχηγούς, αλλά από εκείνους τους ανθρώπους που τον 15ο και τον 16ο αιώνα έσερναν πίσως τους κατά
χιλιάδες τους Ινδιάνους σε τρελές μεταναστεύσεις, επιζητώντας την πατρίδα των θεών: είναι η ομιλία
των καράι, είναι ο προφητικός λόγος, λόγος δηλητηριώδης, στον ύψιστο βαθμό ανατρεπτικός, αφού
καλούσε τους Ινδιάνους να επιχειρήσουν εκείνο που πρέπει σαφώς να αναγνωρισθεί ως καταστροφή της
κοινωνίας. Το κάλεσμα των προφητών να εγκαταλείψουν την κακιά γη, δηλαδή την κοινωνία ως είχε,
για να φτάσουν στη Γη χωρίς Κακό, στην κοινωνία της θείας ευτυχίας, συνεπαγόταν τη θανατική
καταδίκη της δομής της κοινωνίας και του συστήματος των κανόνων της. Αλλά στην κοινωνία αυτή
επιβαλλόταν ολοένα πιο έντονα η σφραγίδα του κύρους των αρχηγών, το βάρος της πολιτικής εξουσίας
που μόλις τότε γεννιόταν. Ίσως λοιπόν είναι βάσιμη η υπόθεση πως, εάν οι προφήτες, βγαλμένοι μέσα
από την καρδιά της κοινωνίας, διακήρυσσαν ότι ο κόσμος όπου ζούσαν οι άνθρωποι ήταν κακός, είναι
επειδή εντόπιζαν τη δυστυχία, το κακό, σ’ αυτό τον αργό θάνατο στον οποίο η εμφάνιση της εξουσίας
καταδίκαζε αργά ή γρήγορα την κοινωνία Τουπί-Γκουαρανί ως πρωτόγονη κοινωνία, ως κοινωνία χωρίς
κράτος. Κατεχόμενοι από την αίσθηση ότι ο αρχαίος άγριος κόσμος έτριζε εκ θεμελίων, στοιχειωμένοι
από την προαίσθηση μιας κοινωνικής-κοσμικής καταστροφής, οι προφήτες αποφάσισαν πως έπρεπε να
αλλάξουν τον κόσμο, να εγκαταλείψουν τον κόσμο των ανθρώπων και να κερδίσουν τον κόσμο των
θεών.
Λόγος προφητικός που είναι ακόμη ζωντανός, όπως μαρτυρούν τα κείμενα «Προφήτες στη ζούγκλα»
και «Το ένα χωρίς το πολλαπλό». Οι τρεις-τέσσερις χιλιάδες Ινδιάνοι Γκουαρανί, που εξακολουθούν να
ζουν μέσα στην αθλιότητα στα δάση της Παραγουάης, απολαμβάνουν ακόμη τον ασύγκριτο πλούτο που
τους προσφέρουν οι καράι. Το φαντάζεται βέβαια κανείς πως οι καράι αυτοί δεν είναι πια οδηγητές
φυλών, όπως οι πρόγονοί τους του 16ου αιώνα, η αναζήτηση της Γης χωρίς Κακό είναι αδύνατη πια.
Όμως η έλλειψη δράσης φαίνεται να έχει ενθαρρύνει μια μέθη της σκέψης, μια όλο και πιο οξυμένη
εμβάθυνση του στοχασμού πάνω στη δυστυχία της ανθρώπινης μοίρας. Και αυτή η άγρια σκέψη,
εκτυφλωτική σχεδόν από το πολύ φως, μας λέει πως η γενέτειρα του Κακού, η πηγή της δυστυχίας, είναι
το Ένα.
Χρειάζεται ίσως να ειπωθούν λίγο περισσότερα πάνω σ’ αυτό και να διερωτηθούμε τι υποδηλώνει ο
σοφός Γκουαρανί με την ονομασία Ένα. Τα προτιμώμενα θέματα της σύγχρονης σκέψης Γκουαρανί
είναι τα ίδια που απασχολούσαν, πάνω από τέσσερις αιώνες τώρα, εκείνους που από τότε αποκαλούνταν
καράι, προφήτες. Γιατί ο κόσμος είναι κακός; Τι μπορούμε να κάνουμε, προκειμένου να γλιτώσουμε απ’
το κακό; Ερωτήσεις που γενιές και γενιές Ινδιάνων δεν έπαυαν να θέτουν στους εαυτούς τους: οι
σημερινοί καράι επιμένουν με πάθος να επαναλαμβάνουν την ομιλία των προφητών του παλιού καιρού.
Εκείνοι ήξεραν ότι οτ Ένα είναι το κακό, το έλεγαν από χωριό σε χωριό, και οι άνθρωποι τους
ακολουθούσαν στην αναζήτηση του Καλού, στην αναζήτηση του μη Ένα. Έχουμε λοιπόν στους Τουπί-
Γκουαρανί της εποχής της Ανακάλυψης αφ’ ενός μια πρακτική -τη θρησκευτική μετανάστευση-
ανεξήγητη, αν δεν διαβάσουμε μέσα της την άρνηση του δρόμου στον οποίο η φυλαρχία οδηγούσε
αναγκαστικά την κοινωνία, την άρνηση της χωριστής πολιτικής εξουσίας, την άρνηση του κράτους, και
αφ’ ετέρου έναν προφητικό λόγο, που ορίζει το Ένα ως ρίζα του Κακού και βεβαιώνει πως υπάρχει
δυνατότητα να του ξεφύγουν. Με ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να συλλάβουμε το Ένα; Θα πρέπει
με κάποιον τρόπο η παρουσία του, μισητή ή ποθητή, να είναι ορατή. Και γι’ αυτό τον λόγο πιστεύουμε
65
ότι μπορούμε να εντοπίσουμε, κάτω από τη μεταφυσική εξίσωση που εξομοιώνει το Κακό με το Ένα,
μια άλλη εξίσωση πιο απόκρυφη και πολιτικής υφής, που λέει ότι ο Ένα είναι το κράτος. Ο
προφητισμός των Τουπί-Γκουαρανί είναι η ηρωική απόπειρα μιας πρωτόγονης κοινωνίας να εξαλείψει
τη δυστυχία με την ριζική άρνηση του Ενός ως οικουμενικής ουσίας του κράτους. Αυτή η «πολιτική»
ανάγνωση μιας μεταφυσικής θέσης μας ώθησε να θέσουμε ένα ερώτημα, ενδεχομένως ιερόσυλο: δεν θα
μπορούσαμε να υποβάλουμε σε παρόμοια ανάγνωση κάθε μεταφυσική του Ενός;
Τι συμβαίνει με το Ένα ως Καλό, ως το κατ’ εξοχήν αντικείμενο που από τα πρώτα βήματά της κιόλας η
δυτική μεταφυσική προσδίδει στην επιθυμία του ανθρώπου; Ας περιοριστούμε σ’ αυτό το ενοχλητικό
προφανές: η σκέψη των άγριων προφητών και εκείνη των Αρχαίων Ελλήνων περιστρέφεται γύρω από
το ίδιο πράγμα, το Ένα, μόνο που ο Ινδιάνος Γκουαρανί λέει ότι το Ένα είναι το Κακό, ενώ ο
Ηράκλειτος λέει ότι είναι το Καλό. Με ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να συλλάβουμε το Ένα ως
Καλό;
Ας επανέλθουμε, για να κλείσουμε, στον παραδειγματικό κόσμο των Τουπί-Γκουαρανί. Βρισκόμαστε
μπροστά σε μια κοινωνία η οποία, πιεσμένη, απειλημένη από την ακάθεκτη άνοδο των φυλάρχων,
δημιουργεί μέσα της και απελευθερώνει δυνάμεις ικανές, έστω και με αντίτιμο ένα είδος συλλογικής
αυτοκτονίας, να εκμηδενίσουν τη δυναμική της αρχηγίας, να ανακόψουν εκείνη την πορεία που πιθανόν
να μετέτρεπε στο τέλος τους φυλάρχους σε βασιλείς, φορείς του νόμου. Από τη μια οι φύλαρχοι, από
την άλλοι και εναντίον τους, οι προφήτες: αυτή είναι στις βασικές της γραμμές η εικόνα της κοινωνίας
Τουπί-Γκουαρανί στα τέλη του 15ου αιώνα. Και η προφητική «μηχανή» λειτουργούσε στην εντέλεια,
αφού οι καράι ήταν ικανοί να παρασύρουν πίσω τους εκπληκτικές μάζες Ινδιάνων φανατισμένων, θα
λέγαμε σήμερα, από τα λόγια αυτών των ανθρώπων, μέχρι του σημείου να τους ακολουθούν ως τον
θάνατο.
Τι σημαίνει αυτό; Οι προφήτες, οπλισμένοι με τον λόγο τους και μόνο, μπορούσαν να προξενήσουν
«κινητοποίηση» των Ινδιάνων, μπορούσαν να πραγματοποιήσουν εκείνο το αδύνατο στην πρωτόγονη
κοινωνία: να ενοποιήσουν μέσα στη θρησκευτική μετανάστευση την πολυποίκιλη ετερομορφία των
φυλών. Κατάφερναν να πραγματοποιήσουν, μονομιάς, το «πρόγραμμα» των φυλάρχων! Πανουργία της
ιστορίας; Ειμαρμένη που, σε πείσμα όλων, καταδικάζει την πρωτόγονη κοινωνία στην εξάρτηση; Κανείς
δεν ξέρει. Όπως κι αν είναι πάντως, η επαναστατική πράξη των προφητών ενάντια στους αρχηγούς
παρείχε στους πρώτους, από μια παράξενη μεταστροφή των πραγμάτων, ασύγκριτα περισσότερη
εξουσία απ’ όση είχαν οι δεύτεροι. Ίσως λοιπόν να πρέπει να διορθώσουμε την αντίληψή μας ότι ο
λόγος είναι αντίθετος στη βία. Εάν ο άγριος φύλαρχος είναι επιφορτισμένος με ένα καθήκον αθώου
λόγου, η πρωτόγονη κοινωνία μπορεί απ’ τη μεριά της, σε συγκεκριμένες βέβαια περιστάσεις, να
παραδοθεί και στο άκουσμα ενός άλλου λόγου, λησμονώντας ότι ο λόγος αυτός λέγεται σαν εντολή στο
άκουσμα του προφητικού λόγου. Στην ομιλία των προφητών ενυπάρχει ίσως εν σπέρματι η ομιλία της
εξουσίας, και κάτω από τα εξηρμένα χαρακτηριστικά του καθοδηγητή ανθρώπων που εκφράζει την
επιθυμία των ανθρώπων κρύβεται ίσως η σιωπηλή μορφή του δεσπότη.
Λόγος προφητικός, εξουσία αυτού του λόγου: έχουμε άραγε εδώ τον γενέθλιο τόπο της εξουσίας
καθεαυτήν, την αρχή του Κράτους μέσα στον Λόγο;
Προφήτες κατακτητές των ψυχών, προτού γίνουν κύριοι των ανθρώπων; Ίσως.
Αλλά ακόμη και ως την ακραία εμπειρία του προφητισμού (διότι χωρίς
αμφιβολία η κοινωνία Τουπί-Γκουαρανί είχε φτάσει, για δημογραφικούς ή
άλλους λόγους, τα ακραία όρια που προσδιορίζουν μια κοινωνία ως
πρωτόγονη), αυτό που μας δείχνουν οι άγριοι είναι η διαρκής προσπάθεια
να εμποδίσουν τους αρχηγούς να είναι αρχηγοί, είναι η άρνηση της
ενοποίησης, είναι το έργο του εξορκισμού του Ενός, του κράτους. Η
ιστορία των λαών που έχουν ιστορία είναι, λένε, η ιστορία της πάλης των
τάξεων. Η ιστορία των λαών χωρίς ιστορία είναι, θα μπορούσε να ειπωθεί
τουλάχιστον εξίσου αληθινά, η ιστορία της πάλης τους ενάντια στο κράτος.
66
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
*Κείμενα γνωστών Αναρχικών*
*κατρακυλώντας στο κενό η αποτυχία της συμβολικής σκέψης
*john zerzan *
μετάφραση: θανάσης
*/»Εάν δε συνέρθουμε σύντομα, θα έχουμε χάσει για πάντα την ευκαιρία της
οικοδόμησης μιας γεμάτης νόημα εναλλακτικής λύσης στην ψευδο-ύπαρξη που
εκλαμβάνεται ως ζωή στο σύγχρονο «πολιτισμό του θεάματος». /*
*/david howes /*
Σε ποιο βαθμό μπορεί να ειπωθεί ότι ζούμε πραγματικά; Καθώς το περιεχόμενο του πολιτισμού φαίνεται
να μαραίνεται και να προσφέρει λιγότερο βάλσαμο στις ταραγμένες ζωές μας, οδηγούμαστε να
κοιτάξουμε βαθύτερα στους άγονους καιρούς μας. Και για τη θέση του πολιτισμού αυτού καθεαυτού
μέσα σ’ όλα αυτά.
Ο Ted Sloan ρωτάει με αγωνία (1996), «Ποιο είναι το πρόβλημα με τη σύγχρονη εποχή; Γιατί οι
σύγχρονες κοινωνίες συναντούν τόσα προβλήματα στην προσπάθειά τους να αναθρέψουν ενηλίκους
ικανούς για φιλία, εργασία, απόλαυση και ηθική ζωή; Πού οφείλεται ότι τα σημάδια μιας
κατεστραμμένης ζωής είναι τόσο κυρίαρχα;» Σύμφωνα με τον David Morris (1994), «Χρόνιος πόνος και
κατάθλιψη, συχνά συνδεδεμένα και περιστασιακά θεωρούμενα ως μια και μοναδική δυσλειτουργία,
συνιστούν μια πελώρια κρίση στην καρδιά της μεταμοντέρνας ζωής». Έχουμε τον κυβερνοχώρο, την
εικονική πραγματικότητα και την άμεση επικοινωνία μέσω των υπολογιστών στο παγκόσμιο χωριό και
όμως έχουμε ποτέ νοιώσει τόσο αποδυναμωμένοι και τόσο αποξενωμένοι;
Καθώς ο Freud προέβλεψε ότι ο πολιτισμός στην πληρότητά του θα σημάνει παγκόσμια νευρωτική
δυστυχία, ιδεολογικά ρεύματα ενάντια στον πολιτισμό αναδύονται σε απάντηση της ψυχικής
εκπτώχευσης που μας περιβάλλει. Έτσι, η συμβολική ζωή, η ουσία του πολιτισμού, γίνεται αντικείμενο
σκληρής κριτικής.
Μπορεί ακόμη να ειπωθεί ότι ο πολιτισμός, αυτό το τόσο γνώριμο, αν και τεχνητό στοιχείο, είναι το
λιγότερο κατανοητό. Όμως η επιτακτική αναγκαιότητα κρατάει σε εγρήγορση την κριτική μας στάση
και πολλοί απ’ εμάς ωθούμε την κριτική μας στο βυθό ενός σταθερά επιδεινώμενου τρόπου ύπαρξης.
Ξεκινώντας από μια αίσθηση παγίδευσης και περιορισμού από τα σύμβολα εξάγεται η θέση ότι ο
βαθμός στον οποίο η σκέψη και τα συναισθήματα δεσμεύονται από το συμβολισμό είναι το μέτρο με το
οποίο το κενό γεμίζει τον εσωτερικό κόσμο και καταστρέφει τον εξωτερικό.
Φαίνεται να έχουμε βιώσει μια πτώση στην αναπαραστατικότητα, της οποίας τα βάθη και οι συνέπειες
τώρα μονάχα γίνονται αντικείμενο σοβαρής διερεύνησης. Με μια θεμελιώδη διαστρέβλωση αρχικά τα
σύμβολα μεσολάβησαν μεταξύ της πραγματικότητας και των εαυτών μας και αργότερα την
αντικατέστησαν. Στις μέρες μας ζούμε εν μέσω συμβόλων σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι ζούμε
με τους ίδιους μας τους εαυτούς ή απ’ ευθείας ο ένας με τον άλλον.
67
Όσο περισσότερο εμπλέκεται αυτό το σύστημα εσωτερικευμένης αναπαραστατικότητας, τόσο
περισσότερο αποστασιοποιημένοι είμαστε από την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Άλλου είδους
δεσμοί, άλλοι τρόποι θέασης του εξωτερικού κόσμου φράζονται για να μην πούμε τίποτε άλλο
χειρότερο, καθώς η επικοινωνία μέσω συμβόλων και οι μυριάδες μηχανισμοί αναπαράστασης έχουν
πετύχει μια αποξένωση από την πραγματικότητα και συνιστούν ουσιαστικά μια προδοσία της.
