Beruflich Dokumente
Kultur Dokumente
(1996) Σκηνές στις κλασικές επιτύμβιες στή-λες της Αττικής: θεωρία, τυπική αναπαράσταση
και ποσοτική ανάλυση. Ανακοίνωση στο 3ο Συμπόσιο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας,Αθήνα 1996
Abstract
Scenes on Classical Attic gravestones: theory, formal representation and quantitative analy-
sis
This paper presents the results of extensive quantitative analysis of the icono-
graphic traits of figures depicted on Classical Attic gravestones, aiming at the defi-
nition of figure types, based on costume, and at the identification of social associa-
tions for these types. It argues that crucial aspects of iconography require a concept
of semiotic structure to be sought in enhanced formal representations, from com-
ponential matrices to frames and grammars which may account more fully for the
syntactic (i.e., relational) and semantic (i.e., narrative) structure of gravestone com-
positions. The inability of a global attribute list to capture compositional structure
may be countered by the adoption of a relational graph representation, amenable to
classification and scaling by means of inexact graph matching. Alternatively, the
collocation of figurative subjects (or motifs) may be used as a non-hierarchic, semi-
otic mechanism of social categorisation, while strong semantic representations,
supporting the multiple embedding of terminological and descriptive systems,
multiple specialisation and instantiation, object part composition, uncertainty and
temporality, may provide a potentially more fruitful way to represent material cul-
ture. In sum, experience with Classical Attic gravestones, in the context of archaeo-
logical post-processualist theory, supports the view of a dialectic relationship be-
tween formal representation of data and the universe of semantics, kinds of analy-
ses possible, and theoretical and methodological preconditions, and thus warns
against the frequent positivistic use of quantitative analysis in archaeology.
Εισαγωγή
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η σχέση ανάμεσα, πρώτον,
στις εικονογραφικές και ερμηνευτικές θεωρίες, δεύτερον, στον τρόπο με
τον οποίο καθορίζουν - αλλά και περιορίζονται από - το περιγραφικό
σύστημα με το οποίο αναλύουν την εμπειρική πραγματικότητα, και τρί-
τον, στις αναλύσεις δεδομένων που μπορούν να διατυπωθούν μέσα στο
πλαίσιο του κάθε περιγραφικού συστήματος. Πρόθεσή μας, πέρα από
την κοινή διαπίστωση ότι η θεωρία εξαρτάται από την εμπειρία και αντί-
στροφα, και μακριά από την άγονη διαμάχη ανάμεσα στην υποθετική-
παραγωγική και στην εμπειρική μεθοδολογική παράδοση, είναι:
να συζητήσουμε ορισμένες θεωρητικές και μεθοδολογικές
προϋποθέσεις της σύστασης των εικονογραφικών δεδομένων,
να δείξουμε τα πλεονεκτήματα αλλά και κάποιους σημαντι-
κούς περιορισμούς που επιβάλλει ο συνήθης τρόπος περιγρα-
φής των εικονογραφικών παραστάσεων με βάση ένα σύνολο
καθολικών γνωρισμάτων, και
να προτείνουμε εναλλακτικούς φορμαλισμούς, που θα μπο-
ρούσαν να επιτρέψουν τη διατύπωση γόνιμων εμπειρικών προ-
τάσεων για τη μελέτη των εικονογραφικών παραστάσεων.
Γι’ αυτό το σκοπό, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα τη μελέτη των
ανάγλυφων παραστάσεων περίπου χιλίων αττικών επιτυμβίων στηλών
από την κλασική περίοδο, που αποτέλεσε το αντικείμενο μιας διδακτορι-
κής διατριβής (Δάλλας 1987) και την αφετηρία άλλων εργασιών και ερευ-
νητικών ενδιαφερόντων (Δάλλας 1992α, Δάλλας 1992β, Δάλλας και Θει-
όπουλος 1993).
