Beruflich Dokumente
Kultur Dokumente
Ομιλία στην πανηγυρική Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών για την επέτειο της
25ης Μαρτίου 1821 (21 Μαρτίου 2017).
Τον 16ο και τον 17ο αιώνα, μεγάλος ήταν πάντως ο αριθμός των σχετικών
εκδόσεων και των μεταφράσεων στα νεοελληνικά. Αναφέρω μόνο την
τυπωμένη στη Βενετία το 1526 «μεταβληθείσα πάλαι εις κοινήν γλώσσαν»
Ιλιάδα, του Νικόλαου Λουκάνη, και την πρωτοποριακή μετάφραση της Καινής
Διαθήκης από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη, που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1638,
πιθανότατα με παρότρυνση του Κύριλλου Λούκαρη, ο οποίος την προλογίζει.
Ενώ δηλαδή την εικοσαετία 1720-1740 ήταν της τάξεως των 150 τίτλων, την
εικοσαετία 1740-1760 εκτινάσσεται στους 600 τίτλους, και την
προεπαναστατική εικοσαετία 1800-1820 αγγίζει τους 1.345. Δύσκολα
αμφισβητείται επομένως ότι η έντονη εκδοτική δραστηριότητα πιστοποιεί την
ύπαρξη ενός κοινού που μπορεί και θέλει να διαβάζει, ιδίως αν ληφθεί υπ΄ όψιν
ότι πολλά βιβλία είχαν εκτυπωθεί και σε χιλιάδες ακόμα αντίτυπα .
Στη Θεωρία της γεωγραφίας του 1781, το ενδιαφέρον του Μοισιόδακα για τις
φυσικές επιστήμες, την παιδευτική αξία των οποίων προέβαλε μετ’ επιτάσεως
ο Διαφωτισμός, είναι ακόμα πιο έκδηλο. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους είναι
εξίσου σημαντική η Γεωγραφία Νεωτερική των Δανιήλ Φιλιππίδη και
Γρηγορίου Κωνσταντά, που εκδόθηκε το 1791.
Ως προς την επιρροή των ιδεών του Διαφωτισμού, καθοριστική υπήρξε η
συμβολή του Ρήγα με την έκδοση της Νέας Πολιτικής Διοίκησης το 1797, της
επηρεασμένης άμεσα, όπως και Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, από
τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης. Την ίδια χρονιά είχε κυκλοφορήσει
και η περίφημη Χάρτα της Ελλάδας.
Απ’ όσα άλλα γραπτά του στα νέα ελληνικά απηχούν νεωτερικές τάσεις,
αναφέρω μόνο δύο που εκδόθηκαν το 1790, τη μετάφραση του
μυθιστορήματος Σχολείο των ντελικάτων εραστών και το Φυσικής Απάνθισμα,
με την εμβληματικής επικαιρότητας ρήση «όποιος ελεύθερα συλλογάται,
συλλογάται καλά».
Τον εξέχοντα ρόλο των κειμένων της αρχαιότητας στη διαπαιδαγώγηση των
νέων υπομνηματίζει με ενάργεια ο Φίλιππος Μαργαρίτης σε ένα αγνώστου
χρονολογίας σχέδιο, όπου εικονίζεται κάποιος ιερωμένος να διδάσκει ένα
ελληνόπουλο. Το ευδιάκριτα μάλιστα σημειωμένο στο πάνω μέρος του σχεδίου
«σοφία γαρ μόνον των κτημάτων αθάνατον», υπονοεί αναμφίβολα τη
διδασκαλία του Προς Δημόνικον Ισοκρατικού λόγου.
Η γενικότερη άνθηση των γραμμάτων κατά την περίοδο αυτή ορίζεται από τον
βαθμιαίο, ενσυνείδητο εμπλουτισμό της παιδείας με τις κατακτήσεις του
ευρωπαϊκού πνεύματος, τόσο στις θετικές όσο και στις ανθρωπιστικές
επιστήμες.
Έτσι έφθαναν σταδιακά στην Ελλάδα από τα μέσα του 18ου αιώνα, ή δι’
απευθείας μεταφράσεων, ή εμβολιάζοντας ομόλογες ελληνικές πραγματείες, τα
μηνύματα των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών Ντιντερό, Ντ’ Αλαμπέρ, Ρουσό,
Μοντεσκιέ και Βολταίρου, τα θεωρήματα του Νεύτωνα και οι ιδέες του Λοκ.
Την ευθεία συνάρτηση της παιδείας με την επαναστατική ετοιμότητα, από μια
εντεινόμενη ισχυροποίηση της συλλογικής εθνικής συνείδησης, συνδεδεμένη
άρρηκτα και με την ιστορικότητα της ελληνικής γλώσσας, απηχούν και άλλα
σημαντικά κείμενα.