Αυτή η διαμεσολάβηση και η συνακόλουθη παραποίηση και αποστασιοποίηση είναι ιδεολογική με μια
πρωταρχική και πρωτότυπη έννοια* κάθε ιδεολογία που ακολούθησε είναι ένας αντίλαλός της. Ο
Debord απεικόνισε τη σύγχρονη κοινωνία ως μια που επιβάλλει την απαγόρευση της ζωής προς χάρη
της αναπαράστασής της: οι εικόνες βρίσκονται τώρα σε θέση ισχύος καβαλώντας τη ζωή. Αλλά αυτό
μόνο καινούριο πρόβλημα δεν είναι. Υπάρχει ένας ιμπεριαλισμός ή επεκτατισμός του πολιτισμού
εξαρχής. Και πόσο κομμάτι έχει κατακτήσει; Η φιλοσοφία λέει στις μέρες μας ότι η γλώσσα είναι εκείνη
που σκέφτεται και μιλάει. Αλλά κατά πόσον είχαν πάντα έτσι τα πράγματα;
Το συμβολίζειν είναι γραμμικό, διαδοχικό και επιδιώκει συνεχώς την υποκατάσταση* δεν μπορεί να
είναι ανοιχτό στο πλήρες περιεχόμενο του αντικειμένου του την ίδια στιγμή. Η λειτουργική λογική του
είναι ακριβώς αυτή: να επηρεάζει προς ιδίον όφελος και να αναζητά την κυριαρχία. Η προσέγγισή του
είναι: «άφησε το α να συμβολίζει το β» αντί του «άφησε το α να είναι το α». Η γλώσσα έχει τη βάση της
στην προσπάθεια να δημιουργήσει μια γενική εικόνα και να εξισώσει τα άνισα, και με τον τρόπο αυτό
να παρακάμψει την ουσία και τη διαφορετικότητα ενός ποικίλου και μεταβλητού πλούτου.
Ο συμβολισμός είναι μια εκτεταμένη και βαθιά αυτοκρατορία, ο οποίος αντανακλά και κάνει συνεκτική
μια θεώρηση του κόσμου, και είναι ο ίδιος μια κοσμοθεωρία, βασισμένη στην απομάκρυνση από το
άμεσο και ξεκάθαρο ανθρώπινο νόημα.
Ο James Shreeve, στο τέλος του βιβλίου του Το αίνιγμα του Νεάντερταλ, δίνει μια πανέμορφη
απεικόνιση μιας εναλλακτικής λύσης στη συμβολική ύπαρξη. Συλλογιζόμενος πάνω στη μορφή μιας
πρωτύτερης, μη-συμβολικής συνείδησης, μιλάει για κάποιες σημαντικές διακρίσεις και δυνατότητες:
εκεί όπου τώρα η εξουσία των σύγχρονων θεών κατοικεί στη γη, στο βουβάλι ή στο φύλλο χλόης, η
ύπαρξη δηλαδή και η ψυχή του καθενός γινόταν αντιληπτή ως μια και μοναδική ζωτική δύναμη, χωρίς
την ανάγκη διάκρισης μεταξύ τους με ξεχωριστά ονόματα. Κατά τον ίδιο τρόπο, η απουσία
καλλιτεχνικής έκφρασης δεν αποκλείει την κατανόηση των πραγμάτων που με τέχνη είναι καμωμένο
στο γύρω χώρο. Οι Νεάντερταλ δε ζωγράφιζαν τις σπηλιές με εικόνες ζώων. Αλλά πιθανότατα δεν είχαν
την ανάγκη να αποστάξουν τη ζωή μέσα σε αναπαραστάσεις, διότι οι πεμπτουσίες της ήταν ήδη
φανερωμένες στις αισθήσεις τους. Η θέα ενός καλπάζοντος κοπαδιού σε κίνηση ήταν αρκετή για να
τους εμπνεύσει μια αναβλύζουσα αίσθηση ομορφιάς. Δεν είχαν τύμπανα, ούτε κοκαλένια φλάουτα,
αλλά μπορούσαν να ακούσουν τους ρυθμούς του αέρα που μούγκριζε, τη γη και τα καρδιοχτύπια ο ένας
του άλλου και να «ταξιδεύουν».
Αντί να πανηγυρίσουμε τη γνωσιολογική επαφή με τον κόσμο που ο Shreeve πιστεύει ότι κάποτε
χαιρόμασταν ή ακόμη καλύτερα να ξεκινήσουμε ένα σχέδιο επανάκτησής της, η χρήση των συμβόλων
θεωρείται προφανέστατα και ευρέως ως το τυπικότερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης διάνοιας. Ο
Goethe έλεγε: «Το καθετί είναι ένα σύμβολο», καθώς; ο βιομηχανικός καπιταλισμός, ορόσημο
διαμεσολάβησης και αλλοτρίωσης, απογειωνόταν. Την ίδια περίπου περίοδο ο Kane αποφάσιζε ότι το
κλειδί για τη φιλοσοφία βρίσκεται στην απάντηση της ερώτησης: «Που εδράζεται η σχέση αυτού που
μέσα μας ονομάζουμε «αναπαράσταση» με το αντικείμενό της;» Δυστυχώς, ανακάλυψε για τη σύγχρονη
σκέψη μια ανιστόρητη και θεμελιωδώς ανεπαρκή απάντηση, δηλαδή ότι απλά δεν είμαστε φτιαγμένοι
για να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα απ’ ευθείας. Δύο αιώνες αργότερα (1981) ο Emmanuel
Levinas προσέγγισε περισσότερο την αλήθεια με το «η φιλοσοφία στη διαχρονικότητά της, είναι η
συνειδητοποίηση της διάλυσης της συνείδησης».
Ο Eli Sagan (1985) μιλώντας για λογαριασμό αμέτρητων άλλων δήλωνε ότι η ανάγκη να συμβολίζουμε
και να ζούμε σ’ ένα κόσμο συμβόλων είναι, όπως και η επιθετικότητα, μια ανθρώπινη ανάγκη τόσο
βασική που «μπορούμε να την απαρνηθούμε μονάχα με κόστος μια σοβαρή ψυχική διαταραχή». Η
ανάγκη για σύμβολα -και επιθετικότητα- δεν επικρατούσε ωστόσο πάντοτε. Αντίθετα, έχουν τις
απαρχές τους στον τορπιλισμό και τον τεμαχισμό μιας πρωτύτερης ολότητας, στη διαδικασία της
εξημέρωσης από την οποία ξεπήδησε ο πολιτισμός. Ένας πολιτισμός που αναδύθηκε ως χρόνος,
γλώσσα, τέχνη, αριθμός και αργότερα γεωργία, προφανώς οδηγούμενος από μια σταδιακά
68
επιταχυνόμενη ανάπτυξη στον καταμερισμό εργασίας που ξεκίνησε να λαμβάνει χώρα στην Ανώτερη
Παλαιολιθική Περίοδο.
Η λέξη πολιτισμός (culture) προέρχεται από το λατινικό cultura, αναφερόμενη στην καλλιέργεια της γης
δηλαδή στην εξημέρωση φυτών και ζώων όπως και των εαυτών μας. Ένα νευρικό πνεύμα αλλαγής και
ανησυχίας μας ακολουθεί εν πολλοίς από τότε, καθώς οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι τρόποι συμβολισμού
προσπαθούν να επιδιορθώσουν αυτό που δεν μπορεί να αποκατασταθεί χωρίς την απόρριψη του ίδιου
του συμβόλου και του κόσμου της αποξένωσης που δημιούργησε.
Ακολουθώντας τον Durkheim, η Lesli White (1949) έγραφε: «Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι
συμβολική συμπεριφορά* η συμβολική συμπεριφορά είναι ανθρώπινη συμπεριφορά. Το σύμβολο είναι
το σύμπαν της ανθρωπότητας». Είναι πια καιρός να δούμε τέτοιες ρήσεις ως ιδεολογία, που
υποστηρίζουν τη βασική παραποίηση που βρίσκεται στα θεμέλια μιας ουσιαστικά τα πάντα
περικλείουσας ψευδής συνείδησης. Αλλά εάν ένας πλήρως ανεπτυγμένος συμβολικός κόσμος δεν είναι
κατά τη δήλωση του Northrop Frye (1981) «ο χάρτης της ελευθερίας μας» ο ανθρωπολόγος Clifford
Geertz (1965) φτάνει κοντύτερα στην αλήθεια με το να πει ότι είμαστε γενικώς εξαρτημένοι από «την
καθοδήγηση που μας παρέχεται από συστήματα σημαντικών συμβόλων». Ακόμη πλησιέστερα
βρίσκεται ο Cohen (1974), ο οποίος παρατήρησε ότι τα σύμβολα είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη και
συντήρηση της κοινωνικής τάξης. Το σύνολο των συμβόλων αντιπροσωπεύει την κοινωνική τάξη και τη
θέση του καθενός μας μέσα σ’ αυτήν, μια διατύπωση που αφήνει την ίδια τη γένεση αυτής της ρύθμισης
χωρίς αμφισβήτηση. Πως η συμπεριφορά μας έφτασε να τυποποιηθεί από το συμβολισμό;
Ο πολιτισμός αναδύθηκε και ευδοκίμησε μέσω της κυριαρχίας επί της φύσης, η ανάπτυξη του οποίου
αποτελεί ένα μέτρο αυτής της προοδευτικής επιβολής που ξεδιπλωνόταν με τον ολοένα μεγαλύτερο
καταμερισμό της εργασίας. Ο Malinowski (1962) κατανόησε το συμβολισμό ως την ψυχή του
πολιτισμού, κατά κύριο λόγο στη μορφή της γλώσσας ως μέσου για το συντονισμό δράσης ή την
τυποποίηση τεχνικών, που επιπλέον παρέχει κανόνες για κοινωνική, ιεροτελεστική και εργασιακή
συμπεριφορά.
Είναι ακριβώς η πτώση μας από μια πλήρη και απλή ζωή που τη βιώναμε άμεσα, από μια ζωή όπου η
όποια γνώση αποκτιόταν εδώ και τώρα μέσα από τις αισθήσεις μας, η οποία αφήνει ένα κενό που ο
συμβολισμός δε θα μπορέσει ποτέ να γεφυρώσει. Αυτό είναι που πάντα σκεπάζεται κάτω από στρώματα
κάθε είδους παρηγοριών του πολιτισμού, πολιτισμικές λοξοδρομήσεις που δεν επαναφέρουν ποτέ τη
χαμένη ενότητα. Κατά βάθος, μονάχα ό,τι καταστέλλεται γίνεται αντικείμενο συμβολισμού, γιατί
μονάχα ό,τι καταστέλλεται χρειάζεται να συμβολιστεί. Το μέγεθος του συμβολισμού αποτελεί, απόδειξη
στο πόσα πολλά έχουν κατασταλεί, απωθηθεί, αλλά που είναι πιθανώς ακόμη επανακτήσιμα.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο καταμερισμός εργασίας που αναπτυσσόταν ανεπαίσθητα και αρκετά αργά για
ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ξεκίνησε να διαβρώνει την αυτονομία του ατόμου και την πρόσωπο με
πρόσωπο μορφή κοινωνικής ύπαρξης. Ο ιός που έμελλε να φτάσει σε πλήρη άνθηση ως πολιτισμός
ξεκίνησε κάπως έτσι. Από την αρχική αλλοτρίωση μέχρι τον προηγμένο πολιτισμό, η διαδρομή είναι
σημαδεμένη από ολοένα και περισσότερη ισοπέδωση του υποκειμένου, εξάρτηση,
γραφειοκρατικοποίηση, πνευματική ερήμωση και στείρα τεχνολογικοποίηση.
Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι το ερώτημα της απαρχής της συμβολικής σκέψης, της
ίδιας της βάσης του πολιτισμού, αναδεικνύεται με δριμύτητα. Για να το πούμε πιο απλά, εμφανίζεται το
ερώτημα: γιατί θα πρέπει να υπάρχει πολιτισμός; Ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η τεράστια
παλαιότητα της ανθρώπινης διάνοιας είναι πλέον αποδεδειγμένη, κυρίως από το έργο του Thomas Wyhn
(1989) για τη δυνατότητα σχεδιασμού πέτρινων εργαλείων εδώ και ένα εκατομμύριο χρόνια. Υπάρχει
ένα ολοφάνερο κενό μεταξύ της αποδεδειγμένης ανθρώπινης ικανότητας για τη δημιουργία συμβολικού
πολιτισμού και της απαρχής του, με αρκετές χιλιάδων γενεών να παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο.
Ο πολιτισμός είναι μια αρκετά πρόσφατη υπόθεση. Το αρχαιότερο δείγμα τέχνης πάνω σε βράχο, για
παράδειγμα, είναι περίπου 30.000 ετών, και η γεωργία ξεκίνησε πριν 10.000 χρόνια. Το κομμάτι που
λείπει, ανάμεσα στη μακρά περίοδο που το I.Q. ήταν αρκετό για να κάνει δυνατό το συμβολισμό και την
πραγματοποίησή του, ήταν μια μεταβολή στη σχέση μας με τη φύση. Φαίνεται εύλογο να δούμε σ’
αυτό το διάστημα σ’ ένα μάλιστα επίπεδο που πιθανόν ποτέ να μην κατανοήσουμε, μια άρνηση για
69
κυριαρχία επί της φύσης. Ενδεχομένως τότε μονάχα όταν ο αγώνας για επιβολή στη φύση ξεκίνησε,
πιθανώς ασυνείδητα, μέσω μιας αργής αύξησης του καταμερισμού εργασίας, να πήρε το πάνω χέρι ο
συμβολισμός των εμπειριών.
Παρ’ όλα αυτά, συχνά υποστηρίζεται, ότι η βία στη πρωτόγονη κοινωνία - οι ανθρωποθυσίες, ο
κανιβαλισμός, το κυνήγι κεφαλών, η δουλεία κ.λ.π. - μπορεί μονάχα να εξουδετερωθεί με το συμβολικό
πολιτισμό. Μια απλή απάντηση σ’ αυτό το στερεότυπο του πρωτόγονου ανθρώπου είναι ότι η
οργανωμένη βία δεν εξαφανίστηκε με τον πολιτισμό, αλλά στην πραγματικότητα ξεκίνησε μαζί μ’
αυτόν. Ο William J. Perry μελέτησε διάφορες φυλές του Νέου Κόσμου και παρατήρησε μια χτυπητή
διαφορά μεταξύ μιας γεωργικής ομάδας και μιας μη-εξημερωμένης ομάδας. Βρήκε τη δεύτερη «φοβερά
υποδεέστερη σε πολιτισμό, αλλά χωρίς της πρώτης τα αποκρουστικά έθιμα». Ενώ σχεδόν όλες οι
κοινωνίες που υιοθέτησαν μια εξημερωτική σχέση προς τη φύση, σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, έγιναν
υποκείμενα βίαιων πρακτικών, οι μη αγροτικές κοινωνίες δε γνώρισαν ποτέ οργανωμένη βία. Οι
ανθρωπολόγοι έχουν προ πολλού επικεντρωθεί σε ινδιάνικες φυλές των βορειοδυτικών ακτών ως μια
σπάνια εξαίρεση σ’ αυτήν την εμπειρική μέθοδο. Εάν και απαραίτητα αλιείς, σε κάποια περίοδο
έφτασαν να κατέχουν σκλάβους και εγκαθίδρυσαν μια πολύ ιεραρχική κοινωνία. Ακόμη, όμως και εδώ,
η εξημέρωση ήταν παρούσα, με τη μορφή εξημερωμένων σκύλων και καπνού ως μια ελάχιστη σοδιά.
Υποκύπτουμε στην εξαφάνιση του ατόμου-υποκειμένου και επιτρέπουμε στο πλέγμα του πολιτισμού να
μας ελέγχει και να μας λέει πώς θα ζούμε, σαν αυτό να ήταν μια φυσική εξέλιξη. Είναι οτιδήποτε άλλο
εκτός απ’ αυτό και πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι για το τι μας έδωσε πραγματικά ο πολιτισμός και το τι
μας πήρε.
Ο φιλόσοφος Richard Rorty (1979) περιέγραψε τον πολιτισμό ως το σύνολο των αξιώσεων για τη
γνώση. Στην περιοχή της συμβολικής ύπαρξης οι αισθήσεις είναι υποτιμημένες, εξαιτίας του
συστηματικού διαχωρισμού και της ατροφίας τους υπό συνθήκες πολιτισμού. Οι αισθήσεις δε
θεωρούνται ως μια γνήσια πηγή αξίωσης για την αλήθεια.
Εμείς οι άνθρωποι επιτρέπαμε κάποτε μια πλήρη και ευαίσθητη υποδοχή σε οτιδήποτε άγγιζε τις
αισθήσεις μας, αυτό που στα γερμανικά ονομάζεται umwelt ή ο κόσμος γύρω μας. Ο Heinz Werner
(1940, 1963) υποστήριξε ότι πρωταρχικά επικρατούσε μια μοναδική αίσθηση, προτού οι διαχωρισμοί
στην κοινωνία διαρρήξουν αυτήν την αισθητηριακή ενότητα. Επιβιώσαντες μη-αγροτικοί πληθυσμοί
συχνά επιδεικνύουν, στην αλληλοεπίδραση και στην αλληλοεισδοχή των αισθήσεων, μια αρκετά
μεγαλύτερη αισθησιακή επίγνωση και συμμετοχή απ’ ότι επιδεικνύουν οι εξημερωμένοι άνθρωποι (E.
Carpenter 1980).
Άφθονα τα χτυπητά παραδείγματα, όπως οι Βουσμάνοι, οι οποίοι μπορούν να δουν τέσσερις
δορυφόρους του Δία με γυμνό μάτι και μπορούν να ακούσουν ένα μονοκινητήριο ελαφρύ αεροπλάνο
εβδομήντα μίλια μακριά (Farb 1978).