Θεωρητικό πλαίσιο
Οι μαρμάρινες αυτές στήλες, που έχουν τυπολογική και εικονογραφική
εξάρτηση από ιωνικά πρώιμα κλασικά επιτάφια μνημεία, αποτελούν μια
σχετικά ομοιογενή, χρονολογικά κλειστή σειρά. Εμφανίζονται μετά την
άρση της μετακλεισθένειας απαγόρευσης, ίσως με αφορμή το λοιμό του
431 π.Χ., και εκλείπουν με την νέα απαγορευτική νομοθεσία του Δημη-
τρίου του Φαληρέως το 317 π.Χ. Το μέγεθος και η τεκτονική μορφή τους
ποικίλλει: από μικρές “μετοπικές” στήλες με χαμηλό ανάγλυφο σε πεδίο
που δεν υπερβαίνει τα 30 x 30 εκατοστά, ώς “ναϊσκόσχημα” μνημεία, με
σχεδόν ολόγλυφες μορφές σε φυσική ή και μεγαλύτερη κλίμακα. Συνυ-
πάρχουν, στην ταφική μνημειακή πρακτική της κλασικής Αθήνας, με
πολλαπλάσιες επιγεγραμμένες στήλες χωρίς ανάγλυφη παράσταση και
με πολλές μαρμάρινες ληκύθους και λουτροφόρους, που συχνά κοσμού-
νται επίσης από ανάγλυφη παράσταση.
Τα κλασικά αττικά επιτύμβια ανάγλυφα κατά κανόνα φέρουν παραστά-
σεις μιας ή περισσοτέρων, ορθίων ή και καθημένων μορφών, που γίνεται
δεκτό ότι απεικονίζουν το νεκρό, όπως ήταν εν ζωή, μόνο ή μαζί με μέλη
της οικογένειάς του, ενίοτε και με κατοικίδια ζώα. Οι μορφές παρουσιά-
ζουν διαφορές στην φυσιογνωμική και ανατομική απόδοση, στην ένδυση,
στη στάση, στις χειρονομίες, σχεδόν πάντοτε όμως εντάσσονται στο
πλαίσιο ενός στερεότυπου συνόλου τυποποιημένων εικονογραφικών
συνθέσεων ή σχημάτων. Σε αρκετές περιπτώσεις, ένα ή περισσότερα ο-
νόματα - σπανίως επιγράμματα - σώζονται πάνω ή κάτω από την εικο-
νογραφική παράσταση. Η τεχνοτροπική ανάλυση των επιμελημένων
Ποσοτική ανάλυση
Για να απαντηθούν τα ερωτήματα που διατυπώθηκαν πιο πάνω, υπο-
βλήθηκαν σε ποσοτική ανάλυση πίνακες δεδομένων με αρκετές δεκάδες
ποιοτικών και ποσοτικών μεταβλητών, για περίπου 800 γυναικείες και
600 ανδρικές μορφές κάθε ηλικίας που απεικονίζονται σε κλασικές αττι-
κές επιτύμβιες στήλες (Δάλλας 1987). Ο στόχος της ανάλυσης ήταν:
1. Να καταγραφούν τα βασικά γνωρίσματα του ιδεατού “ταφικού
πληθυσμού” που αντιπροσωπεύουν οι αναπαριστώμενες μορ-
φές, τόσο στο σύνολό τους όσο και όσες μπορούν να ταυτι-
σθούν επιγραφικά ως αναπαραστάσεις του νεκρού ή των τε-
θλιμμένων, στις κοινωνικές διαστάσεις του φύλου, της ηλικίας,
και της κάθετης κοινωνικής διαφοροποίησης (οικονομική κα-
τάσταση, status).
2. Να καταγραφεί η διαφοροποίηση των ενδυματολογικών γνω-
ρισμάτων σύμφωνα με το φύλο και, χωριστά για κάθε φύλο,
σύμφωνα με την ηλικία, την κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση,
και την ταύτιση με το νεκρό ή έναν από τους θρηνούντες, και
να ελεχθεί στατιστικά η συσχέτιση συγκεκριμένων ενδυματο-
λογικών γνωρισμάτων με μια από τις παραπάνω κοινωνικές
και συμβολικές μεταβλητές.
3. Να καθοριστούν οι εμπειρικοί ενδυματολογικοί τύποι ή κλά-
σεις, που συνοψίζουν τη μεταβλητότητα των ενδυματολογικών
γνωρισμάτων των ανδρικών και γυναικείων μορφών της έρευ-
νας, και να επιβεβαιωθεί η σημαντικότητα αυτών των τύπων
μέσω του ελέγχου της συσχέτισής τους με ανεξάρτητες μορφο-
λογικές, κοινωνικές και συμβολικές μεταβλητές.
4. Να συνοψισθούν και να αναπαρασταθούν γραφικά οι σχέσεις
ομοιότητας ή ανομοιότητας μεταξύ των ανδρικών και μεταξύ
των γυναικείων μορφών σύμφωνα με τα ενδυματολογικά τους
γνωρίσματα, και να ερμηνευθούν οι βασικές διαστάσεις μετα-
βλητότητας, τόσο σε σχέση με τα μεμονωμένα ενδυματολογικά
στοιχεία, όσο και με τις ανεξάρτητες κοινωνικές και συμβολι-
κές μεταβλητές της ηλικίας, της κάθετης κοινωνικής διαφορο-
ποίησης, και της ταύτισης με το νεκρό ή με ένα από τους θρη-
νούντες.
Η ποσοτική ανάλυση χρησιμοποίησε, εκτός από την περιγραφική στατι-
στική, εκτεταμένη χρήση παραμετρικών (x2, ανάλυση υπολοίπων-analysis
of residuals, T-test του Student) και μη παραμετρικών δοκιμασιών (Wil-
coxon 2 δειγμάτων, Kruskal-Wallis, Tau-b του Kendall) για τον έλεγχο υ-
Παρατηρήσεις
Τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης, με βάση ένα πίνακα δεδο-
μένων στον οποίο κάθε απεικονιζόμενη μορφή παρίσταται από ένα σύ-
νολο καθολικών γνωρισμάτων, έδωσε έδαφος για τον εντοπισμό και την
κοινωνική ερμηνεία σημαντικών κανονικοτήτων και χαρακτηριστικών
της εικονογραφίας των κλασικών αττικών επιτυμβίων στηλών. Σε άλλες
περιπτώσεις, η ερμηνεία δεν είναι προφανής. Ανεξάρτητα από την ορθό-
τητα των επιμέρους ερμηνευτικών προτάσεων, πάντως, η διαπίστωση
της στατιστικής συσχέτισης ανάμεσα σε ενδυματολογικά γνωρίσματα
και τύπους αφ’ ενός, και σε ανεξάρτητες εικονογραφικές, μορφολογικές,
κοινωνικές και συμβολικές μεταβλητές, φαίνεται να ενισχύει μια κατα-
φατική απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα: ότι δηλαδή υπάρχει “συστη-
ματική σχέση ανάμεσα στην εικονογραφική απόδοση των ανθρώπινων
μορφών των παραστάσεων αυτών και στην σύνθετη κοινωνική ταυτότη-
τα ... των εικονιζομένων προσώπων”.
Οι εμπειρικές προτάσεις που μπορούν να διατυπωθούν με βάση την πο-
σοτική ανάλυση ενός πίνακα δεδομένων, όπως στην παρούσα περίπτω-
ση, είναι γενικές συσχετίσεις ανάμεσα σε καθολικά γνωρίσματα ή μετα-
βλητές, και, συμπληρωματικά, στην ταξινόμηση των παρατηρήσεων με
βάση αυτά τα καθολικά γνωρίσματα. Ο κλασικός αυτός τρόπος αναπα-
ράστασης των δεδομένων παρουσιάζει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
1. Αναπαράσταση κάθε αντικειμένου ή παρατήρησης με βάση ένα
σταθερό (κλειστό) σύνολο μεταβλητών ή γνωρισμάτων.
2. Αναγωγή της εσωτερικής δομής ή σύνθεσης των αντικειμένων σε
καθολικά γνωρίσματα ή μεταβλητές.
3. Οι συσχετίσεις μεταξύ μεταβλητών ή γνωρισμάτων θεωρούνται
σταθερές στο σύνολο των παρατηρήσεων.
4. Κάθε παρατήρηση θεωρείται αυτοτελής, δηλαδή δεν νοείται αλ-
ληλεξάρτηση μεταξύ παρατηρήσεων.
Επίλογος
Συνοψίζουμε τα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας. Στόχος μας ή-
ταν να δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο ο φορμαλισμός αναπαράστασης
των γνώσεων συνδέεται με το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο της
έρευνας, επιτρέπει συγκεκριμένα είδη ανάλυσης δεδομένων, και δίνει
προτεραιότητα σε συγκεκριμένες εμπειρικές προτάσεις και ερμηνείες. Με
αφορμή την παρουσίαση της ποσοτικής ανάλυσης για την εικονογραφία
των μορφών στις κλασικές αττικές επιτύμβιες στήλες, επιχειρήσαμε να
δείξουμε τη χρησιμότητα, αλλά και τους περιορισμούς που επιβάλλει
στην έρευνα η χρήση του παραλληλόγραμμου πίνακα δεδομένων ως μο-
ναδικού τρόπου τυπικής αναπαράστασης της αρχαιολογικής πραγματι-
κότητας. Στη συνέχεια, παρουσιάσαμε δύο εναλλακτικές μεθόδους ανα-
παράστασης και ανάλυσης, που ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι
για συγκεκριμένες κλάσεις αρχαιολογικού υλικού ή ζητημάτων προς διε-
ρεύνηση.
Τόσο στην περίπτωση της σημειωτικής κατηγοριοποίησης με βάση τη
συνύπαρξη εικονογραφικών γνωρισμάτων, όπου τα πρώτα αποτελέσμα-
τα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, όσο και στη μέθοδο της σχεσιακής ανα-
παράστασης και ταξινόμησης, που δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί σε πραγ-
ματική ανάλυση, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση και δουλειά. Ολοκλη-
ρώνουμε με τη διαπίστωση ότι συχνά τα συγκεκριμένα προβλήματα της
έρευνας οδηγούν στην ανάγκη αναζήτησης νέων μεθοδολογιών και
φορμαλισμών, που νομιμοποιούνται από τις νέες ερμηνευτικές δυνατό-
τητες που παρέχουν πάνω στο αρχαιολογικό υλικό.
Βιβλιογραφία
Barthes, R. (1967) Système de la mode. Seuil, Paris.
Binford, L.R. (1971) Mortuary practices: their study and potential. Στην έκ-
δοση J.A. Brown, ed., Approaches to the Social Dimensions of Mortuary Prac-
tices, Memoirs of the Society for American Archaeology, no. 25.
Conti, P. και F. Rabitti (1990) Image retrieval by semantic content. Στην έκδο-
ση C. Thanos, ed., Multimedia Office Filing: The MULTOS Approach. Am-
sterdam, Elsevier: 331-349.
Saxe, A.A. (1970) Social Dimensions of Mortuary Practices. Diss. Michigan. Uni-
versity Microfilms.
Schefold, K. (1952) Zur Deutung der klassischen Grabreliefs. MusHelv 9: 107-
112.
Schefold, K. (1970) Die Thronende, Euthesion und Antigenes. AntK 13: 103-
112.
Schiering, W. (1974) Stele und Bild bei griechischen Grabmälern. AA 1974,
Heft 4: 651-662, figs. 1-5.
Schmaltz, B. (1983) Griechische Grabreliefs. Erträge der Forschung 192.
Wissenschaftliche Buchgesselschaft, Darmstadt.
Sourvinou-Inwood, Ch. (1988) Studies in Girls’ Transitions: Aspects of the Ark-
teia and Age Representation in Attic Iconography. Αθήνα.
Sourvinou-Inwood, Ch. (1996) ‘Reading’ Greek Death. To the End of the Classical
Period. Oxford University Press, Oxford.
Thimme, J. (1964) Die Stele der Hegeso als Zeugnis des attischen Grabkults.
AntK 7: 16-29, pls. 4-7.
Young, C.H. (1936) Emotional expression in Attic grave stelae. Στην έκδοση
Classical Studies E. Capps: 364-368, figs. 1-8.