Το ίδιο παρατηρείται κατά τις αρχές του 16ου αιώνα στου Μόρφου της
Κύπρου με τον βυζαντινό τρούλο και τα οξυκόρυφα γοτθικά τόξα του Άγιου
Μάμα. Από τη ναοδομία του 17ου αιώνα, την εκκλησία της Νέας Μονής
Φιλοσόφου στη Δημητσάνα, ωστόσο, τη χαρακτηρίζει η ταπεινότητα πολλών
άλλων ομόλογων μνημείων της εποχής. Κατά τον 18ο αιώνα οικοδομούνται
και εκκλησίες μεγάλων συχνά διαστάσεων με περίτεχνες μορφολογικές
λεπτομέρειες, όπως οι 13 τρούλοι στο καθολικό της Μονής του Τιμίου
Σταυρού των Δολιανών.
Την ενδιάμεση απόσταση καλύπτει, κατά τα μέσα του 16ου αιώνα, ο Άγιος
Νικόλαος της μονής των Φιλανθρωπηνών στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων,
με τις πρωτόφαντα γοητευτικές συνθέσεις των στρατιωτικών αγίων, κυρίως
όμως με την απεικόνιση φιλοσόφων της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων ο
Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Η επιλογή αυτή δεν είναι βεβαίως άσχετη με
ότι υπογραμμίστηκε ήδη για την παιδεία και τις μεταφράσεις αρχαίων
κειμένων από τους λόγιους της εποχής.
Ένας άλλος Άγιος Νικόλαος, στη Βίτσα του Ζαγορίου, εκπέμπει κατά τις αρχές
του 17ου αιώνα τους διαφορετικής τονικότητας χαρμόσυνους Αίνους του
ζωγράφου Μιχαήλ από το Λινοτόπι. Τον 18ο αιώνα παρατηρείται μια
κλασικίζουσα τάση επιστροφής στις εικαστικές κατακτήσεις του 14ου και στον
ζωγράφο Πανσέληνο, όπως την αισθητοποιεί, επί παραδείγματι, η
τοιχογράφηση του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου.
Θα παρακάμψω όμως και έναν άλλο επιφανή ζωγράφο, τον Γεώργιο Κλόντζα,
παρότι τόλμησε να απεικονίσει τη μεγάλης ιστορικής σημασίας Ναυμαχία της
Ναυπάκτου που το 1571 απέτρεψε οριστικά τον οθωμανικό επεκτατισμό προς
τη Δύση. Η σπανιότατη παράσταση της Προσκύνησης των Μάγων, την οποία
προκρίνω, είναι ενυπόγραφη δημιουργία της κρητικής περιόδου του
Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, με ευδιάκριτες τεχνοτροπικές επιρροές από τον
Tiziano και τον Tintoretto. Το πολύτιμο αυτό έργο φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1565
και 1567, όταν στον Χάνδακα δεν ήταν λίγοι οι πίνακες φημισμένων Ιταλών
καλλιτεχνών.
Σας προβάλλω τώρα μια αριστουργηματική Παναγία Γλυκοφιλούσα του
εντελώς πρώιμου 17ου αιώνα, έργο του Εμμανουήλ Λαμπάρδου, ενός από τους
παραγωγικότερους ζωγράφους ήδη από το δεύτερο μισό του 16ου. Σας
προβάλλω ακόμα τον Ευαγγελιστή Μάρκο του 1657, έργο του Εμμανουήλ
Τζάνε, που συγκαταλέγεται στους τελευταίους μείζονες εκπροσώπους της
Κρητικής Σχολής, και διακρίνεται για τον κάποιο εκλεκτισμό της σχεδιαστικής
του αρτιότητα.
Την προσπάθειά μου να σας μεταδώσω κάτι από το υψηλό επίπεδο του
νεοελληνικού πολιτισμού στον χώρο και τον χρόνο της ξενοκρατίας, την
ολοκληρώνει τώρα με τη συναρπαστική της γοητεία η σύγχρονη και
παράλληλη της εκκλησιαστικής κοσμική δημιουργία. «Αρχή σοφίας» – όμως –
«η των ονομάτων επίσκεψις», έλεγε ο Αντισθένης, και το επαναλάμβανε ο
Μοντεσκιέ, από τον οποίο το αλίευσε ο Σολωμός: «Il faut en définir les
termes».
H βελτίωση των όρων της διαβίωσης, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη του
17ου και του 18ου κυρίως αιώνα, είναι ορατή στην οργάνωση όσων οικισμών
διατηρούν ακόμα κάτι από την αρχική τους συγκρότηση. Στη δομή και στην
αισθητική τους διακρίνεται ένα πνεύμα ισοτιμίας με προέχουσες τις οικοδομές
των πλουσιότερων εμπόρων και των ναυτικών.
Η ακεραιότητά τους, ωστόσο, ευτύχησε να διατηρηθεί περισσότερο στους
οικισμούς των ορεινών περιοχών, στους Καλαρρύτες της Ηπείρου λ.χ.,
αντίθετα από την τρομακτική αλλοίωση των νησιώτικων, με την Ύδρα να
συνιστά μια σπάνια εξαίρεση. Η φροντίδα για την εξυπηρέτηση της κοινοτικής
ζωής φαίνεται από τα έργα της ύδρευσης, τις κρήνες τις απαραίτητες για το
πότισμα των ζώων, αλλά και τις διακοσμημένες με ανάγλυφα εντός των
οικισμών.