Ο συμβολικός πολιτισμός εμποδίζει την ανθρώπινη επικοινωνία με το να μπλοκάρει και να καταπνίγει
κανάλια αισθαντικής επίγνωσης. Μια αυξανόμενα τεχνολογικοποιημένη ύπαρξη μας εξαναγκάζει να
απορυθμιζόμαστε από τις περισσότερες εμπειρίες απ’ αυτές που θα μπορούσαμε να βιώσουμε. Η
δήλωση του William Blake έρχεται στο μυαλό: «Εάν οι πόρτες της αντίληψης καθαρίζονταν, όλα θα
αποκαλύπτονταν στον άνθρωπο όπως είναι, άπειρα. Γιατί ο άνθρωπος έκλεισε τον εαυτό του μέσα,
μέχρι που βλέπει όλα τα πράγματα μέσω των στενών χαραμάδων του σπηλαίου του».
Ο Laurens van der Post (1958) περιέγραψε την τηλεπαθητική επικοινωνία μεταξύ των Kung στην
Αφρική, παρακινώντας το Richard Koan (1987) να χαρακτηρίσει τέτοιους τρόπους ως
«αντιπροσωπεύοντες μια εναλλακτική λύση, παρά μια εισαγωγή στο είδος του πολιτισμού μέσα στον
οποίο ζούμε».
Το 1623 ο William Drummond έγραφε: «Τι γλυκές ικανοποιήσεις απολαμβάνει η ψυχή μέσω των
αισθήσεων. Αυτές είναι οι πύλες και τα παράθυρα της γνώσης της, τα όργανα των απολαύσεών της».
Στην πραγματικότητα, το «εγώ» εάν όχι η «ψυχή», δεν υπάρχει χωρίς τις σωματικές αισθήσεις* δεν
υπάρχουν μη-αισθαντικές συνειδητές καταστάσεις ύπαρξης. Αλλά, είναι κάτι παραπάνω από προφανές
πως οι αισθήσεις μας εξημερώθηκαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα συμβολικού πολιτισμού: έγιναν ήμερες,
αποκόπηκαν η μια από την άλλη, και τακτοποιήθηκαν κατά έναν ιεραρχικό τρόπο που αποκαλύπτει
αρκετά. Η όραση, κάτω από την κυριαρχία της σύγχρονης γραμμικής προοπτικής βασιλεύει διότι είναι η
αίσθηση που δεν έχει ανάγκη την εγγύτητα, που βολεύεται στην αποστασιοποίηση. Υπήρξε το μέσο
70
μέσω του οποίου το άτομο μεταβλήθηκε σε θεατή, ο κόσμος ολόκληρος σε θέαμα και το σώμα ένα
αντικείμενο ή δείγμα. Η πρωταρχικότητα του οπτικού δεν είναι τυχαία, διότι μια υπερβολική ανύψωση
της όρασης όχι μονάχα τοποθετεί τον θεατή έξω απ’ αυτό που αυτός ή αυτή βλέπει, αλλά κάνει δυνατή
την αρχή του ελέγχου ή της κυριαρχίας σ’ ένα πρώτο επίπεδο. Ο ήχος ή το άκουσμα ως το
αποκορύφωμα των αισθήσεων θα ήταν κατά πολύ ανεπαρκέστατο για την εξημέρωση, διότι αυτό
περιβάλλει και διεισδύει τόσο στον ομιλητή όσο και στον ακροατή.
Άλλες αισθησιακές ικανότητες υποτιμούνται ακόμη περισσότερο. Η όσφρηση, η οποία χάνει τη
σπουδαιότητά της μονάχα όταν καταπνίγεται από τον πολιτισμό, ήταν κάποτε ένα ζωτικό μέσο για τη
σύνδεση με τον κόσμο. Η φιλολογία πάνω στην αντίληψη αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά την αίσθηση
της όσφρησης, έτσι ακριβώς όπως ο ρόλος της είναι σήμερα τόσο περιορισμένος μεταξύ των ανθρώπων.
Είναι, έτσι κι αλλιώς, μικρής χρησιμότητας για τους σκοπούς της κυριαρχίας* σκεπτόμενοι πως η
όσφρηση μπορεί τόσο άμεσα να προκαλέσει ακόμη και πολύ απόμακρες μνήμες, πιθανά να αποτελεί
ένα είδος αντι-εξουσιαστικής ικανότητας. Ο Lewis Thomas (1983) παρατήρησε ότι «η ενέργεια του να
μυρίζει κανείς κάτι, οτιδήποτε, είναι ακριβώς η ίδια η ενέργεια του να σκέπτεται». Και εάν δεν είναι,
πολύ πιθανά συνήθιζε να ήταν, και πρέπει να γίνει ξανά.
Εμπειρίες ή πρακτικές της αφής είναι μια ακόμη αισθαντική περιοχή που προσδοκάτε από εμάς να
εγκαταλείψουμε προς χάρη αντισταθμιστικών συμβολικών υποκατάστατων. Η αίσθηση της αφής έχει
πραγματικά υποβαθμιστεί σε μια συνθετική, κυριαρχούμενη από την εργασία, εξ αποστάσεως ύπαρξη.
Υπάρχει λίγος χρόνος για ή έμφαση πάνω σε απτή διέγερση ή επικοινωνία, εάν και τέτοιου είδους
στέρηση προκαλεί ξεκάθαρα αρνητικά αποτελέσματα. Αποχρώσεις ευαισθησίας και τρυφερότητας
χάνονται και είναι πασίγνωστο ότι βρέφη και παιδιά που σπάνια αγγίζονται, βαστάζονται ή χαϊδεύονται
παρουσιάζουν προβλήματα ανάπτυξης και είναι συχνά συναισθηματικά υπανάπτυκτα.
Το άγγιγμα εξ ορισμού περιέχει την αίσθηση* το να σε «αγγίξει» κάτι σημαίνει να νιώσεις
συναισθηματικά παρακινημένος, μια υπόμνηση της προηγούμενης ισχύς της αίσθησης της αφής όπως
στην έκφραση «κράτα επαφή». Η ελαχιστοποίηση αυτής της κατηγορίας αισθαντικότητας, ανάμεσα στις
υπόλοιπες είχε τρομαχτικές συνέπειες. Η αναγέννησή της σ’ έναν επαναευαισθητοποιημένο,
επανενωμένο κόσμο, θα προκαλέσει μια ανάλογα τρομαχτική βελτίωση στη ζωή. Όπως ο Tommy
κραυγάζει, στη ροκ όπερα των Who με το ίδιο όνομα, «κοίταξέ με, νιώσε με, άγγιξέ με, γιάτρεψέ με».
Όπως με τα ζώα, τα φυτά, τη γη και τα ποτάμια, έτσι και τα ανθρώπινα αισθήματα, οι αισθήσεις
απομονώθηκαν και υποτάχθηκαν. Η σκέψη του Αριστοτέλη για ένα «κατάλληλο» σχέδιο για το σύμπαν
υπαγόρευε ότι «κάθε αίσθηση έχει την κατάλληλή της σφαίρα».
Ο Freud, ο Marcuse και άλλοι είδαν ότι ο πολιτισμός απαιτεί την εξάχνωση ή την καταπίεση των
απολαύσεων των αισθήσεων της αμεσότητας έτσι ώστε το άτομο να μπορέσει να μετατραπεί σ’ ένα
εργαλείο για εργασία. Ο κοινωνικός έλεγχος, μέσω του δικτύου των συμβόλων, αρκετά σκόπιμα
αποδυναμώνει το κορμί. Ένας αλλοτριωτικός αντικόσμος, οδηγούμενος σε μεγαλύτερη αποξένωση από
έναν συνεχώς μεγαλύτερο καταμερισμό στην εργασία, υποβαθμίζει τις σωματικές αισθήσεις και
θεμελιωδώς αποσπά τον άνθρωπο από τους βασικούς ρυθμούς της ζωής του.
Το οριστικό σχίσμα μεταξύ πνεύματος και σώματος, που έχει αποδοθεί στις διατυπώσεις του Descartes
το 17ο αιώνα είναι το ορόσημο της σύγχρονης κοινωνίας. Αυτό που ονομάστηκε ως η μεγάλη «ανησυχία
του Καρτέσιου» όσον αφορά στο φάσμα του διανοητικού και ηθικού χάους, επιλύθηκε με το να
καταπιεστεί η αισθαντική και παθιασμένη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Για άλλη μια φορά
βλέπουμε την εξημερωτική ορμή, που βρίσκεται στη βάση του πολιτισμού, το φόβο του να μην είναι
κάτι υπό έλεγχο, να επιτίθεται με μανία στις αισθήσεις. Από εδώ και στο εξής η επιστήμη και η
τεχνολογία έχουν τη θεωρητική άδεια να προχωρήσουν χωρίς όρια, με την αισθαντική γνώση να έχει
αποτελεσματικά ξεριζωθεί όσον αφορά στην αξίωση για την αλήθεια ή την κατανόηση.
Βλέποντας τι απέφερε αυτή η συμφωνία, μια βαθιά ριζωμένη αντίδραση χαράζει ενάντια στην τεράστια
συμβολική επιχείρηση που μας λυγίζει και εισβάλει σε κάθε κομμάτι μας. «Εάν δε «συνέρθουμε /
έρθουμε στις αισθήσεις μας» σύντομα», όπως ο David Howes (1991) έκρινε «θα έχουμε χάσει για πάντα
την ευκαιρία της οικοδόμησης μιας γεμάτης νόημα εναλλακτικής λύσης στην ψευδο-ύπαρξη που
εκλαμβάνεται ως ζωή στο σύγχρονο «πολιτισμό του θεάματος». Η αποστολή της κριτικής μπορεί να
είναι, κυρίως να μας βοηθήσει να δούμε τι χρειαζόμαστε για να φτάσουμε σε μια κατάσταση στην οποία
θα είμαστε πραγματικά παρόντες ο ένας στον άλλο, αλλά και στον ίδιο τον κόσμο.
71
Ο πρώτος διαχωρισμός φαίνεται να ήταν η αίσθηση του χρόνου η οποία φέρνει μια απώλεια της
αίσθησης του να είμαστε παρόντες στον εαυτό μας. Η ανάπτυξη αυτής της αίσθησης είναι σχεδόν
αδιαχώριστη από την ίδια την αποξένωση εάν όπως το θέτει ο Levi-Strauss, «το χαρακτηριστικό
γνώρισμα του μυαλού των αγρίων είναι η αχρονικότητα», η ζωή στο εδώ και τώρα χάνεται μέσω της
διαμεσολάβησης των πολιτιστικών επεμβάσεων. Η αίσθηση του παρόντος αναβάλλεται από το
συμβολικό, και αυτή η άρνηση της στιγμής είναι η γέννηση του χρόνου. Είμαστε καταραμένοι απ’ αυτό
που ο Eliade αποκάλεσε «ο τρόμος της ιστορίας» καθώς οι αναπαραστάσεις αντιτίθενται
αποτελεσματικά στην άμεση διαισθαντική εμπειρία.
Ο Μύθος της Αιώνιας Επιστροφής του Mircea Eliade (1954) τονίζει το φόβο που όλες οι πρωτόγονες
κοινωνίες είχαν για την ιστορία, το πέρασμα του χρόνου. Από την άλλη μεριά, φωνές του πολιτισμού
προσπάθησαν να πανηγυρίσουν τη βύθισή μας σ’ αυτό το κατά βάση πολιτισμικό κατασκεύασμα. Ο
Leroi-Gourhan (1964), για παράδειγμα, είδε στον προσανατολισμό στο χρόνο «πιθανόν την τελειότερη
ανθρώπινη ενέργεια». Οι αντιλήψεις μας έχουν τόσο πολύ κυριαρχηθεί και κορεστεί από το χρόνο που
μας είναι δύσκολο να φανταστούμε τη γενική απουσία του χρόνου: για τους ίδιους λόγους που μας είναι
τόσο δύσκολο να δούμε σ’ αυτό το σημείο, μια μη-αποξενωμένη, μη-συμβολική, μη διαχωρισμένη
κοινωνική ύπαρξη.
Η ιστορία, σύμφωνα με τους Peterson και Goodall (1993), είναι σημαδεμένη από μια αμνησία για την
καταγωγή μας. Το προκλητικό τους έργο Τα οράματα του Caliban τονίζει ότι η μεγάλη μας λήθη θα
μπορούσε κάλλιστα να είχε ξεκινήσει με τη γλώσσα, το μηχανισμό από τον οποίο προήλθε ο
συμβολικός κόσμος. Η συγκριτική γλωσσολόγος Mary LeCron Foster (1978, 1980) πιστεύει ότι η
γλώσσα έχει ηλικία πιθανόν μικρότερη των 50.000 χρόνων και ότι αναδύθηκε ταυτόχρονα με τις πρώτες
ωθήσεις στην κατεύθυνση της τέχνης, των τελετών και της κοινωνικής διαφοροποίησης. Ο λεκτικός
συμβολισμός είναι το πρωταρχικό μέσο εγκαθίδρυσης, ορισμού και συντήρησης του συμβολικού
κόσμου και της δομής της ίδιας μας της σκέψης.
Η γλώσσα μεταμορφώνει το νόημα και την επικοινωνία αλλά δεν είναι συνώνυμη μ’ αυτά. Η σκέψη,
όπως συνειδητοποίησε ο Vendler (1967), είναι κατά βάση ανεξάρτητη της γλώσσας. Μελέτες ασθενών
και άλλων που παρουσιάζουν παντελή έλλειψη στοιχείων προφορικού λόγου και γλώσσας δείχνουν ότι
η νοημοσύνη παραμένει ισχυρή παρ’ όλη την έλλειψη αυτών των στοιχείων (Lecours and Joanette 1980,
Donald 1991). Η άποψη ότι η γλώσσα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη είναι παρομοίως
αμφισβητήσιμη, καθώς επίσημα πειράματα με παιδιά και ενήλικους δεν το έχουν αποδείξει (G. Cohen
1977). Η γλώσσα ξεκάθαρα δεν αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη σκέψη (βλ. Kertesz 1988,
Jansons 1988).
Η λεκτική επικοινωνία είναι μέρος της μετακίνησης μακριά από μια πρόσωπο με πρόσωπο
πραγματικότητα, κάνοντας δυνατό το φυσικό διαχωρισμό. Η λέξη στέκεται πάντα ανάμεσα σε
ανθρώπους που επιθυμούν να συνδεθούν πραγματικά ο ένας με τον άλλο, διευκολύνοντας τον ξεπεσμό
αυτού που δεν υπάρχει καμία ανάγκη να μιληθεί με το να ειπωθεί. Το ότι έχουμε ξεπέσει από μια μη-
λεκτική κατάσταση ύπαρξης ξεκινά να φαίνεται ως μια σοβαρή άποψη. Αυτή η αίσθηση ενδεχομένως
να κρύβεται πίσω από την άποψη του George W. Morgan (1968) ότι «τίποτα πραγματικά, δεν αποτελεί
μεγαλύτερο αντικείμενο υποτίμησης και υποψίας στον απογοητευτικό κόσμο μας απ’ ότι η λέξη».
Η επικοινωνία έξω από τον πολιτισμό περιλαμβάνει όλες τις αισθήσεις, μια συνθήκη συνδεδεμένη με τα
χαρακτηριστικότερα στοιχεία των τροφοσυλλεκτών - κυνηγών, αυτά της ανοικτότητας και του
μοιράσματος. Η λεκτική επικοινωνία μας έσπρωξε σε μια κοινωνία διαχωρισμένων και ατροφικών
αισθήσεων. Θεωρούμε μάλιστα αυτή την αισθητηριακή υποβάθμιση ως δεδομένη σα να υπήρξε μια
φυσική κατάσταση, έτσι ακριβώς όπως θεωρούμε δεδομένη την ικανότητα λεκτικής επικοινωνίας.
Ο πολιτισμός και η τεχνολογία υπάρχουν χάρη στη γλώσσα. Αρκετοί είδαν με τη σειρά τους στον
ανθρώπινο λόγο ένα μέσο συντονισμού της εργασίας κάτι που σημαίνει, ένα απαραίτητο κομμάτι της
τεχνικής της παραγωγής. Η γλώσσα είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση των κανόνων της εργασίας και
της ανταλλαγής, που συνοδεύουν τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εξειδικεύσεις μάλιστα και οι
τυποποιήσεις της εν τη γενέσει τότε οικονομίας παραλληλίζονται μ’ αυτές της γλώσσας. Τώρα με οδηγό
το συμβολισμό, ένα νέο είδος σκέψης καταλαμβάνει τα πάντα, το οποίο πραγματώνει τον εαυτό του
μέσα στον πολιτισμό και την τεχνολογία. η αλληλοεξάρτηση της γλώσσας και της επιστήμης είναι
τουλάχιστον τόσο προφανής όσο αυτής της γλώσσας και του πολιτισμού, και έχει ως αποτέλεσμα μια
72
επιταχυνόμενη κυριαρχία επί του φυσικού κόσμου παρόμοια με τον έλεγχο που εισήχθηκε στο κάποτε
αυτόνομο και αισθαντικό άτομο.
Ο *Noam Chomsky*, από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς σε θέματα γλώσσας, κάνει ένα σοβαρό και
αντιδραστικό λάθος με το να εμφανίζει τη γλώσσα ως μια «φυσική» πλευρά «της ίδιας της ανθρώπινης
φύσης», έμφυτη και ανεξάρτητη του πολιτισμού (1966, 1992). Η καρτεσιανή θεώρησή του βλέπει το
μυαλό ως μια αφαιρετική μηχανή που προορίζεται απλά να τα βγάζει πέρα με σειρές συμβόλων και να
τις χειρίζεται. Ιδέες όπως απαρχές ή αποξένωση δεν έχουν θέση σ’ αυτό το άγονο τεχνικό σχήμα. Ο
Lieberman (1975) κάνει μια ακριβέστερη και ουσιωδέστερη διόρθωση: «Η ανθρώπινη γλώσσα θα
μπορούσε να είχε εξελιχθεί μονάχα σε συνάρτηση με τη συνολική ανθρώπινη κατάσταση».
Η πρωταρχική έννοια της λέξης ορίζω είναι, από τα λατινικά, περιορίζω ή φέρνω κάτι στο τέλος του. Η
γλώσσα φαίνεται συχνά να «κλείνει» μια εμπειρία, όχι να μας βοηθάει να είμαστε ανοιχτοί σ’ αυτήν.
Όταν ονειρευόμαστε αυτό που συμβαίνει δεν εκφράζεται με λόγια, έτσι ακριβώς όπως και οι
ερωτευμένοι επικοινωνούν περισσότερο έντονα χωρίς τις λέξεις. Τι προήγαγε η γλώσσα που
πραγματικά προήγαγε και το ανθρώπινο πνεύμα; Το 1976, ο von Glaserfield αναρωτήθηκε, «κατά πόσο,
σε κάποια στιγμή στο μέλλον, θα συνεχίζει να φαίνεται τόσο προφανές ότι η γλώσσα βελτίωσε την
επιβίωση της ζωής πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη».
Ο αριθμητικός συμβολισμός είναι επίσης θεμελιακής σημασίας στην εξέλιξη ενός πολιτισμένου κόσμου.
Σε αρκετές πρωτόγονες κοινωνίες θεωρούνταν και συνεχίζει να θεωρείται ατυχές να μετράς έμβια όντα,
μια στάση που φανερώνει αντίσταση στην υποβάθμιση της φύσης σε αντικείμενο και που συνδέεται με
τη διαδεδομένη πρωτόγονη αντίληψη ότι το να ονοματίζεις κάποιον είναι να εξασφαλίζεις εξουσία πάνω
σ’ αυτόν. Η αρίθμηση όπως και η ονοματοδοσία, είναι μέρος της διαδικασίας εξημέρωσης που υπέστη ο
άνθρωπος. Ο καταμερισμός της εργασίας προσφέρεται για μετρήσιμα μεγέθη σ’ αντίθεση μ’ αυτό που
είναι ολιστικό, μοναδικό, όχι κατακερματισμένο. Το νούμερο είναι επίσης απαραίτητο για την
αφαιρετικότητα που είναι εγγενής στην ανταλλαγή εμπορευμάτων και είναι προαπαιτούμενο για την
απογείωση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η παρόρμηση για καταμέτρηση εμπεριέχει ένα
παραμορφωμένο είδος γνώσης που επιζητά τον έλεγχο επί του αντικειμένου της και όχι την κατανόησή
του.
Η άποψη ότι «ο μόνος τρόπος με τον οποίο πραγματικά κατανοούμε τα πράγματα είναι μέσω της
τέχνης» είναι αρκετά διαδεδομένη. Μια άποψη όμως η οποία υπογραμμίζει την εξάρτησή μας από τα
σύμβολα και τις κάθε είδους αναπαραστάσεις. «Το γεγονός ότι αρχικά όλη η τέχνη ήταν ιερή» (Eliade,
1985), δηλαδή ανήκουσα σε μια ξέχωρη σφαίρα, μας μαρτυρεί πολλά για την πρωταρχική της θέση ή
λειτουργία. Η τέχνη είναι αναμεταξύ των προγενέστερων μορφών ιδεολογικής και ιεροτελεστικής
εκφραστικότητας, συνεξελισσόμενη με θρησκευτικά έθιμα προορισμένα να κρατήσουν ενωμένη μια
κοινοβιακή ζωή που άρχιζε να κατακερματίζεται. Υπήρξε ένα σημείο κλειδί διευκόλυνσης της
κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής διαφοροποίησης (Dickson 1990), πιθανόν μέσω της
ενστάλλαξης πληροφοριών στο άτομο για τη μαρτυρία της ιδιότητάς του ως μέλους μιας ομάδας, της
κοινωνικής του θέσης και της σειράς του (Lumsden και Wilson 1983). Πριν απ’ αυτήν την περίοδο,
κάπου κατά την Ανώτερη Περίοδο της Παλαιολιθικής, οι μηχανισμοί για την κοινωνική συνοχή ήταν
άχρηστοι* ο καταμερισμός εργασίας, οι διακριτοί ρόλοι και οι εδαφικές αξιώσεις φαίνεται να ήταν εν
πολλοίς ανύπαρκτοι. Καθώς εντάσεις και αγωνίες ξεκίνησαν να αναδύονται στην κοινωνική ζωή, η
τέχνη και το υπόλοιπο του πολιτισμού αναπτύχθηκε με αυτές σε απάντηση της ενοχλητικής παρουσίας
τους.
Η τέχνη, όπως και η θρησκεία, ξεκίνησαν απ’ αυτό το πρωταρχικό αίσθημα ανησυχίας, χωρίς αμφιβολία
λεπτό αλλά όλο και περισσότερο ενοχλητικό στο ξεκίνημά του και στο βαθμιαίο εκ μέρους του
σφετερισμού των πάντων. Το 1900 ο Him έγραψε για μια πρωτύτερη δυσαρέσκεια η οποία υποκίνησε
την καλλιτεχνική αναζήτηση για μια «πληρέστερη και βαθύτερη έκφραση» ως «αποζημίωση για νέες
ανεπάρκειες της ζωής». Οι πολιτισμικές λύσεις, ωστόσο, δεν κάνουν λόγο για τα βαθύτερα
ξεχαρβαλώματα που οι πολιτισμικές «λύσεις» είναι οι ίδιες μέρος τους. Αντιστρόφως, καθώς
σχολιαστές τόσο ποικίλοι όσο ο Henry Miller και ο Theodor Adomo έχουν καταλήξει, δε θα υπάρχει
καμία ανάγκη για τέχνη σ’ έναν μη-αποξενωμένο κόσμο. Αυτό που η τέχνη πάλεψε ανεπιτυχώς να
αιχμαλωτίσει και να εκφράσει θα αποτελεί ξανά μια πραγματικότητα.
73
Η τέχνη αποτελεί μια γλώσσα και έτσι, προφανώς, έχει να κάνει με τις ιεροτελεστίες, που είναι μεταξύ
των παλαιότερων πολιτισμικών και συμβολικών θεσμών. Η Julia Kristeva (1989) έκανε λόγο για «τη
στενή σχέση γραμματικής και τελετουργικών» και οι μελέτες του Frits Staal για τις ιεροτελεστίες των
Vedic του έδειξαν ότι η σύνταξη μπορεί να εξηγήσει πλήρως τη μορφή και το νόημα των ιεροτελεστιών.
Καθώς παρατήρησε ο Chris Knight (1996) ο λόγος και οι τελετές αποτελούν «αλληλοεξαρτώμενες
πλευρές του ενός και του ίδιου συμβολικού χώρου».
Απαραίτητες για την είσοδο του πολιτισμικού στις ανθρώπινες σχέσεις, οι τελετές δεν αποτελούν μόνο
ένα μέσο ευθυγράμμισης και επιβολής συναισθημάτων* αποτελούν επίσης μια τυποποίηση που είναι
στενά συνδεδεμένη με τις ιεραρχίες και την επίσημη κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους. Όλες οι
γνωστές κοινωνίες που οργανώνονταν με βάση τις φυλές και όλοι οι αρχικοί πολιτισμοί είχαν
ιεραρχικούς οργανισμούς κατασκευασμένους πάνω ή συνδεδεμένους με μια ιεροτελεστική δομή και ένα
ανάλογο σύστημα ιδεών.
Παραδείγματα της σύνδεσης μεταξύ τελετών και ανισότητας, αναπτυσσόμενης νωρίτερα ακόμη και της
γεωργίας, είναι πάμπολλα (Gans 1985, Conkey 1984). Οι ιεροτελεστίες λειτουργούν ως μια βαλβίδα
ασφαλείας για την εκτόνωση των εντάσεων που τροφοδοτούνται από τους αναδυόμενους διαχωρισμούς
στην κοινωνία και δουλεύουν στην κατεύθυνση της δημιουργίας και της συντήρησης της κοινωνικής
συνοχής. Παλιότερα ακόμη δεν υπήρχε η ανάγκη για την ύπαρξη μηχανισμών που να ενοποιούν αυτό
που ήταν σ’ ένα πλαίσιο απουσίας καταμερισμού εργασίας, ακόμη ολόκληρο και μη
διαστρωματοποιημένο.
Έχει επίσης συχνά λεχθεί ότι η λειτουργία του συμβόλου είναι να αποκαλύπτει τις δομές της
πραγματικότητας που είναι απρόσιτες στην εμπειρική παρατήρηση. Περισσότερο σωστός, σε όρους των
διαδικασιών της κουλτούρας και του πολιτισμού, είναι ο ισχυρισμός του Abner Cohen (1981, 1993) ότι
ο συμβολισμός και η ιεροτελεστική μεταμφίεση μυστικοποιούν και ιεροποιούν δυσάρεστα καθήκοντα
και ρόλους και επομένως τους κάνουν να φαίνονται περισσότερο επιθυμητοί. Ή, όπως το έθεσε ο David
Parkin (1992), το υποχρεωτικό της φύσης των τελετών μετριάζει τη φυσική αυτονομία των ατόμων με
το να τους θέτει στην υπηρεσία της εξουσίας.
Δήθεν εναντιώμενος στην αποξένωση, ο αντικόσμος των δημόσιων τελετών παρατάσσεται ενάντια στο
ρεύμα της ιστορικής κατεύθυνσης. Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί μια ψευδαίσθηση, αφού οι τελετές
διευκολύνουν την εγκαθίδρυση μιας πολιτισμικής τάξης, το ουσιαστικότερο στοιχείο μιας
αλλοτριωμένης θεωρίας και πρακτικής. Οι τελεστικές εξουσιαστικές δομές παίζουν ένα σημαντικό ρόλο
στην οργάνωση της παραγωγής (καταμερισμός εργασίας) και ενεργά επεκτείνουν τον ερχομό της
εξημέρωσης. Οι συμβολικές κατηγορίες φτιάχνονται για να ελέγξουν το άγριο και το άγνωστο*
επομένως η κυριαρχία επί των γυναικών προχωρά, μια εξέλιξη που φτάνει στην πλήρη πραγματοποίησή
της με τη γεωργία, όταν οι γυναίκες γίνονται ουσιαστικά υποζύγια και/ή σεξουαλικά αντικείμενα.
Μέρος αυτής της θεμελιώδους στροφής είναι και η κίνηση προς τον αποκλειστικό βιότοπο, την
περιφρουρημένη δηλαδή χρήση μιας περιοχής και επιπλέον τον πόλεμο. Ο Johnson και η Earle (1987)
συζήτησαν την αντιστοιχία ανάμεσα σ’ αυτήν την κίνηση και την αυξανόμενη σημασία των τελετών.
Σύμφωνα με τον James Shreeve (1995), «στην εθνογραφική έρευνα, οπουδήποτε συναντάς ανισότητα,
αυτή δικαιολογείται με την επίκληση του ιερού». Σε ανάλογο επίπεδο, όλος ο συμβολισμός, λέει ο
Eliade (1985), ήταν αρχικά θρησκευτικός συμβολισμός. Η κοινωνική ανισότητα φαίνεται να
συνοδεύεται από την υποδούλωση στη μη-ανθρώπινη σφαίρα. Ο M. Reinoich (απόσπασμα του οποίου
αναφέρεται στον Radin, 1927) έλεγε ότι «χάρη στη μαγεία ο άνθρωπος περνά στην επίθεση ενάντια
στον υπαρκτό κόσμο». Ο Cassirer (1955) το εξέφρασε μ’ αυτόν τον τρόπο: «Η φύση δεν αποδίδει τίποτα
χωρίς τελετές».
Μέσα από την ιεροτελεστική δραστηριότητα ξεπήδησε ο σαμάνος, ο οποίος δεν ήταν μονάχα ο πρώτος
ειδικός εξαιτίας του ρόλου του/της σ’ αυτόν τον τομέα, αλλά και ο πρώτος σε γενικές γραμμές
επαγγελματίας του πολιτισμού. Η αρχαιότερη τέχνη πραγματοποιήθηκε από σαμάνους, καθώς αυτοί
ανέλαβαν ιδεολογική ηγεσία και διαμόρφωναν το περιεχόμενο των τελετών.
Αυτός ο πρώτος ειδικός καθόριζε τα συλλογικά αισθήματα, και καθώς η ισχύς του σαμάνου αυξανόταν
υπήρξε μια αντίστοιχη μείωση στη φυσική ζωτικότητα της υπόλοιπης ομάδας (Lommel 1967). Η
74
κεντρική εξουσία, και πολύ πιθανόν η ίδια η θρησκεία, αναπτύχθηκε από την ανυψωμένη θέση του
σαμάνου. Το φάσμα της κοινωνικής πολυπλοκότητας προσωποποιήθηκε σ’ αυτό το άτομο το οποίο
έδραξε συμβολική εξουσία. Κάθε μεγάλος άνδρας ή αρχηγός εξελίχθηκε από την πρωτοκαθεδρία αυτής
της φιγούρας στη ζωή της ομάδας.
Η θρησκεία, όπως και η τέχνη, συνεισέφερε σε μια κοινή συμβολική γραμματική η οποία ήταν αναγκαία
από τη νέα κοινωνική τάξη και τις ρωγμές και αγωνίες που προκάλεσε.
Η λέξη θρησκεία (religion) βασίζεται στο λατινικό religare που σημαίνει δένω ή δεσμεύω και σε μια
ελληνική ρηματική ρίζα που δηλώνει προσεχτικότητα στην παρακολούθηση τελετών, πίστη σε κανόνες.
Η κοινωνική ενοποίηση, απαιτούμενη για πρώτη φορά, είναι έκδηλη ως ώθηση στη θρησκεία. Είναι η
απάντηση σε ανασφάλειες και εντάσεις, η οποία υπόσχεται ξεπέρασμα και υπέρβαση της κρίσης,
διαμέσου του συμβολισμού. Η θρησκεία δε βρίσκει καμία βάση για την ύπαρξη της νωρίτερα της
λαθεμένης στροφής που έγινε στην κατεύθυνση της κουλτούρας και του πολιτισμού (εξημέρωσης). Ο
αμερικάνος φιλόσοφος George Santayana το συνόψισε αρκετά καλά με το «ένας άλλος κόσμος για να
ζήσεις μέσα του, αυτό είναι που εννοούμε με τη θρησκεία».
Από την Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου έχουμε καταλάβει ότι η ανθρώπινη εξέλιξη επιταχύνθηκε
σε μεγάλο βαθμό πολιτισμικά σε μια περίοδο ασήμαντων αλλαγών στην ίδια τη φυσιολογία του.
Επομένως, η συμβολική ύπαρξη δεν εξαρτήθηκε από την αναμονή για τα σωστά δώρα για να μπορέσει
να εξελιχθεί. Μπορούμε τώρα να δούμε, με τον Clive Gamble (1994), ότι η πρόθεση στην ανθρώπινη
δράση δεν έφτασε με την εξημέρωση / γεωργία / θρησκεία».
Οι ιθαγενείς κάτοικοι της αφρικανικής ερήμου Καλαχάρι, όπως μελετήθηκαν από τον Laurens van der
Post (1967), έζησαν «σε μια κατάσταση απόλυτης εμπιστοσύνης, εξάρτησης και αλληλεξάρτησης με τη
φύση», η οποία ήταν «πολύ περισσότερο ευγενική σ’ αυτούς απ’ ότι υπήρξε ο οποιοσδήποτε
πολιτισμός». Οι εξισωτικές σχέσεις και το μοίρασμα ήταν οι κυριότερες χαρακτηριστικές αξίες της ζωής
των κυνηγών - τροφοσυλλεκτών (G. Isaac 1976, Ingold 1987, 1988, Erdal και Whiten 1992 κ.λ.π.) η
οποία περισσότερο ακριβέστερα αποκαλείται τροφοσυλλεκτική - κυνηγετική ζωή ή ο «ψάχνω για την
τροφή μου» τρόπος ζωής. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της διατροφής
αποτελούνταν από φυτικό υλικό και δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για το κυνήγι πρωτύτερα
του Ανώτερου Τμήματος της Παλαιολιθικής Περιόδου (Binford 1984, 1985).
Μια εποικοδομητική ματιά σε σύγχρονες πρωτόγονες κοινωνίες είναι η εργασία του Colin Turnball
(1961, 1965) στους Πυγμαίους του δάσους Ituri και στους γείτονές τους Bantu. Οι Πυγμαίοι ψάχνουν
για την τροφή τους, ζώντας χωρίς θρησκεία ή πολιτισμό. Στους γεωργούς Bantu φαίνονται ως ανήθικοι
και αδαείς, αλλά χαίρονται πολύ μεγαλύτερη ατομικότητα και ελευθερία. Προς δυσφορία των Bantu, οι
Πυγμαίοι χλευάζουν με ασέβεια τις επίσημες τελετές των τελευταίων καθώς και την αίσθησή τους για
την αμαρτία. Απορρίπτοντας την εδαφικότητα και με πολύ λιγότερα ιδιωτικά υπάρχοντα,
«μετακινούνται ελεύθερα σ’ έναν χωρίς σύστημα, χωρίς διαγράμματα και χωρίς σύνορα κοινωνικό
κόσμο» σύμφωνα με την Mary Douglas (1973).
Η τεράστια περίοδος πριν τον ερχομό της συμβολικής ύπαρξης είναι μια άφταστα προεξέχουσα
πραγματικότητα και ένα ερωτηματικό για κάποιους. Σχολιάζοντας πάνω σ’ αυτήν «την περίοδο που
καλύπτει χρονικά περισσότερο από ένα εκατομμύριο χρόνια», ο Tim Ingold (1993) την αποκάλεσε «ένα
από τα πιο προφανή αινίγματα που γνώρισε η αρχαιολογική επιστήμη». Αλλά η μακροβιότητα αυτής
της σταθερής, χωρίς πολιτισμό εποχής έχει μια απλή εξήγηση: όπως την υποψιάστηκε ο F. Goodman
(1988), «υπήρξε μια τόσο αρμονική ζωή και μια τόσο επιτυχημένη προσαρμογή που δεν άλλαξε σε
υλικούς όρους για αρκετές χιλιάδες χρόνια».
Ο πολιτισμός θριάμβευσε τελικά με την εξημέρωση. Το εύρος της ζωής έγινε στενότερο, περισσότερο
ειδικευμένο. Η ζωή βιαίως αποχωρίστηκε από την παλαιότερη γοητεία της και την αυθόρμητη
ελευθερία. Η επίθεση του συμβολισμού πάνω στο φυσικό είχε επίσης και άμεσα αποτελέσματα στο
εξωτερικό περιβάλλον. Παλιές βραχογραφίες, που βρέθηκαν 125 μίλια από την κοντινότερη
καταγεγραμμένη λεπτή ροή νερού στη Σαχάρα, δείχνουν ανθρώπους να κολυμπάνε. Οι ελέφαντες ήταν
κάτι σύνηθες ακόμη σε μερικές παραλιακές ζώνες της Μεσογείου το 500π.Χ. έγραφε ο Ηρόδοτος. Ο
ιστορικός Clive Ponting (1992) έδειξε ότι κάθε πολιτισμός ελάττωσε την υγεία του φυσικού του
περιβάλλοντος.
75
Και η καλλιέργεια βεβαίως δεν πρόσφερε μιας υψηλότερης ποιότητας ή περισσότερο αξιόπιστη τροφική
βάση (M.N. Cohen 1989, Walker και Shipman 1996), ενώ από την άλλη μεριά εισήγαγε αρρώστιες
όλων των ειδών, σχεδόν παντελώς άγνωστες έξω από τον πολιτισμό (Burkett 1978, Freund 1982) και
σεξουαλική ανισότητα (M. Ehvenberg 1989, A. Getty 1996). Το βιβλίο των Hopi του Frank Water μας
δίνει μια έξοχη εικόνα του ανεξέλεγκτου καταμερισμού εργασίας και της φτώχειας του συμβολικού:
«Όλο και περισσότερο εμπορεύονταν για πράγματα που δε χρειαζόταν και όσο περισσότερα πράγματα
έπαιρναν, τόσο περισσότερα ήθελαν. Αυτό ήταν πολύ σοβαρό. Γιατί δε συνειδητοποιούσαν ότι
απομακρύνονταν από την καλή ζωή που τους είχε δοθεί».
Ένα σχετικό κεφάλαιο από το Ο χρόνος πριν την ιστορία του Colin Tudge φέρει ένα τίτλο που δηλώνει
τα μέγιστα, Το τέλος της Εδέμ: Γεωργία. Περισσότερα από μια βαθύτερη επιστημολογική διάκριση
αποκαλύπτονται σ’ αυτήν την αντίθεση από τον Ingold (1993): «Εν συντομία, ενώ για τους γεωργούς
και τους κτηνοτρόφους το εργαλείο είναι ένα όργανο ελέγχου, για τους κυνηγούς και τους
τροφοσυλλέκτες θα θεωρούνταν καλύτερα ως ένα όργανο αποκάλυψης». Και ο Horkheimer (1972)
αναφέρει όσον αφορά στο ψυχικό κόστος της εξημέρωσης / κυριαρχίας της φύσης: «Η καταστροφή του
εσωτερικού κόσμου είναι το τίμημα που ο άνθρωπος πρέπει να πληρώσει για το μη σεβασμό του για
κάθε άλλο είδος ζωής εκτός απ’ τη δική του». Η βία που κατευθύνεται προς τον εξωτερικό κόσμο
επιβάλλεται ταυτόχρονα και σε πνευματικό επίπεδο και ο έξω κόσμος μεταμορφώνεται, υποτιμάται,
τόσο σταθερά όσο και το πεδίο των ιδεών υπόκειται σε θεμελιώδη επαναπροσδιορισμό. Η φύση δεν
όρισε τον πολιτισμό* το ακριβώς αντίθετο συνέβη.
Σήμερα είναι της μόδας, εάν όχι υποχρεωτικό, να υποστηρίζεται ότι ο πολιτισμός υπήρχε ανέκαθεν και
θα συνεχίσει να υπάρχει για πάντα. Ακόμη και εάν είναι ευαπόδεικτες οι θέσεις ότι υπήρξε μια
εξαιρετικά μακρά ανθρώπινη περίοδος μη κυριαρχούμενη από τους κάθε είδους συμβολισμούς, πιθανόν
μάλιστα εκατό φορές τόσο μακρά όσο αυτή του πολιτισμού και ότι ο πολιτισμός κέρδιζε μόνο σε βάρος
της φύσης, κανείς συνεχίζει να πιστεύει από εκατό μεριές ότι το συμβολικό - όπως και η αλλοτρίωση -
είναι αιώνια. Με τον τρόπο αυτό ερωτήματα για τις απαρχές μας και τον προορισμό μας ως είδος
γίνονται μάταια.
Αλλά τα όρια της κυρίαρχης λογικής και το κόστος του πολιτισμού μας είναι εντελώς ορατά για να
αποδεχτούμε αυτού του είδους την υπεκφυγή. Από την άνοδο των συμβόλων οι άνθρωποι έχουν
προσπαθήσει διαμέσου της συμμετοχής στον πολιτισμό να επανακτήσουν τη χαμένη τους
αυθεντικότητα. Η συνεχής ώθηση ή αναζήτηση για το ανώτερο μαρτυρεί ότι η ηγεμονία του κενού
είναι μια πολιτισμική σταθερά. Καθώς ο Thomas Mc Farland παρατήρησε (1987), «ο πολιτισμός γίνεται
κυρίως μάρτυρας της απουσίας νοήματος και όχι της παρουσίας του.
Η μαζική, χωρίς να προσδίδει ικανοποίηση, κατανάλωση, στα πλαίσια των υπαγορεύσεων της
παραγωγής και του κοινωνικού ελέγχου, βασιλεύει ως η κύρια καθημερινή παρηγοριά για την απουσία
νοήματος, και ο πολιτισμός είναι σίγουρα ο ίδιος μια πρωταρχικά καταναλωτική επιλογή. Στη βάση του
είναι ο καταμερισμός εργασίας που ορίζει τη λαθεμένη και αχρηστευτική μας συμβολική ολότητα. «Η
αύξηση στην εξειδίκευση?», έγραψε ο Peter Lomaw (1996), «υπονομεύει την αυτοπεποίθησή μας στη
φυσιολογική μας ικανότητα να ζήσουμε».
Είμαστε εγκλωβισμένοι στην πολιτισμένη λογική της αντικειμενοποίησης και στην
αντικειμενοποιητική λογική του πολιτισμού, με τέτοιο τρόπο ώστε αυτοί που συμβουλεύουν για νέα
τυπικά ή για άλλες αντιπροσωπευτικές μορφές ως ένα δρόμο για μια ξανα-εμπλουτισμένη ύπαρξη να
χάνουν παντελώς το νόημα. Περισσότερες δόσεις από αυτό που αποτυγχάνει για τόσο καιρό δεν μπορεί
να είναι η απάντηση. Ο Levi-Strauss (1978) αναφέρθηκε σε «ένα είδος σοφίας (που οι πρωτόγονοι)
εξασκούν αυθόρμητα και η απόρριψη του οποίου, από το σύγχρονο κόσμο, είναι η πραγματική τρέλα».
Ή η μη-συμβολική υγεία που κάποτε επικρατούσε, σ’ όλες τις διαστάσεις της ή τρέλα και θάνατος. Η
κουλτούρα μας οδήγησε να προδώσουμε το ίδιο μας το ιθαγενές πνεύμα και την ολιστικότητα και να
εισέλθουμε σ' ένα
συνεχώς υποβαθμισμένο φάσμα συνθετικής, απομονωτικής και αποδυναμωτικής
αποξένωσης. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες καθημερινές
απολαύσεις χωρίς τις οποίες θα χάναμε την ανθρωπινότητά μας. Αλλά καθώς
η κατάστασή μας χειροτερεύει, βλέπουμε φευγαλέα πόσα πολλά είναι αυτά
που πρέπει να σβηστούν προκειμένου να επανορθώσουμε.
76
01/11/2004
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Το βιβλιαράκι αυτό έπεσε στα χέρια μας μετά από ένα ταξίδι στην αγγλία.
Το κείμενο με βάση το οποίο έγινε αυτή η μετάφραση εκδόθηκε από τις
εκδόσεις See Sharp Press το 1992 (Για επικοινωνία: P.O.Box 17311,
Tuscon, AZ 85702). Το ίδιο κείμενο στην αγγλική γλώσσα, μπορεί σήμερα να
βρεθεί και στο internet:
http://www.rootmedia.org/~messmedia/trove/selftheory.htm
Μυτιλήνη, Πρέβεζα, Τρίπολη, 2000-2001
Εισαγωγή
(της αγγλικής έκδοσης του 1992)
Αυτό το δοκίμιο αρχικά δημοσιεύτηκε στις Η.Π.Α. το 1975 από το περιοδικό «Το Θέαμα» (The
Spectacle) με τίτλο « Θεωρία του εαυτού: η ευχαρίστηση του να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου».
Μία σε μεγάλο βαθμό αναθεωρημένη έκδοση δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1985 από τα
«Θεαματικά Χρονικά» (Spectacular times) με τίτλο «Επαναστατική αυτοβοήθεια: εγχειρίδιο για
αρχάριους», και εμφανίστηκε 2 φορές από τότε σε αμερικάνικα περιοδικά με τον τίτλο
«Επαναστατική προσωπική θεωρία»: το 1989 δημοσιεύτηκε σε μία ελαφρώς αναθεωρημένη
έκδοση από το OVO, και το 1992 σε μία ακόμα αναθεωρημένη έκδοση από τους «Όχι πια σιωπή»
(No longer silent, NLS). Αυτή η έκδοση είναι μία σε μεγάλο βαθμό ξαναγραμμένη και κάπως
διευρυμένη έκδοση του κειμένου που εμφανίστηκε από τους NLS.
77
Όπως σχολίασαν οι εκδότες του NLS «…σε αυτό το σημείο είναι δίκαιο να
πούμε ότι η επαναστατική προσωπική θεωρία έχει τσιταριστεί από πολλούς
συγγραφείς, κάτι που ούτως ή άλλως έτσι θα έπρεπε να γίνεται. Με λίγη
αισιοδοξία αυτή η «μόδα» θα συνεχίζεται, καθώς μελλοντικές εκδόσεις
αυτού του κειμένου θα εμφανίζονται. Εξ’ άλλου η προπαγάνδα, η λογοτεχνία
και όσα άλλα παράγουμε δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν αμετάβλητοι
τόμοι, καθορίζοντας την γλώσσα και τα όρια μέσα στα οποία αναμένουμε να
ερμηνεύσουμε τις εμπειρίες μας, αλλά σαν ρευστά και μεταβλητά,
αντανακλώντας της εμπειρία της προσωπικής μας πραγματικότητας.»
Αυτό είναι ακριβώς στην κατεύθυνση των προηγούμενων συγγραφέων /
επιμελητών που δήλωσαν: «... το ιδεολογικό σουπερμάρκετ, όπως και κάθε
σουπερμάρκετ είναι κατάλληλο μόνο για πλιάτσικο. Είναι πολύ πιο
δημιουργικό για μας εάν κινηθούμε ανάμεσα στα ράφια, ανοίξουμε τα
πακέτα, κρατήσουμε ότι μοιάζει αυθεντικό και χρήσιμο και πετάξουμε τα
υπόλοιπα.»
Στην πραγματικότητα αυτή είναι ακριβώς η προσέγγιση μου καθώς επιμελούμουν αυτή την
έκδοση. Έχω κρατήσει τα τμήματα που είναι χρήσιμα και διορατικά, αλλά επίσης εγκατέλειψα
πολλά άχρηστα υλικά, συμπεριλαμβανομένων όλων σχεδόν των μαρξιστικών / καταστασιακών
αλαμπουρνέζικων συν ένα αριθμό από ισχυρισμούς (ειδικά στο συμπερασματικό κομμάτι του
κειμένου) οι οποίοι ήταν πραγματικά λανθασμένοι ή απλά άστοχοι. Επίσης έκανα μεγάλη
οικονομία στο κείμενο, απαλείφοντας έναν αριθμό από ασυνεπείς και απελπιστικά ασαφείς
ισχυρισμούς και χρησιμοποιώντας όρους (π.χ. «ιδεολογία») με ακριβέστερο τρόπο απ’ ότι στις
προηγούμενες εκδόσεις. Αυτό που έκανα ουσιαστικά ήταν να πάρω μία καταστασιακή μπροσούρα
και να την μεταφράσω σε απλά αγγλικά.
Εισήγαγα επίσης ένα κομμάτι νέου υλικού που αντικρούει κάποια απ’ όσα διέγραψα. Συνεπώς
είναι πολύ πιθανό - στην πραγματικότητα σχεδόν σίγουρο - ότι οι συγγραφείς / επιμελητές των
προηγούμενων εκδόσεων θα έχουν ισχυρές αντιρρήσεις για μερικές από τις αλλαγές που έκανα.
Ενώ λυπούμαι που οι μετατροπές και προσθήκες ίσως ενοχλήσουν τον αρχικό / αρχικούς
συγγραφέα / συγγραφείς, η ουσία αυτού του φυλλαδίου είναι να βάλει τους ανθρώπους να
σκεφτούν για τους εαυτούς τους, και πιστεύω ότι οι αλλαγές που έκανα αυξάνουν την
αποτελεσματικότητα του φυλλαδίου ως προς αυτό.
Παρ’ όλες όμως τις αλλαγές αυτής της έκδοσης, η κεντρική θέση αυτού του δοκιμίου παραμένει
αμετάβλητη: όλα τα γνήσια επαναστατικά κίνητρα και δράσεις κατάγονται απ’ ευθείας από τις
ατομικές επιθυμίες και όχι από κάποιο ιδεολογικά επιβαλλόμενο αίσθημα «καθήκοντος» με την
συνεπακόλουθη του ενοχή, αυτοθυσία και τα αυτοκαταστροφικά «πρέπει».
Όπως οι προηγούμενοι συγγραφείς / επιμελητές αυτού του φυλλαδίου επέλεξαν να μείνουν
ανώνυμοι (ή με ψευδώνυμο), ο εκδότης αυτής της έκδοσης θα παραμείνει ομοίως ανώνυμος.
Όσοι υποθέτουν συχνά ασυνείδητα (με ασυνείδητο τρόπο) ότι είναι αδύνατο να κατορθώσουν τις
επιθυμίες της ζωής τους -και συνεπώς ότι είναι μάταιο να παλέψουν για τους εαυτούς τους-
συνήθως καταλήγουν να παλεύουν για ένα ιδανικό ή για μια υπόθεση. Ίσως να δείχνει (φαίνεται)
ότι απασχολούνται με αυτοκατευθυνόμενες δραστηριότητες, αλλά στην πραγματικότητα έχουν
αποδεχτεί την αποξένωση από τις επιθυμίες τους στον τρόπο ζωής τους. Όλες οι καθυποτάξεις των
προσωπικών επιθυμιών στις διαταγές ενός σκοπού ή μιας ιδέας είναι αντιδραστικές όσο
«επαναστατικές» κι αν φαίνονται οι πράξεις που προκύπτουν απ’ αυτές τις καθυποτάξεις
(υποταγές).
Κι όμως, ένα από τα μεγάλα μυστικά των δύστυχων, αλλά δυνητικά θαυμάσιων, καιρών μας είναι
ότι η σκέψη μπορεί να γίνει ευχαρίστηση. Παρά τις ασφυκτικές συνέπειες των κυρίαρχων
θρησκευτικών και πολιτικών ιδεολογιών, πολλά άτομα πράγματι μαθαίνουν να σκέφτονται για τον
εαυτό τους. κάνοντας αυτό - έχοντας δηλαδή μία ενεργή και κριτική προσωπική σκέψη αντί να
είναι παθητικοί δέκτες προκατασκευασμένων απόψεων - διεκδικούν το πνεύμα τους ξανά για δικό
τους.
78
Το παρόν είναι ένα εγχειρίδιο γι’ αυτούς που επιθυμούν να σκέφτονται για τον εαυτό τους, ένα
εγχειρίδιο για την δημιουργία ενός προσωπικά (αντί για ιδεολογικά) κατασκευασμένου συνόλου
κριτικής σκέψης για ιδία χρήση, ένα σύνολο σκέψης που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις γιατί η
ζωή σου είναι αυτή που είναι και γιατί ο κόσμος είναι αυτός που είναι. Κυρίως, καθώς
κατασκευάζεις την δική σου θεωρία θα αναπτύξεις μία πρακτική. μια μέθοδο για να πάρεις ότι
θέλεις για την ζωή σου. Η θεωρία επομένως είτε θα είναι πρακτική -ένας οδηγός δράσης - είτε θα
είναι ένα τίποτα, μόνο ένα ενυδρείο ιδεών, μία αυστηρά ιδεατή ερμηνεία του κόσμου. Το βασίλειο
των ιδεών, αν χωριστεί από την πράξη, είναι η αιώνια αίθουσα αναμονής για τις απραγματοποίητες
επιθυμίες. Το να σχηματίσεις την δική σου πρακτική θεωρία, αυτό που μπορεί να ονομαστεί
«προσωπική θεωρία», είναι βαθιά συνδεδεμένο με το να επιτύχεις την πραγματοποίηση των
επιθυμιών σου.
Γι’ αυτό, η κατασκευή της δικής σου «προσωπικής θεωρίας» είναι μία επαναστατική ευχαρίστηση.
Είναι όμοια μία καταστρεπτική και εποικοδομητική ευχαρίστηση, γιατί δημιουργείς μία πρακτική
θεωρία -δεμένη με την δράση - για την καταστροφή και επαναδημιουργία αυτής της κοινωνίας.
Είναι μία θεωρία περιπέτειας, γιατί βασίζεται σε ότι ζητάς από τη ζωή και στην εφεύρεση των
αναγκαίων μέσων για την επίτευξη τους. Είναι ερωτική και πνευματώδης σαν μία αυθεντική
επανάσταση.
Κάθε σύστημα ιδεών που περιέχει σαν κεντρική ιδέα μία αφαίρεση - μία αφαίρεση που σου
αναθέτει ρόλους ή καθήκοντα - είναι μία ιδεολογία. Μία ιδεολογία εφοδιάζει αυτούς που την
δέχονται με μία ψευδή συνείδηση, ένα αναγκαίο συστατικό της οποίας είναι η έτερο-κατεύθυνση.
Αυτό οδηγεί όσους αποδέχονται την ιδεολογία να συμπεριφέρονται σαν «αντικείμενα»
περισσότερο παρά σαν «υποκείμενα», να επιτρέπουν στους εαυτούς τους να χρησιμοποιούνται αντί
να δρουν για να πετύχουν τις δικές τους επιθυμίες. Οι διάφορες ιδεολογίες είναι όλες δομημένες
γύρω από διαφορετικές αφαιρέσεις, όλες όμως προωθούν τα συμφέροντα μίας κυρίαρχης (ή
φιλόδοξα κυρίαρχης) τάξης, με το να δίνει στα άτομα (αν και ο όρος είναι μάλλον ακατάλληλος -
«μέλη της αγέλης» είναι πιο ακριβής όρος) μια αίσθηση σκοπού στην θυσία, την δυστυχία και την
υποταγή.
Η θρησκευτική ιδεολογία είναι το παλιότερο παράδειγμα: η φαντασιακή προβολή που ονομάζεται
«Θεός» είναι η Ανώτατη Ύπαρξη στο σύμπαν, συμπεριφερόμενος σε κάθε ανθρώπινο ον σαν
αντικείμενο Του.
Στις «επιστημονικές» και «δημοκρατικές» ιδεολογίες της «ελεύθερης αγοράς» το επενδεδυμένο
κεφάλαιο είναι το «παραγωγικό» υποκείμενο που κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία - το «αόρατο
χέρι» που οδηγεί την ανθρώπινη ανάπτυξη. Προκειμένου να ευημερήσουν, οι πρώιμοι
καπιταλιστές έπρεπε να επιτεθούν και να εξασθενήσουν την δύναμη που η θρησκευτική ιδεολογία
κάποτε είχε. Αποκάλυψαν την μυθοποίηση του θρησκευτικού κόσμου και την αντικατέστησαν με
την μυθοποίηση του τεχνολογικού και εμπορευματικού καπιταλισμού, όπου το Κέρδος γίνεται η
Ανώτατη Ύπαρξη του σύμπαντος.
Οι 57 ποικιλίες του λενινισμού είναι οι «επαναστατικές» ιδεολογίες στις οποίες το Κόμμα είναι ο
δίκαιος άρχοντας που δικαιωματικά κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία με το να καθοδηγεί τα
αντικείμενα του - εσένα, τον προλετάριο - στην υποσχόμενη γη της επαγγελίας μέσω της
αντικατάστασης του εταιρικού - καπιταλιστικού μηχανισμού της «ελεύθερης αγοράς» με ένα
κρατικό - καπιταλιστικό λενινιστικό μηχανισμό.
Οι πολλές άλλες ποικιλίες των κυρίαρχων ιδεολογιών απαντώνται καθημερινά. Οι νέες μορφές του
θρησκευτικού μυστικισμού βοηθούν στην διατήρηση του «status quo» με ένα τρόπο κυκλικό.
Προσφέρουν ένα φτηνό και καθαρό τρόπο συσκότισης του κενού της καθημερινής ζωής, και όπως
και τα ναρκωτικά, κάνουν ευκολότερο το να ζεις, ή μάλλον να επιβιώνεις, με αυτό το κενό -
εμποδίζοντας μας έτσι να αναγνωρίσουμε τους πραγματικούς μας ρόλους στην λειτουργία του
κοινωνικο - οικονομικού συστήματος.
79
Όλες αυτές οι ιδεολογίες διαφέρουν στις συγκεκριμένες θυσίες που απαιτούν από εσένα, το
αντικείμενο, αλλά όλες είναι δομημένες με τον ίδιο τρόπο. Όλες απαιτούν μία αντιστροφή
αντικειμένου - υποκειμένου. πράγματα και αφαιρέσεις αναλαμβάνουν τα ανθρώπινα
χαρακτηριστικά της δύναμης και της θέλησης, καθώς τα ανθρώπινα όντα γίνονται αντικείμενα,
εργαλεία για χρήση στην υπηρεσία αυτών των αφαιρέσεων (Θεός, η δικτατορία του
προλεταριάτου, η πατρογονική γη κλπ κλπ). Η ιδεολογία είναι η προσωπική θεωρία από την
ανάποδη. Πρεσβεύει την αποδοχή του διαχωρισμού των περιορισμένων καθημερινών ζωών μας
από ένα κόσμο που φαίνεται να βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο μας. Η ιδεολογία μας προσφέρει
μόνο μία σχέση ηδονοβλεψία με την ζωή του κόσμου.
Όλες οι ιδεολογίες που βασίζονται στην αφαίρεση απαιτούν καθήκον, θυσία για τον σκοπό. και
κάθε τέτοια ιδεολογία χρειάζεται για να προστατεύει την κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Οι αρχές των
οποίων η δύναμη βασίζεται στην υπακοή, απαραίτητα μας αρνούνται την υποκειμενικότητα μας,
την συνειδητή μας θέληση να δρούμε για τις δικές ας επιθυμίες. Αυτή η άρνηση σερβίρεται με την
μορφή απαιτήσεων για το «κοινό καλό», το «εθνικό συμφέρον», την «πολεμική προσπάθεια», την
«επανάσταση» ...
Ξεφορτωνόμαστε τις παρωπίδες της ιδεολογίας με το να ρωτούμε συνεχώς τον εαυτό μας: πως
αισθάνομαι; Πως είναι η ζωή μου; Τι θέλω; Παίρνω αυτό που θέλω; Αν όχι, γιατί όχι; Αυτό είναι η
συναίσθηση του «κοινού τόπου», είναι η συνείδηση της καθημερινής ρουτίνας. Το ότι η
πραγματική ζωή υπάρχει - ζωή στην οποία είσαι ενεργός, ένα υποκείμενο που δρα για να
πραγματώσει τις επιθυμίες του - είναι ένα κοινό μυστικό που γίνεται λιγότερο μυστικό κάθε μέρα,
καθώς η κατάρρευση μιας καθημερινής ζωής δομημένης πάνω σε ιδεολογίες που στηρίζονται στο
αφηρημένο γίνεται όλο και πιο προφανής.
Η δημιουργία της προσωπικής θεωρίας βασίζεται στην προσωπική σκέψη, στην πλήρη συνείδηση
των επιθυμιών σου και της ισχύος (αυθεντικότητα : validity) αυτών των επιθυμιών. Η αυθεντική
«ανύψωση συνειδήσεων» μπορεί να σημαίνει μόνο την «ανύψωση» της ανθρώπινης σκέψης στο
επίπεδο της θετικής (χωρίς ενοχές) αυτογνωσίας, ελεύθερης από οποιαδήποτε μορφή
επιβαλλόμενης ηθικής. Αυτή η μορφή συνείδησης μπορεί να ονομαστεί «ριζοσπαστική
υποκειμενικότητα».
Αντίστροφα, αυτό που πολλοί αριστεριστές, θεραπευτές (therapy mongers), εκπαιδευτές ενάντια
στο ρατσισμό (racicm awareness trainers) και sisterizers αποκαλούν «ανύψωση της συνείδησης»
αφορά την πρακτική της βίαιης κατεύθυνσης των ανθρώπων στην αναισθησία (unconsiousness) με
ενοχοποιητικά ιδεολογικά κλομπ.
Το μονοπάτι από την αυτο - άρνηση στην αυτο - αποδοχή περνάει από το σημείο μηδέν, την
πρωτεύουσα του μηδενισμού. Αυτό είναι το ανεμοδαρμένο, ακίνητο σημείο στον κοινωνικό χώρο
και χρόνο, το κοινωνικό αέναο(limbo) οποίο κάποιος αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει καμία
πραγματική ζωή στην καθημερινή του ύπαρξη. Ένας μηδενιστής γνωρίζει την διαφορά ανάμεσα
στο να επιβιώνεις και στο να ζεις.
Οι μηδενιστές αντιστρέφουν την οπτική τους για τη ζωή τους και τον κόσμο. Τίποτα δεν είναι
αληθινό γι’ αυτούς εκτός από τις επιθυμίες τους, τη θέληση τους να ζήσουν. Απορρίπτουν κάθε
ιδεολογία, μέσα στο μίσος τους για τις μίζερες κοινωνικές σχέσεις στην σύγχρονη κοινωνία. Απ’
αυτή την ανεστραμμένη (αντεστραμμένη) οπτική βλέπουν καθαρά τον αναποδογυρισμένο κόσμο
του εμπορευματικού καπιταλισμού, στον οποίο αντικείμενο και υποκείμενο αντιστρέφονται, ενώ
άνθρωποι και αφηρημένες έννοιες μετατρέπονται σε «πράγματα», προϊόντα προς πώληση.
Βλέπουν την καθημερινή ζωή σαν ένα θεατρικό τοπίο στο οποίο «ο καθένας έχει την τιμή του», ο
θεός (μέσω του τηλε - ευαγγελισμού) και η ευτυχία (χάπια έκσταση) γίνονται προϊόντα, οι
ραδιοσταθμοί λένε ότι σε αγαπούν, και τα καθαριστικά συμπονούν τα χέρια σου.
Καθημερινές συζητήσεις προσφέρουν ηρεμιστικά όπως «δεν μπορείς πάντα να έχεις αυτό που
θέλεις», «η ζωή έχει τις χαρές και τις λύπες της», και άλλα κλισέ της δογματικής (σεκταριστικής)
θρησκείας της επιβίωσης. Η «κοινή λογική» είναι απλώς ο παραλογισμός της κοινής αποξένωσης.
Οι καθημερινοί άνθρωποι στερούνται (αλλά και αρνούνται στους εαυτούς τους) μια αυθεντική ζωή
και αγοράζουν την αναπαράσταση μιας τέτοιας ζωής.
80
Οι μηδενιστές συνεχώς νοιώθουν την ανάγκη να καταστρέψουν το σύστημα που τους
καταστρέφει. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν έτσι όπως είναι. Σύντομα, οι περισσότεροι
αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να επινοήσουν ένα συμπαγές σύνολο τακτικών προκειμένου να
μεταμορφώσούν τον κόσμο.
Αν όμως ένας μηδενιστής δεν αναγνωρίσει την πιθανότητα μεταμόρφωσης του κόσμου, η
υποκειμενική οργή του θα κατασταλάξει σ’ ένα ρόλο: αυτοκτονία, ο μοναχικός δολοφόνος, ο
βάνδαλος των δρόμων, ο νεο - ντανταϊστής, ο επαγγελματίας ψυχασθενής... όλοι να αναζητούν
παρηγοριά για μια ζωή νεκρού χρόνου.
Το λάθος των μηδενιστών είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν άλλοι μηδενιστές με τους
οποίους μπορούν να συνεργαστούν. Συνεπώς υποθέτουν ότι η συμμετοχή σε μια συλλογική
προσπάθεια αυτογνωσίας είναι αδύνατη.
Αυτή η προσπάθεια συλλογικής αυτογνωσίας, η αλλαγή της ίδιας της ζωής μέσα από τον
μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων μπορεί ορθά να ονομαστεί «πολιτική». Ο όρος βέβαια
σημαίνει επίσης μία μυθοποιημένη ξεχωριστή κατηγορία της ανθρώπινης ζωής, μια απομονωμένη
ενασχόληση με τους δικούς της ειδικούς (πολιτικοί, πολιτικοί σύμβουλοι κτλ). Είναι πιθανόν (ή
όχι) να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτό το είδος πολιτικής όπως είναι πιθανό να ενδιαφέρεται (ή όχι)
για το ποδόσφαιρο, τη συλλογή γραμματοσήμων, τη μουσική ή τη μόδα. Αυτό που οι άνθρωποι
αναγνωρίζουν σήμερα ως πολιτική είναι η κοινωνική παραποίηση της προσπάθειας για μια
συλλογική αυτοπραγμάτωση. αυτό που έχει απομείνει είναι ένα θέαμα, και μια παρωδία. Και αυτό
εξυπηρετεί απόλυτα τους έχοντες την εξουσία.
Η ενεργητική κριτική σκέψη σημαίνει να τοποθετήσεις την ζωή σου - όπως είναι τώρα και όπως θα
ήθελες να είναι - στο κέντρο της σκέψης σου. Αυτός ο θετικός εγωκεντρισμός επιτυγχάνεται με
μία συνεχή επίθεση σε εξωτερικές επιρροές, σε πλαστά θέματα («υποστηρίξτε τα στρατεύματα
μας»), πλαστές συγκρούσεις (π.χ. αυτές που πηγάζουν από έννοιες τύπου φυλετικής
«ανωτερότητας»), πλαστές ταυτότητες («Αμερικάνος», «πατριώτης», «καθολικός», «λευκός
χριστιανός»), πλαστές διχοτομήσεις («οικονομική επιβίωση» εναντίον «ενός καθαρού
περιβάλλοντος») οι οποίες διαπερνούν την κοινωνική ζωή.
Οι άνθρωποι εμποδίζονται στην ανάλυση της βασικής φύσης, της ολότητας της καθημερινής ζωής,
από την εστίαση των Μ.Μ.Ε. -συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτικών ερευνών και των
σφυγμομετρήσεων της κοινής γνώμης - σε απλές λεπτομέρειες: θεαματικές ασημαντότητες,
ψεύτικες διαμάχες και γελοία σκάνδαλα. Είστε υπέρ ή κατά των συνδικαλιστικών σωματείων, των
πυραύλων Κρουζ, των ταυτοτήτων; Ποιά η γνώμη σας για τα μαλακά ναρκωτικά, το τζόγκιγκ, τα
81
UFO, την σταδιακή φορολόγηση, την τελευταία εγχείριση μύτης του Μάϊκλ Τζάκσον, τις
σεξουαλικές σχέσεις της βασιλικής οικογένειας;
Πρόκειται για παρακάμψεις, πλαστά θέματα. Το μόνο ζήτημα για μας είναι το πως ζούμε. Ένα
παλιό εβραϊκό γνωμικό λέει: «αν έχεις μόνο δύο επιλογές, διάλεξε την τρίτη». Παρακινεί τους
ανθρώπους να ψάξουν για νέες προοπτικές. Μπορούμε να διακρίνουμε την κατασκευή πλαστών
διχοτομιών ψάχνοντας γι’ αυτή την τρίτη επιλογή.
Η συναίσθηση της τρίτης επιλογής επιτρέπει την άρνηση της επιλογής ανάμεσα σε δύο
υποτιθέμενα αντίθετες αλλά όμοια αποκρουστικές πιθανότητες οι οποίες παρουσιάζονται σε μας
ως οι μόνες πιθανές επιλογές. Στην απλούστερη μορφή της η συνείδηση της «τρίτης επιλογής»
εκφράζεται από τον άνθρωπο που δικάζεται για ένοπλη ληστεία και ερωτάται: «δηλώνεις ένοχος ή
αθώος;». «Είμαι πεινασμένος και άνεργος» απαντά. Μιά πιο θεωρητική, αλλά το ίδιο κλασσική
απεικόνιση αυτής της συνείδησης είναι η άρνηση να επιλέξεις ανάμεσα στην εταιρική
καπιταλιστική άρχουσα τάξη της δύσης και στην κρατική καπιταλιστική άρχουσα τάξη αυτού που
απέμεινε από το ανατολικό μπλοκ. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε τις
βασικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη από την μιά, και από την
άλλη την Κίνα, τη Β. Κορέα, την Κούβα, ώστε να διακρίνουμε πως ουσιαστικά είναι ίδιες: εκεί,
όπως και εδώ, η μεγάλη πλειοψηφία δουλεύει για ένα μεροκάματο ή ένα μισθό, με αντάλλαγμα τον
έλεγχο πάνω στην εργασία τους, έλεγχο στο τι παράγουν και πως το παράγουν. Βέβαια, αυτό που
οι άνθρωποι παράγουν τόσο σε ανατολή όσο και σε δύση ξαναπωλείται σε αυτούς με τη μορφή
εμπορεύματος.
Στη δύση η υπεραξία ή η αξία που παράγεται πέρα και πάνω από την αξία των εργατικών μισθών,
είναι ιδιοκτησία της διοίκησης της επιχείρησης και των μετόχων, οι οποίοι συντηρούν το θέαμα
του εσωτερικού ανταγωνισμού. Στην ανατολή η υπεραξία αποτελεί ιδιοκτησία της κρατικής
γραφειοκρατίας, η οποία δεν επιτρέπει τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Μεγάλη διαφορά.
Όπως τα πλαστά ζητήματα και οι ψεύτικες συγκρούσεις που προαναφέρθηκαν, οι πλαστές
ερωτήσεις χρησιμοποιούνται ώστε να μας αποσπάσουν από τη ζωή του σήμερα, από το να
βλέπουμε την ολότητα της ύπαρξης. Ένα παράδειγμα είναι η ανόητη ερώτηση που συνήθως τίθεται
για να αρχίσει μια συζήτηση:
«Ποιά είναι η δική σου φιλοσοφία για τη ζωή;». Σου θέτει μια αφηρημένη έννοια της «ζωής» η
οποία δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ζωή, γιατί ακριβώς αγνοεί ότι το «βίωμα» είναι ότι
ακριβώς κάνουμε στην παρούσα στιγμή, και η «φιλοσοφία» μας απέναντι στη ζωή αποκαλύπτεται
ξεκάθαρα από τις πράξεις μας.
Οι πλαστές ταυτότητες είναι ίσως η πιο δραστική μορφή μυθοποίησης. Καθώς απουσιάζει η
πραγματική κοινότητα, οι άνθρωποι προσκολλώνται σε κάθε είδους κίβδηλες κοινωνικές
ταυτότητες, ατενίζουν και αναλαμβάνουν μία τεράστια γκάμα ρόλων που παρουσιάζονται σ’
αυτούς στο σχολείο, την εκκλησία και ιδιαίτερα στα ψυχαγωγικά Μ.Μ.Ε.. Αυτές οι κοινωνικές
ταυτότητες μπορεί να είναι εθνικές (Αμερικανός, Ιταλός), τοπικιστικές (Νεοϋορκέζος),
εθνικιστικές (πατριώτης), σεξουαλικές (γκέϊ), πολιτισμικές (οπαδός του ΠΑΟ, ροκάς), και ούτω
καθ’ εξής, αλλά όλες προέρχονται από μια κοινή επιθυμία για σύνδεση, για την αίσθηση του
ανήκειν.
Φανερά το να αισθάνεσαι «μαύρος» είναι μια πιο πραγματική ταυτότητα από το να είσαι «οπαδός
του Π.Α.Ο.», αλλά πέρα από ένα σημείο μια τέτοια ταυτότητα εξυπηρετεί την απόκρυψη της
πραγματικής θέσης κάποιου μέσα στην κοινωνία. για ν΄ αναγνωρίσεις την πραγματική θέση πρέπει
να αρνηθείς τις πλαστές ταυτότητες, πλαστές συγκρούσεις και πλαστές διχοτομίες και ν’ αρχίσεις
τοποθετώντας τον εαυτό σου στο κέντρο. Από εκεί μπορείς να εξετάσεις την υλική βάση της ζωής
σου, ξεγυμνωμένη από κάθε μυθοποίηση.
Ένα παράδειγμα: έστω ότι θέλεις ένα ποτήρι καφέ από το μηχάνημα όταν είσαι στη δουλειά.
Πρώτα υπάρχει ένα ποτήρι καφές. αυτό εμπλέκει τους εργάτες στην φυτεία καφέ, αυτούς στη
φυτεία ζάχαρης και στη διύλιση, αυτούς στο χαρτεργοστάσιο κ.ο.κ. Μετά είναι οι εργάτες που
κατασκεύασαν τα ξεχωριστά κομμάτια της μηχανής και αυτοί που τα συναρμολόγησαν. Μετά
αυτοί που εξόρυξαν το σίδερο και το βωξίτη, σμίλεψαν το ατσάλι και δούλεψαν για την ηλεκτρική
παροχή που θέτει σε λειτουργία το μηχάνημα. Μετά όλους τους εργάτες που μετέφεραν τον καφέ,
τα κύπελλα και την μηχανή. Μετά τους υπαλλήλους, τους γραμματείς και τους εργαζόμενους στην
επικοινωνία που συντόνισαν την παραγωγή και την μεταφορά. Τέλος έχεις όλους τους εργάτες που
παρήγαγαν κάθε άλλο είδος απαραίτητο για να επιβιώσουν οι άλλοι. Αυτοί οι συνειρμοί σου
82
δίνουν την άμεση υλική σχέση σου με εκατομμύρια ανθρώπων, στην πραγματικότητα με την αχανή
πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτοί παράγουν την ζωή σου και εσύ βοηθάς ώστε να
παραχθεί η δική τους. Σ’ αυτή την οπτική όλες οι κατασκευασμένες συλλογικές ταυτότητες και τα
συμφέροντα των ομάδων φαντάζουν ασήμαντα. Φαντάσου τον πιθανό εμπλουτισμό της ζωής τους
η οποία προς το παρόν είναι κλειδωμένη στην διαταραγμένη δημιουργικότητα εκατομμυρίων
εργατών, συγκρατημένη από τις απαρχαιωμένες και εξαντλητικές μεθόδους παραγωγής,
καταπνιγμένη από την απουσία ελέγχου πάνω στην ίδια τους την παραγωγικότητα, δεμένη στον
παράλογο ορθολογισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου που στρέφει τον ένα ενάντια στον άλλο και
καθιστά την ζωή ένα τρελό αγώνα για οικονομική επιβίωση. Εδώ αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε μια
πραγματική κοινωνική ταυτότητα - στους ανθρώπους που αγωνίζονται για να επανακτήσουν τον
έλεγχο της ζωής τους, εκεί βρίσκουμε τον εαυτό μας.
Αυτοί που έχουν νομιμοποιημένο από το πολιτικό και οικονομικό status συμφέρον συνεχώς μας
παρουσιάζουν πλαστές επιλογές, επιλογές δηλαδή μέσα από τις οποίες μπορούν να διατηρήσουν
την εξουσία τους (ψήφισε δημοκρατικούς, ψήφισε ρεπουμπλικάνους - πάντως ψήφισε). Συνεχώς
μας ζητούν να επιλέξουμε μια πλευρά σε ψεύτικες συγκρούσεις. Κυβερνήσεις, εταιρείες, πολιτικά
κόμματα και προπαγανδιστές κάθε είδους μας παρουσιάζουν επιλογές που δεν είναι αληθινές
επιλογές. Μας δίνεται η ψευδαίσθηση της επιλογής, όσο όμως οι έχοντες την εξουσία ελέγχουν το
ποιές θα είναι αυτές οι επιλογές («επιλογές» τις οποίες αντιλαμβανόμαστε ως τις μόνες
εναλλακτικές), θα ελέγχουν επίσης και το αποτέλεσμα των «αποφάσεων» μας.
Οι νεοηθικολόγοι αρέσκονται στο να λένε σε όσους από εμάς ζούμε στη δύση το πως πρέπει να
«κάνουμε θυσίες», πως «εκμεταλλευόμαστε» τα πεινασμένα παιδιά του τρίτου κόσμου. Η επιλογή
που μας δίνεται είναι ανάμεσα σ’ ένα θυσιαστικό αλτρουισμό ή σ’ ένα στενό ατομισμό (οι
φιλανθρωπικοί οργανισμοί εξαργυρώνουν την ενοχή που προέρχεται απ’ αυτούς τους
συλλογισμούς). Ναι, ζώντας στην πλούσια, σπάταλη δύση πράγματι εκμεταλλευόμαστε τους
φτωχούς του τρίτου κόσμου - αλλά όχι προσωπικά, όχι εσκεμμένα. Μπορούμε να κάνουμε κάποιες
αλλαγές στη ζωή μας, μποϋκοτάζ, θυσίες, αλλά το αποτέλεσμα είναι οριακό. Κατανοούμε την
πλαστή σύγκρουση που μας παρουσιάζεται όταν διαπιστώσουμε ότι κάτω από το παγκόσμιο
κοινωνικο-οικονομικό σύστημα εμείς ως άτομα βρισκόμαστε κλειδωμένοι στο ρόλο του
«εκμεταλλευτή» ακριβώς όπως οι άλλοι είναι κλειδωμένοι στο ρόλο του «εκμεταλλευόμενου».
Έχουμε ένα ρόλο και πολύ μικρή δύναμη να τον αλλάξουμε, τουλάχιστον ατομικά. Γι’ αυτό το
λόγο απορρίπτουμε την πλαστή επιλογή ανάμεσα στο «θυσία ή εγωισμός», με το να ζητούμε την
καταστροφή του παγκόσμιου κοινωνικού συστήματος του οποίου η ύπαρξη μας επιβάλλει αυτή την
επιλογή. Ψευτοδιορθώνοντας το σύστημα, ή προσφέροντας συμβολικές θυσίες, ή ζητώντας
«λιγότερο εγωισμό» απλά δεν κάνουμε τίποτα. Οι φιλανθρωπίες και οι αναμορφωτές δεν
πηγαίνουν ποτέ πέρα από τις πλαστές επιλογές τύπου «θυσία ή εγωισμός» - αλλά αν είναι να
επέλθει μια αληθινή κοινωνική πρόοδος πρέπει όλοι εμείς να πάμε πέρα απ’ αυτές.
Αυτοί που έχουν την εξουσία συνεχώς χρησιμοποιούν τέτοιες παραποιήσεις για να μας
αποπροσανατολίσουν και να μας αποδυναμώσουν. Διαδίδοντας μύθους όπως «αν όλοι μοιράσουμε
τα πάντα δεν θα υπάρχουν αρκετά για όλους» προσπαθούν να αρνηθούν την ύπαρξη κάθε αληθινής
επιλογής και να κρύψουν από εμάς το γεγονός ότι οι υλικές προϋποθέσεις για την κοινωνική
επανάσταση ήδη υπάρχουν.
Κάθε διαδρομή προς την απομυθοποίηση του εαυτού μας πρέπει να αποφύγει το δίδυμο τέλμα της
απολυταρχίας και του κυνισμού.
Η απολυταρχία εκφράζει την ολοκληρωτική αποδοχή ή άρνηση του συνόλου των συστατικών
συγκεκριμένων ιδεολογιών, ή τελικά κάθε συνόλου ιδεών ή εννοιών. Ένας οπαδός της
απολυταρχίας δεν μπορεί να διακρίνει καμιά άλλη επιλογή εκτός από την πλήρη αποδοχή ή
άρνηση. Βλέπει τα πράγματα καθαρά σαν σωστό ή λάθος. Περιπλανιέται ανάμεσα στα ράφια του
ιδεολογικού σούπερμάρκετ ψάχνοντας για το ιδανικό εμπόρευμα, και το αγοράζει έτοιμο,
κονσέρβα. Αλλά το ιδεολογικό σουπερμάρκετ - όπως κάθε σουπερμάρκετ - είναι χρήσιμο μόνο για
πλιάτσικο. Είναι πιο πρακτικό για μας να μετακινούμαστε ανάμεσα στα ράφια, να σκίζουμε τα
πακέτα, να παίρνουμε ότι δείχνει αυθεντικό και χρήσιμο και να πετάμε τα υπόλοιπα.
Ο κυνισμός αποτελεί αντίδραση σ’ ένα κόσμο που κυριαρχείται από την ιδεολογία και την
«ηθικότητα». Αντιμέτωπος με αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες, ο κυνικός λέει «χολέρα και στα
83
δυό σας τα σπίτια να πέσει». Ο κυνικός είναι τόσο καταναλωτής όσο και ο απολυταρχικός, αλλά
επίσης έχει εγκαταλείψει την σκέψη ότι υπάρχει ελπίδα να βρεθεί το ιδανικό εμπόρευμα.
Η διαδικασία της συνθετικής σκέψης είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία πρόσθεσης και
τροποποίησης του τρέχοντος σώματος της προσωπικής θεωρίας καθώς και της επίλυσης των
αντιθέσεων ανάμεσα στις νέες σκέψεις και τις αντιλήψεις των προηγούμενων πεποιθήσεων. Η
τελική σύνθεση είναι κάτι περισσότερο από το σύνολο των μερών της.
Η συνθετική αυτή μέθοδος κατασκευής μιας θεωρίας είναι αντίθετη της εκλεκτικής μεθόδου στην
οποία κάποιος συλλέγει σε μια κουρελιασμένη τσάντα τα αγαπημένα του κομματάκια από τις
αγαπημένες του ιδεολογίες χωρίς ποτέ ν’ αντιμετωπίζει τις επακόλουθες αντιθέσεις. Σύγχρονα
παραδείγματα περιλαμβάνουν τον «αναρχό - καπιταλισμό», «χριστιανό - μαρξισμό», και τον
φιλελευθερισμό γενικώς.
Εάν έχουμε διαρκώς συνείδηση του πως θέλουμε να ζούμε, μπορούμε κριτικά να οικειοποιηθούμε
στοιχεία από οτιδήποτε: ιδεολογίες, πολιτισμικές κριτικές, τεχνοκράτες, κοινωνιολογικές μελέτες,
ακόμα και μυστικισμό (αν και τα ενδιαφέροντα στοιχεία πιθανώς να είναι λίγα). Όλα τα σκουπίδια
του παλιού κόσμου μπορούν να ελεγχθούν για χρήσιμα υλικά από αυτούς επιθυμούν να τον
ξαναφτιάξουν.
Η φύση της σύγχρονης κοινωνίας, ενωμένης παγκόσμια μέσω του καπιταλιστικού οικονομικού
συστήματος της, καθιστά αναγκαία μια προσωπική θεωρία η οποία να ασκεί κριτική σε κάθε
υπαρκτή μορφή κοινωνικο - οικονομικής κυριαρχίας (τόσο στον εταιρικό καπιταλισμό του
«ελεύθερου» κόσμου όσο και στον κρατικό καπιταλισμό του σύγχρονου κόσμου) όπως και σε κάθε
μορφή αποξένωσης (σεξουαλική πείνα, καταναγκαστική συμμετοχή στην κούρσα των ποντικών
για την επιβίωση κλπ). Μ’ άλλα λόγια χρειαζόμαστε μια κριτική στο σύνολο της καθημερινής
ύπαρξης από την οπτική της ολότητας των επιθυμιών μας.
Αντίθετοι σ’ αυτό το πρόγραμμα είναι όλοι οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες, παπάδες και
γκουρού, πολεοδόμοι και αστυνομικοί, αναμορφωτές και λενινιστές, κεντρικές επιτροπές και
λογοκριτές, μάνατζερ εταιρειών και καραγκιόζηδες των συνδικάτων, άρρενες υπερ-αρσενικοί και
ιδεόπληκτες φεμινίστριες, ιδιοκτήτες γης και οικο-καπιταλιστές, οι οποίοι εργάζονται για να
υποτάξουν τις ατομικές μας επιθυμίες σ’ αυτή την χυδαία αφαίρεση: «το κοινό καλό» του οποίου
αυτοί είναι οι υποτιθέμενοι φύλακες.
Όλοι αυτοί είναι οι δυνάμεις του παλιού κόσμου - αφεντικά, παπάδες και άλλοι αλήτες που έχουν
να χάσουν κάτι αν οι άνθρωποι επεκτείνουν το παιχνίδι της επανοικειοποίησης του πνεύματος τους
στην διεκδίκηση της ύπαρξης τους.
Η επαναστατική θεωρία και οι αφαιρετικής βάσης ιδεολογίες είναι εχθροί, και κάθε
συνειδητοποιημένο πολιτικά άτομο το γνωρίζει αυτό.
Θα πρέπει να έχει γίνει ξεκάθαρο ως τώρα ότι η αυτο-απομυθοποίηση και η δημιουργία της
προσωπικής μας επαναστατικής θεωρίας δεν εξαφανίζει την αποξένωση μας: ο «κόσμος» με τις
καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις να διεισδύουν σε κάθε πτυχή της ζωής συνεχίζεται και
αναπαράγεται καθημερινά με την συμμετοχή και την συνδρομή δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Αν
και αυτό το κείμενο επικεντρώνεται στην δημιουργία μιας θεωρίας για τον εαυτό, αυτό δεν
σημαίνει ότι υπονοούμε πως η επαναστατική θεωρία μπορεί να υπάρχει ξέχωρα από την
επαναστατική πρακτική. Προκειμένου να είναι συνεπής, προκειμένου να ανοικοδομήσει
αποτελεσματικά τον κόσμο, η πρακτική πρέπει να στηρίζεται στη θεωρία και η θεωρία να
εφαρμόζεται στην πράξη.
Το επαναστατικό πρόγραμμα άρσης της αποξένωσης και μετασχηματισμού των κοινωνικών
σχέσεων απαιτεί την ύπαρξη της θεωρίας, ως θεωρία πράξης η οποία πραγματοποιείται σ’ αυτό
που κάνουμε και στο πως ζούμε. Διαφορετικά η θεωρία θα εκφυλιστεί σε μια ασήμαντη ενατένιση
του κόσμου και τελικά σ’ ένα μηχανισμό επιβίωσης -μια διανοουμενίστικη αρματωσιά, ένας
προφυλακτήρας ανάμεσα στο καθημερινό κόσμο και τον εαυτό. Και αν η επαναστατική πρακτική
δεν είναι η πρακτική της επαναστατικής θεωρίας, εκφυλίζεται στην καλύτερη περίπτωση σ’ ένα
αλτρουϊστικό μιλιταρισμό - «επαναστατική» δραστηριότητα σαν κοινωνικό καθήκον ή ρόλος. Στην
χειρότερη εκφυλίζεται σε γκαγκστερισμό.
Δεν παλεύουμε για μια συνεπή θεωρία ως αυτοσκοπό. Για μας η αξία της συνέπειας είναι το ότι
διευκολύνει στην κριτική και αποτελεσματική σκέψη. Για παράδειγμα, είναι πιο εύκολη η
κατανόηση των μελλοντικών εξελίξεων του κοινωνικού ελέγχου εάν υπάρχει μια συνεπής
84
κατανόηση των σημερινών ιδεολογικών και κοινωνικών τεχνικών ελέγχου. Το να έχεις μια συνεπή
θεωρία κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή της στρατηγικής σου για την πραγμάτωση των επιθυμιών
σου.
Στη διαδικασία κατασκευής μιας προσωπικής θεωρίας, οι τελευταίες θεωρίες που θα πρέπει να
διαπραγματευτούμε (διστάζει κανείς να τις πει ιδεολογίες καθώς δεν βασίζονται σε αφαιρέσεις με
τα επακόλουθα «πρέπει» και «καθήκοντα») είναι αυτές που έχουν την μεγαλύτερη ομοιότητα με
την επαναστατική θεωρία. Πρόκειται για την καταστασιακή θεωρία (situationism) και τον
συνδικαλισμό.
Η καταστασιακή διεθνής (1958-1971) ήταν μια οργάνωση θεωρητικών ακροαριστερών
ευρωπαίων και κυρίως γάλλων μαρξιστών. Πολλοί πιστεύουν, όπως και ο(οι) αυθεντικός(οι)
συγγραφέας(εις) αυτού του δοκιμίου, ότι οι καταστασιακοί «συνέβαλαν καταλυτικά στην
δημιουργία της επαναστατικής θεωρίας». Η εκτίμηση αυτή όμως φαίνεται υπερβολικά
γενναιόδωρη. Σχεδόν όλες οι σκέψεις - κλειδιά οι οποίες αποδίδονται σε καταστασιακούς
συγγραφείς μπορούν να βρεθούν στις εργασίες προηγούμενων αναρχικών, σοσιαλιστών
(κοινωνικών δημοκρατών) και φιλοσόφων, όπως ο Alexander Berkman, η Emma Goldman, ο
Oscar Wilde, ο George Bernard Shaw, ο Wilhelm Reich και ο Frederich Nietzche (αν και τα
επίμαχα σημεία ήταν σκόρπια, και ανεπτυγμένα χωρίς την ορμή την οποία βρίσκεις στα δυνατά
καταστασιακά κείμενα. Ο κύριος λόγος που αυτό το γεγονός δεν αναγνωρίζεται ευρέως είναι το
ότι οι περισσότεροι από τους πρώτους καταστασιακούς, όπως και αυτοί που τους ακολούθησαν
είχαν μαρξιστικό παρελθόν και απλά δεν ήταν εξοικειωμένοι με το αχανές σώμα μη μαρξιστικών
προοδευτικών γραπτών το οποίο είχε παραχθεί στις προηγούμενες δεκαετίες. και οι νεότεροι
οπαδοί των καταστασιακών είχαν συχνά πολύ μικρή πολιτική εμπειρία και είναι ανεξοικείωτοι με
πρώιμα κείμενα όσο και οι μαρξιστές πρόγονοι τους.
Ένας δευτερεύων λόγος υπερεκτίμησης της σημασίας των καταστασιακών είναι ότι αυτός
εκφράζει μια γαλλική ιδεολογία η οποία χρησιμοποιεί μια αρκάνα (μύηση) μαρξιστικών
κορακίστικων εκφράσεων («φτώχια του...», «κοινωνία θεάματος», «υποστασιοποίηση»,
«διαλεκτικός» κλπ.). επίσης σχεδόν όλα τα καταστασιακά κείμενα είναι γραμμένα σε δυσνόητο
ύφος, κορακίστικο και θολό, γεγονός που καθιστά την ανάγνωση δυσπρόσιτη για τους
περισσότερους. Έτσι ο σιτουασιονισμός είχε μια σνόμπ απήχηση σε αυτούς που ήδη είχαν
διανοουμενίστικες προδιαθέσεις. Μόλις καταφέρεις να κατανοήσεις την «διάλεκτο» και να
διαβάσεις (ή να ισχυριστείς ότι διαβάζεις) τα κείμενα-κλειδιά (κάποιος θα τα ονόμαζε εως και
«ιερά») τουλάχιστον θα φανεί ότι είσαι διανοούμενος. Οπότε δεν εκπλήσσει που οι
«καταστασιακοί» δήθεν (poseurs), κολλημένοι στους «καταστασιακούς» ρόλους και τις
«πνευματικές» προδιαθέσεις τους συχνά ψάχνουν λιγότερο για την αλήθεια και χαρακτηρίζουν
αξιοπρεπείς ανθρώπινες συμπεριφορές ως «μπουρζουάδικες - αστικές». Είναι συνεπακόλουθο ότι
σε πολιτικές αντιπαραθέσεις καταφεύγουν επίτηδες σε ανωμαλίες, κατασκευές και ad hominem
επιθέσεις εναντίον αυτών που έχουν το κουράγιο ν’ ασκήσουν κριτική στις ιδέες τους. (κάποιοι με
απίστευτο τρόπο το σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό» σαν δικαιολογία για τρελές
προσωπικές επιθέσεις). Τα καταστροφικά και εσχάτως «αυτο - γκολ» αποτελέσματα αυτών των
διεστραμμένων τακτικών είναι τόσο φανερά ώστε δεν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμό.
Όμως η πιο ουσιαστική ίσως αδυναμία του σιτουασιονισμού είναι το ότι δεν προσφέρει μια σαφή
μέθοδο για το «πως να πας από εδώ, εκεί», δηλαδή από την «κοινωνία του θεάματος» στην
ελεύθερη κοινωνία.
Έχοντας αυτό υπ’ όψην, θα πρέπει να πούμε ότι η μεγάλη αρετή των καταστασιακών συγγραφέων
ήταν το ότι παρουσίαζαν τα αισθήματα (insights) με ένα περισσότερο ή λιγότερο σαφή τρόπο και
τα ερμήνευσαν σε βάθος (το «λίγο ή πολύ» χρησιμοποιείται λόγω της χαμηλής (στυλιστικά)
ποιότητας σχεδόν όλων των καταστασιακών κειμένων). Στην καλύτερη της η καταστασιακή
θεωρία προσέφερε μια κριτική της «θεαματικής» κοινωνίας, της κοινωνίας δηλαδή όπου οι
άνθρωποι υποβιβάζονται σε παθητικούς παρατηρητές και καταναλωτές αντί για ενεργούς
συμμέτοχους. Έκανε μια εκτεταμένη κριτική στο πως η ιδεολογία και η εμπορευματοποίηση
μετατρέπουν τους ανθρώπους σε αποξενωμένους παρατηρητές της ίδιας τους της ζωής. Λοιπόν, η
καταστασιακή θεωρία είναι ένα κομμάτι κριτικής σκέψης το οποίο μπορεί να ενσωματωθεί στην
προσωπική θεωρία του καθενός, αλλά τίποτα παραπάνω. Οτιδήποτε πιο πέρα - η άκριτη αποδοχή
των καταστασιακών θεωριών και η ταυτοποίηση κάποιου με αυτές τις θεωρίες-αποτελεί την
ιδεολογική κατάχρηση γνωστή ως σιτουασιονισμό. Ο σιτουασιονισμός μπορεί να γίνει η πιο
85
πλήρης ίσως ιδεολογία επιβίωσης. Και μέσα στην ιδεολογία περιλαμβάνεται και ο θεαματικός
ρόλος του να είσαι καταστασιακός, δηλαδή ένας radical jade(ριζοσπάστης παλιάνθρωπος) και
ardent esoteric (φλογερός εσώτερα)
Το άλλο σώμα ιδεών που έχει μεγάλη ομοιότητα με την επαναστατική προσωπική θεωρία είναι ο,
με την γενική χρήση του όρου, συνδικαλισμός. Οι παραλλαγές περιλαμβάνουν τον
αναρχοσυνδικαλισμό, τον επαναστατικό συνδικαλισμό και τον κοινοτικό κομμουνισμό, με τον
αναρχοσυνδικαλισμό να είναι ο πιο σημαντικός απ’ τους τρεις.
Αληθινή αυτοδιαχείριση είναι η άμεση διαχείριση (χωρίς κάποια ξεχωριστή ηγεσία) της
κοινωνικής παραγωγής, διανομής και επικοινωνίας από τους εργαζομένους και τις κοινότητες τους.
Το κίνημα για αυτοδιαχείριση έχει επανέλθει ξανά και ξανά κατά διάρκεια της κοινωνικής
επανάστασης: Ρωσία το 1905 και 1916-17, Ισπανία 1936-39, Ουγγαρία το 1956, Αλγερία το 1960,
Χιλή το 1972 και Πορτογαλία το 1975. Η μορφή οργάνωσης που συχνότερα δημιουργείται στην
πρακτική της αυτοδιαχείρισης είναι τα εργατικά συμβούλια: κυρίαρχες συνελεύσεις παραγωγών
και γειτόνων που εκλέγουν αντιπροσώπους για να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους. Οι
αντιπρόσωποι μπορεί να ανακαλούνται οποτεδήποτε, εαν η γενική συνέλευση αισθανθεί ότι οι
αποφάσεις δεν εκτελούνται αυστηρά. Παρτιζάνοι όλων των μορφών συνδικαλισμού που
αναφέρθηκαν παραπάνω συνηγορούν σε τέτοιες πρακτικές.
Οι μεγάλες αρετές του συνδικαλισμού είναι πρώτον, το ότι προσπαθεί να καταστρέψει κάθε
καταναγκαστική εξουσία, καθώς και την εμπορευματική (κοινώς καπιταλιστική) οικονομία.
Δεύτερον, ότι πραγματικά παρέχει ένα πρακτικό μέσο για «να πας από εδώ εκεί». Και, τρίτον,
αναγνωρίζει ότι η θεμελιώδης λειτουργία της κοινωνικής οργάνωσης είναι να παράγει την
οικονομική βάση -παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών - και σε αυτή επάνω στηρίζονται
όλα τ’ άλλα. Ο συνδικαλισμός γνωρίζει ότι αυτή είναι μια περιοχή όπου χρειάζεται εκτεταμένη
οργάνωση (της προαναφερθείσας ελευθεριακής μορφής) και ότι είναι καλύτερο να αφήνεις τις
άλλες πλευρές της ζωής όσο το δυνατό πιο μακριά από οργανωτικές επιρροές. Σχεδόν όλοι οι
κριτικοί του συνδικαλισμού, μαζί και οι αρχικοί συγγραφείς αυτής της μπροσούρας, χάνουν αυτό
το σημαντικό σημείο. (Είναι αληθινό βέβαια ότι μια ενδελεχής κριτική όλων των τύπων
κυριαρχίας και μυθοποίησης είναι απαραίτητη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν έχει όμως
κανείς παρά να ρίξει μια ματιά στις καλύτερες συνδικαλιστικές εκδόσεις για να αντιληφθεί ότι
τουλάχιστον μερικοί συνδικαλιστές κάνουν αυτή την κριτική). Με δεδομένα την καταστροφή κάθε
καταναγκαστικής εξουσίας (ένας απ’ τους κεντρικούς στόχους του συνδικαλισμού) και μια επαρκή
προετοιμασία (δηλ. απομυθοποίηση), θα ήταν παράλογο να μην περιμένουμε μια έκρηξη
δημιουργικότητας σε όλους τους τομείς της ζωής -τέχνη, μουσική, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική,
οικογενειακές σχέσεις, σεξουαλικές σχέσεις, δομή της κοινότητας κλπ, κλπ.
Υπάρχουν παρ’ όλα αυτά δύο μεγάλοι κίνδυνοι στον συνδικαλισμό. Ο πρώτος είναι ότι πολλοί
συνδικαλιστές αναπτύσσουν περιορισμένη όραση: παθιάζονται τόσο πολύ με τους εργασιακούς
αγώνες και τα αυτοοργανωμένα οικονομικά συστήματα που όχι μόνο αποτυγχάνουν να αναλύσουν
μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης που δεν σχετίζονται με τον χώρο εργασίας, αλλά επιπλέον
δρουν σαν αυτά τα προβλήματα να μην υπάρχουν. Έτσι, εάν αυτή η συνδικαλιστική τάση
πετύχαινε τους σκοπούς της, θα μπορούσε κάλλιστα να παράγει μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία
στην οποία μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης να ασκούν ακόμα τις οδυνηρές
συνέπειες τους, π.χ. είναι εύκολο να οραματιστείς ένα οικονομικό σύστημα υπό εργατικό έλεγχο να
συνυπάρχει με την θρησκευτική μυθοποίηση, την ομοφυλοφοβία και τον σεξισμό. Αυτό θα ήταν
αντίθετο στις αναρχικές αρχές, όμως πολλοί συνδικαλιστές είναι συνδικαλιστές πρώτα και μετά
αναρχικοί (ή «αντιεξουσιαστές»), κάτι που μοιάζει πολύ με τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.
Ο δεύτερος κίνδυνος έχει σχέση με τον πρώτο: οι συνδικαλιστές μερικές φορές ξεχνούν ότι οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι απλά ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Μερικές φορές
λοιπόν αναπτύσσουν ένα οργανωτικό φετιχισμό. αυτό μπορεί να ονομαστεί «οργανωσίτιδα» - μια
διανοητική αυταπάτη στην οποία μέσα και σκοπός αντιστρέφονται, στην οποία η συνδικαλιστική
οργάνωση γίνεται αντιληπτή σαν ένας σκοπός από μόνη της, σαν σημαντικότερη απ’ τον ίδιο της
τον στόχο (την ελεύθερη κοινωνία). Δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο στόχος ξεχνιέται
τελείως. Και, ακόμα χειρότερα, η «οργανωσίτιδα» μερικές φορές, όχι όμως αναπόφευκτα, οδηγεί
σε μια χειρότερη ασθένεια, την «γραφειοκρατικοποίηση».
86
Αυτά τα λόγια όμως δεν αποτελούν αφορισμούς της συνδικαλιστικής θεωρίας. απλά δείχνουν ότι
ακόμα και η καλύτερη θεωρία από μόνη της δεν προσφέρει καμία εγγύηση ότι οι ακόλουθοι της θα
ενεργούν πάντοτε με βάση τις αρχές της ή ότι θα αποκτήσουν insights πέραν αυτών που
περιέχονται στην θεωρία. Αυτό δεν μας εκπλήσσει και πολύ. Όλοι ζούμε στον κόσμο του
εμπορευματικού καπιταλισμού και θα ήταν τρομακτικό ο χαρακτήρας μας να μην έχει βαρύνει σε
μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με τα χαρακτηριστικά που μια τέτοια ζωή γεννά. και θα ήταν
επίσης τρελό αυτά τα χαρακτηριστικά να μην δημιουργούν προβλήματα στις συνδικαλιστικές
οργανώσεις - σε κάθε μορφής οργάνωση μάλιστα, ακόμα και την πιο άτυπη.
Πάλι όμως η κατάσταση δεν είναι καθόλου απελπιστική. Ένας υψηλός βαθμός προσωπικής
συνειδητοποίησης των συμμετεχόντων μπορεί να μειώσει τους κινδύνους της «οργανωσίτιδας» και
της «γραφειοκρατικοποίησης». Υπάρχουν επίσης πολλοί μηχανισμοί αποτελεσματικοί στην
μείωση αυτών των κινδύνων, όπως η αποκέντρωση, η υποχρεωτική εναλλαγή στα αξιώματα,
περιορισμοί επανεκλογής, αυστηρή delimitation των ευθυνών, η άμεση ανάκληση. Με τέτοιους
φύλακες η συμμετοχή σε συλλογικά σχέδια προσωπικής απελευθέρωσης είναι όχι μόνο εφικτή,
αλλά και επιθυμητή.
ANTI-market
Το έντυπο αυτό πολεμάει τον γερασμένο κόσμο του εμπορίου και μοιράζεται ελεύθερα, χωρίς
αντίτιμο!
ANTI-copyright
Το έντυπο αυτό χαίρεται πάρα πολύ όταν εκδίδεται
και αναπαράγεται χωρίς να ζητήσει άδεια από κανέναν!
03/11/2004
87