Για να σχηματίσετε μια φευγαλέα έστω εικόνα των ιδιωτικών χώρων της
καθημερινής ζωής, προσφεύγω αναγκαστικά σε ορισμένα δείγματα οικιών που
άντεξαν τις κακουχίες του χρόνου και τις απρονοησίες των εκάστοτε εξουσιών.
Αυτό με υποχρεώνει να περιοριστώ στα πλουσιότερα αρχοντικά, μολονότι όσα
φτωχότερα σπίτια διατηρούνται, στη Σκύρο λ.χ., αν και μικρότερης κλίμακας,
έχουν να επιδείξουν επίσης έναν εσωτερικό διάκοσμο απαράμιλλης
καλαισθησίας.
Ας σημειωθεί ότι τον ίδιο τύπο επαναλαμβάνει στην Πέτρα της Μυτιλήνης και
το αρχοντικό της Βαρελτζίδαινας, τοιχογραφημένο μάλιστα με τα ίδια θέματα,
αν όχι και από τα ίδια σινάφια των περιφερόμενων ζωγράφων. Δεν μπορώ,
τέλος, να παραλείψω τις θαυμάσιες τοιχογραφίες της στροφής του 18ου αιώνα,
που κοσμούσαν στο Ηράκλειο της Κρήτης το κονάκι του Φαζίλ Μπέη, ιδίως
την απεικόνιση του λιμανιού.
Στα νησιά του Αιγαίου, στις Κυκλάδες κυρίως, επικρατούσε ό τύπος μιας
κατοικίας με άλλη δομή και άλλο πνεύμα. Πρόκειται για πυργόσχημες ως επί
το πλείστον κατασκευές, διακοσμημένες συχνά με μαρμάρινα δαντελωτά
περιθυρώματα αναγεννησιακού ύφους, όπως ενός αρχοντικού της Ίου, που δεν
υπάρχει πλέον.
Η εντόπια άλλωστε παραγωγή, η οποία, με την τεχνική της εφυάλωσης και τον
εγχάρακτο διάκοσμο, συνεχίζει τη βυζαντινή παράδοση, είναι αμφίβολο αν θα
είχε εντοπιστεί χωρίς τα ανασκαφικά ευρήματα της Λάρισας και της Άρτας.
Σε ένα σπανιότατο μάλιστα ακέραιο δείγμα από την Άρτα, με την υπογραφή
κάποιου ΔΗΜΟΥ, του κατόχου ίσως ή του κατασκευαστή, και τη χρονολογία
1791, προστίθενται σταδιακά κεραμικά της Ηπείρου και άλλων περιοχών. Από
την έως τώρα συγκομιδή υπερέχουν ποιοτικά η κανάτα που απεικονίζει τον
απόπλου ενός ιστιοφόρου με τις ευλογίες των δύο έφιππων ανδρικών μορφών,
αγίων μάλλον, και μια άλλη με την εξίσου σπάνια παράσταση γυναικείου
χορού.
Περίπλοκη είναι η περίπτωση μιας άλλης κασέλας και πάλι από τη Μυτιλήνη,
όπου ιστορείται το διαδοχικό πέρασμα διαφόρων μορφών μπροστά από τον
νωχελικά αναπαυόμενο κάτω από τη σκιά του δέντρου ντόπιο. Με κατεύθυνση
προς τον εικονιζόμενο οικισμό πορεύεται πρώτο ένα Ελληνόπουλο,
ακολουθούν δύο έφιπποι, Τούρκοι ίσως ή προύχοντες, και τελευταίος κάποιος
ξένος φραγκοντυμένος.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν πολλά κοσμήματα της Πάτμου και της Σίφνου
που μπορούν να χρονολογηθούν στον 16ο ή τον πρώιμο 17ο αιώνα. Αντίθετα
από τα βαρύτερα, βυζαντινών αναμνήσεων κοσμήματα της Ηπείρου, της
Μακεδονίας και της Θράκης, τα οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία μιας πόρπης
με χρονολογία 1797, πρέπει να είναι του 18ου αιώνα.
«Οι δημιουργίες της αδόκιμα λεγόμενης ‘λαϊκής’ τέχνης διακρίνονται για τις
ανακλήσεις βυζαντινών αναμνήσεων, τις εμψυχωμένες από την επιβλητική
διάθεση του ύστερου μπαρόκ, την ευδιάκριτη χροιά της φυτικής δροσιάς του
ροκοκό και τη διακοσμητική κομψότητα των οθωμανικών επιδράσεων.
Η ανοδική αυτή πορεία, που την ορίζει η συνοχή, κυρίως όμως η αντοχή στη
διάρκεια του χρόνου και στις αρνητικές συγκυρίες των περιστάσεων, η επίμονη
καθώς και η επίπονη προσπάθεια βελτίωσης των όρων της διαβίωσης, διαθέτει
μια δυναμική η οποία, συνειδητά όσο και ασυνειδητοποίητα, υποδαυλίζει την
επαναστατική ετοιμότητα.
«… ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας»· αλλά
και μια στροφή από τον Ύμνο του Σολωμού: